Στα 355,947 δισ. ευρώ ανήλθε το α’ τρίμηνο εφέτος το δημόσιο χρέος, από 355,732 δισ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης από την ΕΛΣΤΑΤ.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το 2009, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν 126,3% του ΑΕΠ. Το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, αναμένεται να κλείσει στο 152,3% του ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις του οίκου αξιολόγησης Scope θα κλείσει λίγο χαμηλότερα, στο 152,1% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα χρειάζονται τέσσερις δεκαετίες με μεταρρυθμίσεις που θα «τρέχουν» παράλληλα απαιτούνται για να δει «φως στο τούνελ» η Ελλάδα και να επιστρέψει σε δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ.
Τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθαν σε 22,681 δισ. ευρώ από 20,652 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2023. Οι φόροι στο εισόδημα και την περιουσία διαμορφώθηκαν σε 3,825 δισ. ευρώ από 3,323 δισ. ευρώ. Οι κοινωνικές εισφορές ανήλθαν σε 7,462 δισ. ευρώ από 7,191 δισ. ευρώ.
Οι συνολικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθαν σε 25,317 δισ. ευρώ από 25,610 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο πέρυσι. Οι πρωτογενείς δαπάνες ήταν 23,398 δισ. ευρώ από 24,029 δισ. ευρώ.
Οι αμοιβές εξηρτημένης εργασίας ανήλθαν σε 5,971 δισ. ευρώ από 5,675 δισ. ευρώ. Οι κοινωνικές παροχές διαμορφώθηκαν σε 11,390 δισ. ευρώ από 11,421 δισ. ευρώ. Ενώ, οι επιδοτήσεις διαμορφώθηκαν σε 700 εκατ. ευρώ από 1,464 δισ. ευρώ.
Πρωταθλήτρια χρέους η Ελλάδα
Παραμένει πρωταθλήτρια στην ΕΕ η Ελλάδα στο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παρά τη μείωση, σύμφωνα με τη Eurostat. Οι υψηλότεροι δείκτες του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2024 καταγράφηκαν στην Ελλάδα (159,8%), στην Ιταλία (137,7%), στη Γαλλία (110,8%), στην Ισπανία (108,9%), στο Βέλγιο (108,2%) και στην Πορτογαλία (100,4%), και τα χαμηλότερα καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (22,6%), στην Εσθονία (23,6%) και στο Λουξεμβούργο (27,2%).
Σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2023, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε τόσο στη ζώνη του ευρώ (από 90,1% σε 88,7%) όσο και στην ΕΕ (από 83% σε 82%).
Σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2023, δώδεκα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση στο λόγο του χρέους τους προς το ΑΕΠ στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2024, δεκατέσσερα κράτη μέλη παρουσίασαν μείωση, ενώ ο λόγος παρέμεινε σταθερός στην Ιρλανδία . Οι μεγαλύτερες αυξήσεις στην αναλογία καταγράφηκαν στην Εσθονία (+6,3 π.μ.), στη Φινλανδία (+4,2 π.μ.), στην Πολωνία (+3,3 π.μ.), στη Σλοβακία (+2,7 π.μ.), στη Ρουμανία (+2,2 π.μ.), στη Λιθουανία (+2,1 π.μ.) και το Βέλγιο (+2,0 π.μ.).
Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στην Πορτογαλία (-12,0 π.μ.), στην Ελλάδα (-9,6 π.μ.), στην Κύπρο (-6,8 π.μ.), στην Κροατία (-5,3 π.μ.), στην Ολλανδία (-2,8 π.μ.), στην Ισπανία και στη Γερμανία (και οι δύο -2,2 π.μ. ).
Την ίδια στιγμή υπάρχουν και 3 συγκεκριμένοι προβληματισμοί μέχρι και το 2027, όπως δείχνει σχετική ανάλυση των Σάββα Γ. Ρομπόλη – Βασίλειου Μπέτση: «Στη προοπτική αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η ανάδειξη μέχρι το 2027 τριών ανησυχητικών στοιχείων: α) οι αυξημένες καταβολές για τοκοχρεωλύσια κατά τη περίοδο 2024-2027, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του χρέους με μέσο όρο 11 δις ευρώ ετησίως (χωρίς τον υπολογισμό των repos ύψους 54 δις ευρώ), β) η αύξηση του μέσου επιτοκίου του νέου δανεισμού το 2023 στο 3,7% από 1,3% το 2022 και 0,5% το 2021 και γ) ο αυξημένος αριθμός των νέων συνταξιοδοτήσεων που προβλέπεται κατά την περίοδο 2024 – 2027 λόγω που baby booming και συγκεκριμένα το 2024 όπου προβλέπονται 230.000 νέες συνταξιοδοτήσεις από 190.000 που ήταν το 2023, αυξάνοντας τις πληρωμές στις κύριες συντάξεις στο επίπεδο των 2,1 δις ευρώ και στις επικουρικές συντάξεις στο επίπεδο των 550 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 150 εκατ. ευρώ θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό εξαιτίας του κόστους μετάβασης που προκαλείται από τις απώλειες στον e-ΕΦΚΑ λόγω της σύστασης (Ν.4826/2021) και λειτουργίας του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ)».
Η ανάλυση της Scope
Υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα επιτρέψουν τη μείωση του ελληνικού χρέους κάτω από τα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν από την ελληνική κρίση αλλά και κάτω από τα επίπεδα της Ιταλίας, περιμένει για τα επόμενα χρόνια η Scope.
Κατά τα επόμενα χρόνια, ο οίκος περιμένει πλεονάσματα της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2027, δηλαδή στο υπόλοιπο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων που μιλούσαν για πλεόνασμα μόνο 1%.
Σε συνδυασμό με τις προβλέψεις που μιλούν για ανάπτυξη 2% φέτος, 1,8% το 2025 και 1,4% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029, το κεντρικό σενάριο του οίκου μιλά για σημαντική αποκλιμάκωση του χρέους.
Ειδικότερα, το ελληνικό χρέος θα μειωθεί στο 151,9% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2024 και θα πέσει στο 130,7% έως το 2029. Εφόσον οι προβλέψεις αυτές επιβεβαιωθούν, η Ελλάδα θα έχει ρίξει το χρέος της στα χαμηλότερα επίπεδα από την έναρξη της κρίσης της (το πρώτο τρίμηνο του 2010) και κάτω από τα επίπεδα του χρέους της Ιταλίας, έως το 2026.
Ίσως ανασάνουμε σε… 40 χρόνια
Τέσσερις δεκαετίες με μεταρρυθμίσεις που θα «τρέχουν» παράλληλα απαιτούνται για να δει «φως στο τούνελ» η Ελλάδα και να επιστρέψει σε δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα.
Άλλα 40 χρόνια -υπό την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να προχωρούν παράλληλα βασικές μεταρρυθμίσεις και ότι θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως- θα χρειαστούν για να διασφαλίσει η Ελλάδα την ευημερία της και να επιστρέψει σε δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ, όσο ήταν στις αρχές της Μεταπολίτευσης το 1974, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως τονίζει ο Γιάννης Στουρνάρας.
Ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, μιλώντας στο επετειακό τεύχος του περιοδικού της Βουλής «Επί του… περιστυλίου», (αφιερωμένο στα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση) τονίζει:
«Στην Τράπεζα της Ελλάδος έχουμε κάνει υπολογισμούς, σύμφωνα με τους οποίους με ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ και με μεταρρυθμίσεις του τύπου που προανέφερα, μπορούμε να εξασφαλίσουμε αφενός το επιθυμητό πρωτογενές πλεόνασμα και αφετέρου μία κατάλληλη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου του δημοσίου χρέους και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης (αυτή η διαφορά ονομάζεται στην τεχνική διάλεκτο «αποτέλεσμα χιονοστιβάδας»), ώστε να φτάσουμε το χρέος στο 60% του ΑΕΠ σε 40 περίπου χρόνια. Είναι κάτι εφικτό και οφείλουμε να το κληροδοτήσουμε στα παιδιά και τα εγγόνια μας».
Ο κ. Στουρνάρας, αφού αναγνωρίζει ότι «ενώ η Μεταπολίτευση είδε την εγκαθίδρυση μιας υποδειγματικής Δημοκρατίας, από οικονομικής απόψεως, και ειδικά δημοσιονομικής, δεν τα πήγαμε καλά, γι’ αυτό φτάσαμε το 2010 σε οιονεί χρεοκοπία», διευκρινίζει ότι «οι περισσότεροι νομίζουν ότι το πρόβλημά μας την περίοδο που προηγήθηκε ήταν κυρίως το έλλειμμα του δημόσιου τομέα. Δεν ήταν το σημαντικότερο. Ήταν ο πληθωρισμός, διότι είχαμε μια οικονομία που ξεκίνησε με επιτόκια στο 19% για να μειωθούν στο 4% περίπου. Αυτή η μεγάλη μείωση επιτοκίων υπερθέρμανε την οικονομία και αύξησε όλες τις αξίες».
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού προβληματίζει
Παράλληλα, προειδοποιεί ότι «η χώρα θα αντιμετωπίσει σύντομα ένα μείζον πρόβλημα, εάν δεν το αντιμετωπίσουμε γρήγορα: την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Αυτή τη στιγμή μας λείπουν 200.000 χέρια στις δραστηριότητες γύρω από τον τουρισμό, τον αγροτικό τομέα και την οικοδομή. Εάν δεν τα βρούμε άμεσα, θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα και στην οικονομία», αναφέρει.
Επιπλέον, υπενθυμίζει ότι «στη δεκαετία του ’90, στη διαδικασία σύγκλισης προς την ΟΝΕ, οι ξένοι εργάτες ήταν αυτοί που κράτησαν τον πληθωρισμό στην Ελλάδα χαμηλό. Εάν δεν είχαμε τους μετανάστες στον αγροτικό τομέα και στην οικοδομή, δεν θα επιτυγχάναμε τότε το κριτήριο του πληθωρισμού».
Οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις
Αναφερόμενος στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν τονίζει: «Όλες οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε όλους τους τομείς είναι σημαντικές, όμως αν ήταν όμως να επιλέξω τρεις, θα επέλεγα πρώτα την Παιδεία, ως δεύτερη την Υγεία και ως τρίτη το Περιβάλλον. Κατά τη γνώμη μου, το βασικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η Παιδεία.
Τα αποτελέσματα PISA (αξιολόγηση μαθητών) δεν είναι ενθαρρυντικά για τη χώρα μας. Στον δείκτη του ΟΟΣΑ που αφορά τις δεξιότητες έχουμε τη χειρότερη θέση μετά την Τουρκία. Παρά το ότι έχουμε πολλούς πτυχιούχους και κατόχους μεταπτυχιακών διπλωμάτων, ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει το 18,5% εξ αυτών ως πολίτες με πολύ περιορισμένες δεξιότητες. Μόνο η Τουρκία είναι χειρότερη από την Ελλάδα σε αυτόν τον δείκτη. Συνεπώς, η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση για μένα πρέπει να γίνει στην Παιδεία, και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες της, διότι από εκεί ξεκινούν όλα».
Τέλος, αναφερόμενος στη διασφάλιση της ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει: «Απώτερος στόχος όλων μας είναι οι άνθρωποι να είναι πιο ευτυχισμένοι. Και πώς θα είναι πιο ευτυχισμένοι; Με το να είναι απαλλαγμένοι από τον φόβο της ανεργίας, της φτώχειας, των ασθενειών, του μέλλοντος των παιδιών τους, της έλλειψης πρόσβασης στην πρόοδο και τα δημόσια αγαθά.
Ο φόβος και οι οικονομικές ανισότητες δίνουν τροφή στον λαϊκισμό, ο οποίος απειλεί τη Δημοκρατία. Φόβος δημιουργείται και από την άγνοια, από τον οικονομικό αναλφαβητισμό, από την έλλειψη βασικών γνώσεων και από τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Η δημιουργία ανισοτήτων οφείλεται στη φύση του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας.
Ένα από τα βασικά προβλήματα του Δυτικού Κόσμου είναι πώς να συμβιβάσει τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία. Καπιταλισμός σημαίνει ελεύθερη αγορά. Η ελεύθερη αγορά χρειάζεται και ένα δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας για να μη δημιουργούνται ανισότητες. Και το δίχτυ αυτό το στηρίζει η στοχευμένη κοινωνική πολιτική, η αποτελεσματική δημόσια Παιδεία και Υγεία, το δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, η αποτελεσματική εποπτεία των αγορών».
Πηγές: ΕΛΣΤΑΤ, ot.gr