«Η κατάσταση είναι πλέον warning. Λειψυδρία από την κλιματική αλλαγή και την υπερκατανάλωση, πρόβλημα διαχείρισης απορριμμάτων λόγω πολλαπλάσιας αύξησής τους, η κίνηση, η στάθμευση και όλες οι κοινόχρηστες παροχές παντού γίνονται προβληματικές» αναφέρει σε ανάλυσή του, στο Kreport, ο δικηγόρος Σπύρος Σαγιάς περιγράφοντας τα προβλήματα που οξύνονται χρόνο με το χρόνο και απειλούν την «βαριά» μας βιομηχανία.
«Η ελπίδα ότι ο τουρισμός θα γίνει ο μοχλός ανάπτυξης της χώρας μετά τον εμφύλιο και ότι θα δώσει απασχόληση και εισόδημα, μετατρέπεται σε εφιάλτη για εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι αισθάνονται ν΄ απωθούνται από τον τόπο τους, τη γειτονιά τους και την πόλη τους και υποβαθμίζουν το βιοτικό τους επίπεδο λόγω κόστους αλλά και υπερφόρτισης των υποδομών. Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 το Ελληνικό Δημόσιο με φορέα τον Ε.Ο.Τ. άρχισε την προσπάθεια να γίνει η Ελλάδα διεθνής Τουριστικός Προορισμός».
Ολόκληρο το άρθρο του Σπύρου Σαγιά στο Kreport:
Τα ξενοδοχεία «Ξενία» κτίστηκαν από το 1951-1965 από τον Ε.Ο.Τ. και αντιπροσώπευαν την αντίληψη των δημιουργών τους για τη σύγχρονη τότε αρχιτεκτονική και την ανάδειξη περιοχών με ιδιαίτερη ομορφιά σε όλη τη χώρα.
Παράλληλα, το 1955 δημιουργείται το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ένα Φεστιβάλ Θεάτρου, Μουσικής και ευρύτερα πολιτιστικών εκδηλώσεων με ιδιαίτερη στόχευση την ανάδειξη της χώρας ως κέντρο πολιτισμού, της κλασικής αλλά και της σύγχρονης Ελλάδας, στην Ευρώπη και ευρύτερα.
Παρατηρούμε ότι ο σχεδιασμός αυτός στόχευε έναν τουρισμό υψηλής ποιότητας με χαρακτηριστικά υψηλής αισθητικής στις υποδομές («Ξενία») και του πολιτισμού ως βασικού χαρακτηριστικού της χώρας μας.
Η διεθνής απομόνωση της χώρας την περίοδο της δικτατορίας ώθησε του δικτάτορες σε δύο πολιτικές στοχεύσεις:
- Την προσέλκυση μεγάλου αριθμού τουριστών από το εξωτερικό με την κατασκευή από ιδιώτες με κρατική χρηματοδότηση, μεγάλων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων με στρατοκρατική αισθητική και
- Την οικιστική ανάπτυξη των αστικών κέντρων μετατρέποντας ιδίως την Αθήνα σε άναρχα κτισμένη τσιμεντούπολη πολυώροφων κτιρίων με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός κατά εκατομμύρια εσωτερικούς μετανάστες που συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα για ένα καλύτερο μεροκάματο στις οικοδομές κυρίως.
Παρά την ανατροπή του αρχικού σχεδιασμού της τουριστικής ανάπτυξης, η μαζική προσέλκυση τουριστών την δεκαετία του 1970 θεωρήθηκε ως μοχλός ανάπτυξης της περιφέρειας και ιδιαίτερα πολλών νησιών, τόσο με την οικοδομική δραστηριότητα όσο και με την κατανάλωση των τουριστών τη θερινή περίοδο. Δημιούργησε την ελπίδα ότι ο τουρισμός θα λύσει πολλά προβλήματα σε πολλές περιοχές.
Επειδή το παραγωγικό μοντέλο που επικράτησε ιδιαίτερα μετά το 2001 (συμμετοχή στην Ευρωζώνη) εκμηδένισε σταδιακά κάθε άλλη δευτεροβάθμια παραγωγική διαδικασία, ο τουρισμός αν και χαρακτηρίζεται ως παροχή υπηρεσιών του αποδόθηκε ο βαρυσήμαντος τίτλος της «Εθνικής Βιομηχανίας».
Δεν έγινε ποτέ όμως μέχρι τώρα μια συνολική οικονομοτεχνική μελέτη για την πραγματική οικονομική απόδοση της Τουριστικής Βιομηχανίας στα δημοσιονομικά έσοδα σε σχέση με τα εμφανιζόμενα έσοδα του κλάδου και για τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες στους πολίτες της χώρας σε πολλούς τομείς.
Η εκτίναξη του τουρισμού μετά την πανδημία και η ανάπτυξη του AIRBNB που εξυπηρέτησε τη ζήτηση χαμηλού κυρίως κόστους διακοπών, κατέστησαν φανερά τα προβλήματα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο του υπερτουρισμού, ο οποίος πάντοτε είναι χαμηλού κόστους και ο αληθινός αντίπαλος του υψηλής ποιότητας τουρισμού.
Το 2024 οι κλίνες AIRBNB στη χώρα μας ξεπέρασαν κατά πολύ το σύνολο των ξενοδοχειακών κλινών, οι οποίες ανέρχονται συνολικά σε 850.000, ενώ οι κλίνες AIRBNB υπερέβησαν το 1.000.000 με μεγάλη συγκέντρωση στην Αττική (55.000 δωμάτια, 120.000 κλίνες) όπως και σε άλλα αστικά κέντρα.
Μια δεύτερη παρατήρηση είναι πως το μοντέλο ανάπτυξης του τουρισμού των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε σε χαμηλής ποιότητας τουριστικό προϊόν, αφού 50% της ξενοδοχειακής δυναμικότητας είναι καταλύματα 3 αστέρων και κάτω, εάν δε προστεθούν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και μεγάλη πλειοψηφία των AIRBNB δωματίων, το συμπέρασμα είναι πως περισσότερο από 75% της τουριστικής υποδομής απευθύνεται σε low budget πελάτες.
Παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των τουριστών τα τελευταία χρόνια, η χώρα εμφανίζει διεύρυνση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών. Πρέπει να θυμηθούμε ότι οι τουρίστες δαπανούν ενέργεια (πετρέλαιο, βενζίνη, αέριο), τρόφιμα σε μεγάλο ποσοστό εισαγόμενα, δαπανούν νερό, δημιουργούν πίεση στις υποδομές και επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον.
Η απελευθέρωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης δημιούργησε, όχι μόνο στην Ελλάδα, επίσης μεγάλη κρίση στέγης, σε βάρος του πληθυσμού που αδυνατεί να βρει κατοικία είτε προς μίσθωση είτε προς αγορά, ενώ υποχρεώνεται να μετακινηθεί σε φτωχότερες περιοχές από εκείνες που ζούσε, να μεταναστεύσει οριστικά ή να περιθωριοποιηθεί συνολικά.
Τα τουριστικά επαγγέλματα, ιδιαίτερα τα εποχιακά πιέζονται από τις χαμηλές αμοιβές και σκληρές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στις περιοχές που εργάζονται, ιδιαίτερα στα νησιά.
Ο υπερτουρισμός και οι επιπτώσεις του δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, η Ελλάδα, όμως, είναι η μόνη ίσως χώρα που πανηγυρίζει για τα 32 εκατ. τουρίστες και τα 20 δισ. ευρώ τουριστικά έσοδα. Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι το 2009 είχαμε 12 εκ. αφίξεις περίπου και 11 δισ. έσοδα, δηλαδή 916,5 ευρώ ανά επισκέπτη, ενώ το 2023 είχαμε 32 εκ. επισκέπτες και 20 δισ. έσοδα, δηλαδή μόνο 625 ευρώ ανά επισκέπτη, μείωση 35% περίπου. Αν υπολογίσουμε το δημοσιονομικό και λοιπό κόστος διαβίωσης των 32 εκατ. έναντι 12 εκατ/ (αύξηση 300% σε μία δωδεκαετία) και τη μείωση των εσόδων κατά 35% ανά επισκέπτη, τότε θα γίνει φανερή η ζημιά στη χώρα (δημοσιονομικά) και στους πολίτες (βιωματικά) από αυτή την αύξηση.
Φέτος επίσης, ως αποτέλεσμα του υπερτουρισμού χαμηλού budget μειώνεται σημαντικά ο τουρισμός υψηλού εισοδήματος, όπως φαίνεται στα πεντάστερα ξενοδοχεία.
Η κατάσταση είναι πλέον warning. Λειψυδρία από την κλιματική αλλαγή και την υπερκατανάλωση, πρόβλημα διαχείρισης απορριμμάτων λόγω πολλαπλάσιας αύξησής τους, η κίνηση, η στάθμευση και όλες οι κοινόχρηστες παροχές παντού γίνονται προβληματικές.
Η ελπίδα ότι ο τουρισμός θα γίνει ο μοχλός ανάπτυξης της χώρας μετά τον εμφύλιο και ότι θα δώσει απασχόληση και εισόδημα, μετατρέπεται σε εφιάλτη για εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι αισθάνονται ν΄ απωθούνται από τον τόπο τους, τη γειτονιά τους και την πόλη τους και υποβαθμίζουν το βιοτικό τους επίπεδο λόγω κόστους αλλά και υπερφόρτισης των υποδομών.
Το κόστος των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και των καταλυμάτων στο σύνολο των τουριστικών προορισμών έχει διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ώστε να είναι απαγορευτικό για τα χαμηλά εισοδήματα των Ελλήνων. Σύμφωνα με έρευνες, το 50% των Ελλήνων πολιτών δεν έχει οικονομική δυνατότητα να πάει διακοπές έστω και για λίγες ημέρες. Την τελευταία 5ετία τα αεροπορικά εισιτήρια έχουν αυξηθεί, σχεδόν διπλασιασθεί, και τα εισιτήρια πλοίων έχουν αυξηθεί κατά 45% περίπου. Την ίδια ώρα στη χώρα μειώνεται σε σχέση με το 2009 ο μέσος κατά κεφαλήν πλούτος.
Από κοινωνική άποψη κανείς δεν μπορεί να είναι αντίθετος στην ύπαρξη φθηνών καταλυμάτων, ούτε στη δημιουργία εισοδήματος σε Έλληνες πολίτες από τη βραχυχρόνια μίσθωση.
Εκείνο όμως που είναι απαραίτητο, είναι μία πραγματική καταγραφή κόστους – οφέλους για τους Έλληνες πολίτες συνολικά από τον τουρισμό και ειδικότερα από AIRBNB και τη βραχυχρόνια μίσθωση, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα που λειτουργούν σε 12μηνη βάση. Π.χ. 120.000 κλίνες στη Αθήνα πόσα διαμερίσματα είναι, ποιοι είναι ιδιοκτήτες (μικροϊδιοκτήτες Έλληνες ή Κινέζοι κ.α. επενδυτές). Η επιδείνωση των συνθηκών στέγασης στα αστικά κέντρα δεν έχει περιθώρια επιδείνωσης, η κερδοσκοπία, και η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ανάγκη να αντιμετωπιστούν αμέσως.
Η Ελλάδα είναι από την ιστορία της η χώρα της φιλοξενίας και της υποδοχής επισκεπτών. Στη σύγχρονη εποχή η ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, το εκτεταμένο νησιωτικό σύμπλεγμα σε Αιγαίο και Ιόνιο, την καθιστούν προορισμό επισκεπτών απ΄ όλο τον κόσμο.
Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι ο τουρισμός ως δραστηριότητα, αλλά το πλαίσιο άσκησης της δραστηριότητας αυτής για μία βιώσιμη Τουριστική Ανάπτυξη με βασικούς άξονες την περιβαλλοντική προστασία, την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, παράλληλα τη λειτουργία των υποδομών, τη διατήρηση των πόρων, φυσικών και ανθρώπινων, σε επάρκεια. Η χώρα χρειάζεται ένα μοντέλο τουρισμού, όχι βιομηχανία, ανθρωποκεντρικό και επωφελές για τους πολίτες, όχι απειλητικό γι΄ αυτούς όπως διαμορφώθηκε στην πρόσφατη περίοδο.
Αναδημοσίευση από το Kreport (28.7.2024)