Γράφει ο Δημήτρης Τσίρκας*
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι – όπως κάθε πόλεμος – θέλουν δύο στρατόπεδα για να υπάρξουν. Το καθένα από αυτά είναι βέβαιο ότι έχει το δίκιο, την ηθική, την πρόοδο ή την επιστήμη με το μέρος του, και αποδίδει στο αντίπαλο την αντίδραση, την ηθική κατάπτωση, το αφύσικο, τον παραλογισμό, το απόλυτο κακό.
Στους πολιτισμικούς πολέμους δεν αναγνωρίζεται το παραμικρό δίκιο στον αντίπαλο, ούτε ενδιάμεσος χώρος – όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας. Είναι πόλεμοι ολοκληρωτικοί, δεν παίρνουν αιχμαλώτους.
Και είναι τέτοιοι διότι η αιτία τους δεν αντανακλάται στα επίδικά τους. Ο κοινωνικός διχασμός που εκδηλώνεται μέσω της αντιπαράθεσης woke (δικαιωματιστών), και αντί woke – φιλελεύθερων, αριστερών και alt right, ακροδεξιών, είναι ένας μετατοπισμένος διχασμός.
Αυτά που υπερασπίζεται το κάθε στρατόπεδο ως ιερά δεν απειλούνται πρωτίστως από το άλλο. Και αυτά που πιστεύει ότι ενσαρκώνει το κάθε στρατόπεδο, δεν είναι αυτά που πραγματικά ενσαρκώνει.
Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής – η οικογένεια, η κοινότητα, η θρησκεία – δεν απειλείται από τους δικαιωματιστές, από κάποια woke συνωμοσία, όπως υποστηρίζουν οι αντιδικαιωματιστές.
Απειλείται από ένα οικονομικό σύστημα που καταδικάζει την πλειονότητα των εργαζομένων να δουλεύει δύο και τρεις δουλειές μόνο και μόνο για να επιβιώσει.
Και που εξαναγκάζει τους νέους να μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα 40 γιατί δεν μπορούν να νοικιάσουν μια γκαρσονιέρα με τα 700 ευρώ μισθό που παίρνουν. Πώς άραγε θα κάνουν οικογένεια με αυτούς τους όρους;
Οι κοινότητες διαλύονται όταν τα εργοστάσια κλείνουν ή φεύγουν για το εξωτερικό και οι άνθρωποι μένουν χωρίς δουλειά.
Οι παραδοσιακές αξίες δεν απειλούνται από τη woke προπαγάνδα, συντρίβονται κυριολεκτικά κάτω από το βάρος της κουλτούρας του ηδονιστικού καταναλωτισμού που επιβάλλει το σύστημα για να πουλάει τα μαζικά προϊόντα του, σε μια συνθήκη που αποκλείει όλο και περισσότερο τους καταναλωτές από τα μέσα για να τα αγοράσουν.
Απειλούνται από τον ανελέητο ανταγωνισμό που συστηματικά προωθεί το ίδιο σύστημα, εξατομικοποιώντας τους παραγωγούς αυτών των προϊόντων, για να τους ελέγχει αποτελεσματικά, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι είναι καπιταλιστές του εαυτού τους που ανταγωνίζονται τους διπλανούς τους.
«Οι συνεχείς επαναστάσεις στην παραγωγή, η αδιάκοπη αναστάτωση όλων των κοινωνικών συνθηκών, η αιώνια αβεβαιότητα και κινητικότητα, ιδού τι διακρίνει την εποχή της αστικής τάξης από όλες τις προηγούμενες. Όλες οι παγιωμένες, καθηλωμένες στέρεες σχέσεις και οι ουραγοί τους, η συνοδεία τους από σεβάσμιες προκαταλήψεις, παραστάσεις και απόψεις, σαρώθηκαν· και όλες οι νεότευκτες απαρχαιώνονται προτού καν αποστεωθούν. Ό,τι ήταν στερεό εξαϋλώνεται, ό,τι ήταν ιερό βεβηλώνεται…»
Έγραφε κάποτε ένας Γερμανοεβραίος, με ανδρικό σις στρέητ, (όχι και τόσο) λευκό προνόμιο…
Οι δικαιωματιστές, από την άλλη, δεν απαιτούν απλώς ίσα δικαιώματα για όλους, πράγμα απολύτως θεμιτό και απαραίτητο.
Υπερασπίζονται στην πράξη, μια ιδεολογία του απόλυτου αυτοπροσδιορισμού, της αυτοπραγμάτωσης μέσω της ατομικής επιλογής της ιδιαίτερης ταυτότητας από ένα όλο και διογκούμενο καλάθι ταυτοτήτων – η αγγλική Wikipedia δίνει 108 ταυτότητες φύλου, μέχρι στιγμής – παράλληλα με το καλάθι των εμπορευμάτων που καθιστά εφικτή την πραγμάτωσή τους.
Υπερασπίζονται την απόλυτη υποστασιοποίηση των ταυτοτήτων, μέσα από τη ναρκισσιστική υποχώρηση της λίμπιντο στο Εγώ που εγκαλεί τα άτομα να αναζητούν στον εαυτό τους μια δήθεν βαθύτερη, κρυμμένη ουσία, απολύτως ιδιωτική, η οποία παραπέμπει ευθέως στην κυρίαρχη ιδεολογία του ηδονιστικού ατομικισμού.
Ουσία/ ταυτότητα, ωστόσο, την οποία οφείλουν να αναγνωρίσουν και να επικυρώσουν με θέρμη όλοι οι άλλοι, διαφορετικά «ακυρώνουν», διαγράφουν την ίδια τους τη ύπαρξη. Και αν δεν το κάνουν, θα πρέπει να παρέμβει το κράτος για να τους υποχρεώσει, με νόμους και ποινές να συμμορφωθούν.
Γιατί όταν η κοινωνία αποσυντίθεται σε μεμονωμένες μονάδες, μόνο το κράτος μπορεί να επιβάλλει μια εύθραυστη ενότητα από τα πάνω. Έτσι, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του ενός, εμφανίζεται ως επιβολή από την εξουσία στους άλλους, παράγοντας διαρκώς νέες συγκρούσεις και κατακερματισμό.
Επιπλέον, η αποδόμηση της οικογένειας, των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων ως εξουσιαστικών καταπιεστικών θεσμών (που είναι και τέτοιοι), δεν έφερε πιο ισότιμες και συμπεριληπτικές κοινωνικές σχέσεις και δομές, αλλά περισσότερη ιδιώτευση, μοναξιά και κατάθλιψη.
Η οικογένεια αντικαταστάθηκε από τα ζώα συντροφιάς και ο Θεός από τον ψυχαναλυτή – για όσους έχουν να πληρώσουν.
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι τόσο σφοδροί, τόσο ολοκληρωτικοί διότι το επίδικό τους ενέχει το στάτους του φετίχ: το τελευταίο πράγμα που βλέπουν οι εμπόλεμοι, για να μη δουν τα πραγματικά αίτια του κοινωνικού διχασμού και κυρίως, τη δική τους εμπλοκή σε αυτά.
Οι αντιδικαιωματιστές απωθούν το γεγονός ότι η μεγαλύτερη απειλή για τις αξίες που (υποτίθεται) πρεσβεύουν είναι το κεφάλαιο και το υπερασπίζονται με πάθος, στην πιο ανεξέλεγκτη, μάλιστα εκδοχή του.
Έτσι γίνονται τα πρόθυμα εργαλεία δισεκατομμυριούχων και πανίσχυρων θεσμών που είναι βασικοί υπεύθυνοι για τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος.
Αρκετοί βέβαια το κάνουν με το αζημίωτο, βγάζοντας λεφτά και χτίζοντας πολιτικές καριέρες. Πολλοί άλλοι καταλήγουν απλώς οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» του κεφαλαίου, που το υπερασπίζονται με πάθος μόλις ανεμίσει λίγο τη σημαία της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας.
Οι δικαιωματιστές, από τη μεριά τους, απωθούν το γεγονός ότι η ιδεολογία τους είναι η κυρίαρχη ιδεολογία, στη Δύση τουλάχιστον. Για διαφορετικότητα και συμπερίληψη μιλούν ο Μητσοτάκης, ο Μακρόν, η Κάμαλα Χάρις και όλοι πρακτικά οι δυτικοί ηγέτες.
Τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη έχουν κάνει πιπίλα τα τμήματα μάρκετινγκ και ανθρώπινου δυναμικού, όχι μόνο κάθε πολυεθνικής, αλλά πλέον κάθε εταιρείας με πάνω από 20 εργαζομένους. Και φυσικά, όλο το Χόλυγουντ.
Τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη διαφημίζουν ο αμερικανικός και ο ισραηλινός στρατός, ενόσω εξαϋλώνουν με τις έξυπνες βόμβες τους σκουρόχρωμα νομιστεράκια σε κάθε γωνιά της γης.
Απωθούν το γεγονός ότι στο Pride βαδίζουν δίπλα δίπλα με τον Αμερικάνο Πρέσβη και κάτω από τις φορτηγίδες της Vodafone και των Goody’s που γιορτάζουν τη διαφορετικότητα των εργαζομένων τους, «συμπεριλαμβάνοντάς» τους ισότιμα στο δεκάωρο ξεζούμισμα για 700 ευρώ.
Απωθούν τι σημαίνουν όλα αυτά για τους ηττημένους της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης που έχουν απέναντί τους τις πολιτικές και καπιταλιστικές ελίτ οι οποίες τους εκμεταλλεύονται στεγνά και ταυτόχρονα τους κουνούν το δάχτυλο για να γίνουν πιο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα, πιο συμπερηληπτικοί.
Κυρίως όμως απωθούν την ταξική τους θέση, το γεγονός πώς ανήκουν εξολοκλήρου στα μεσοστρώματα με το υψηλό μορφωτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο τα οποία στελεχώνουν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς (κρατικούς και ιδιωτικούς) και προωθούν την ίδια ιδεολογία που προωθούν τα δυτικά κράτη και οι εταιρείες.
Απωθούν, με δυο λόγια, ότι είναι μέρος των ελίτ – τα στελέχη των πανεπιστημίων, των διαφημιστικών, τω ιδρυμάτων, των τμημάτων μάρκετινγκ και HR των εταιρειών – η managerial (διοικητική) τάξη – που δεν έχουν καμία επαφή με τα λαϊκά στρώματα με τα οποία τους χωρίζει ιδεολογικό και πολιτισμικό χάσμα.
Οι δε ευγενείς σκοποί (ισότητα, διαφορετικότητα, συμπερίληψη) είναι πολλές φορές η σημαία ευκαιρίας, το όχημα με το οποίο προωθούν τις ακαδημαϊκές, επαγγελματικές και πολιτικές καριέρες τους.
Μέσω αυτών εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις για προγράμματα, δημιουργούν νέες ανάγκες για επιμορφώσεις και εκπαιδεύσεις σε σχολεία, δημόσιους οργανισμούς και εταιρείες τις οποίες καλύπτουν οι ίδιοι.
Και φυσικά, αυξάνουν το συμβολικό του κεφάλαιο και κατοχυρώνουν καλύτερες θέσεις στη δημόσια σφαίρα, ως ακούραστοι υπερασπιστές του δικαίου και των αναξιοπαθούντων, τις οποίες κάποιοι εξ αυτών θα εξαργυρώσουν αργότερα με μια θέση σε κάποιο ψηφοδέλτιο αριστερού κόμματος ή στο ΔΣ κρατικού φορέα ή Ινστιτούτου κ.ο.κ.
Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από εντεινόμενο εσωτερικό ανταγωνισμό, λόγω της υπερπαραγωγής τέτοιων μεσοστρωμάτων, τα οποία παλεύουν μεταξύ τους για όλο και λιγότερες θέσεις, με το ανάλογο στάτους και αμοιβές, όπως έχει αναλύσει ο Τούρτσιν.
Ανταγωνισμός που τους ωθεί διαρκώς σε όλο και πιο εκκεντρικές θέσεις για να ξεχωρίσουν ή να υπονομεύσουν τους ανταγωνιστές τους, ως ανεπαρκώς ευαίσθητους απέναντι στο δράμα των αναξιοπαθούντων. Η υπερπαραγωγή σωτήρων, φέρνει και την υπερπαραγωγή θυμάτων.
Εν ολίγοις, η «εξέγερσή» τους δεν γίνεται τόσο απέναντι στις ελίτ, αλλά απέναντι στις «καθυστερημένες» μάζες που δεν ακολουθούν τις ίδιες αξίες με αυτούς και κυρίως, δεν δέχονται την πεφωτισμένη ηγεσία τους.
Δεν αναγνωρίζουν, δηλαδή, το δικαίωμά τους να τους κυβερνούν, στο όνομα της επιστήμης, της αρετής και της προόδου, που με τόσο κόπο και προσωπικές θυσίες πιστεύουν ότι κέρδισαν.
Τα δύο στρατόπεδα των πολιτισμικών πολέμων είναι το ένα το αντεστραμμένο είδωλο του άλλου. Πολιτική των ταυτοτήτων κάνουν και τα δύο – ναι και οι αντιδικαιωματιστές, βάζοντας απλώς «συν» εκεί που οι δικαιωματιστές βάζουν «μείον», και το αντίθετο.
Οποία ειρωνεία για την νέα «εναλλακτική» δεξιά να καμώνεται ότι είναι ένα συντηρητικό κίνημα στην υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα καθόλα μεταμοντέρνο, ταυτοτικό κίνημα, χωρίς συνεκτικό πρόταγμα, το οποίο συγκροτείται σχεδόν εξολοκλήρου ως αντίδραση στους δικαιωματιστές
Τα ίδια μέσα χρησιμοποιούν – το δημόσιο ντρόπιασμα – την ακύρωση των αντιπάλων τους. Στο κράτος απευθύνονται και οι μεν και οι δεν να επικυρώσει το δίκιο τους και να τιμωρήσει τους αντιπάλους τους.
Σε παράλληλα καθεστώτα μετά-αλήθειας και σχετικοποιήσης ζουν – όχι βρε αμόρφωτοι πλεμπαίοι, δεν είναι ο Μυστικός Δείπνος, είναι το Συμπόσιο των Θεών, όχι ρε έκφυλοι θολοκουλτουριάρηδες, δεν είναι σβάστικα, είναι αρχαιοελληνικό ανεμιστηράκι…
Σε κάθε περίπτωση, το ένα στρατόπεδο είναι ο μεγαλύτερος εχθρός, αλλά και ο καλύτερος φίλος του άλλου.
Και τα δύο μαζί απολαμβάνουν το φετίχ τους, αυτό που τους επιτρέπει να μη βλέπουν την άβολη, πλην όμως, οργανική εμπλοκή τους σε ό,τι υποτίθεται, αντιμάχονται.