Σήμερα οι αγορές φαίνεται να ανακτούν μέρος των απωλειών τους, όμως η συνεχής πτώση τους τις προηγούμενες ημέρες με αποκορύφωμα το χθεσινό «ξεπούλημα», θα μπορούσε να μετατραπεί σε «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» που τελικά θα οδηγήσει σε ύφεση, προειδοποιούν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης DBRS.
Παρότι ο άμεσος αντίκτυπος αυτών των απότομων μειώσεων της αγοράς είναι περιορισμένος, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι το ξεπούλημα των μετοχών μετατρέπεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία που αναγκάζει τα επενδυτικά κεφάλαια να περικόψουν τις επενδύσεις τους και τους καταναλωτές να περιορίσουν τις δαπάνες τους, οδηγώντας σε περαιτέρω περικοπές και ύφεση, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης.
Οι παγκόσμιες αγορές άρχισαν να πέφτουν στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, με τον δείκτη Nikkei της Ιαπωνίας να υποχωρεί χθες Δευτέρα πάνω από 12% και ο δείκτης S&P 500 – που παρακολουθεί τη χρηματιστηριακή απόδοση 500 από τις μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ – να σημειώνει τη χειρότερή του απόδοση εδώ και δύο σχεδόν χρόνια.
Με τις μετοχές των εταιρειών τεχνολογίας και των τραπεζών να είναι αυτές που επλήγησαν σκληρότερα, η απότομη παγκόσμια πτώση ήρθε μετά από μια έκθεση που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή για τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ και παρουσίαζε στοιχεία πολύ πιο αδύναμα από τα αναμενόμενα και το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται στο 4,3%.
Η έκθεση προκάλεσε ανησυχίες για την κατάσταση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου και για το αν οδεύει προς την ύφεση, εγείροντας παράλληλα ερωτήματα σχετικά με το αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έκανε τελικά λάθος που δεν μείωσε τα επιτόκια όταν συνήλθε την περασμένη εβδομάδα.
Οι οικονομολόγοι της DBRS, θέλοντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, επισημαίνουν ότι τα οικονομικά στοιχεία μπορεί να υποδεικνύουν μια επιβραδυνόμενη οικονομία στις ΗΠΑ, η οποία όμως συνεχίζει να αναπτύσσεται, ενώ το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι κάτω από το λεγόμενο «φυσικό επίπεδο» του 4,4% που έχει ορίσει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
«Παρά τις απότομες μειώσεις των χρηματιστηρίων παγκοσμίως, εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι οι τράπεζες στις ΗΠΑ και σε άλλες μεγάλες αγορές είναι ανθεκτικές, με επαρκή αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας, ακόμη και αν η χρηματιστηριακή αγορά συνεχίσει να μειώνεται ή οι ΗΠΑ πέσουν σε ύφεση», καταλήγει η ανακοίνωση του οίκου αξιολόγησης.
Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι σήμερα οι περισσότερες τράπεζες των ΗΠΑ έχουν ελάχιστη έκθεση σε μετοχές στα χαρτοφυλάκια τίτλων και στους ισολογισμούς τους, ενώ την ίδια στιγμή τα στοιχεία για το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των ΗΠΑ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 αντανακλούν μια οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 2,8%.
Την περασμένη Παρασκευή το σήμα κινδύνου
Το έναυσμα για τις πτώσεις στα χρηματιστήρια σήμανε όμως η ιστορική κατάρρευση του ιαπωνικού χρηματιστηρίου: ο δείκτης Nikkei βυθίστηκε κατά 12,4% στη χειρότερη μέρα του από το 1987. Στην Ευρώπη, ο Euro Stoxx 50 υποχώρησε κατά 1,4%.
Η αρχή αυτής της καταιγίδας, ωστόσο, ενεργοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή με τη δημοσίευση των αδύναμων στοιχείων για την απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες . Τον Ιούλιο η χώρα δημιούργησε 114.000 θέσεις εργασίας, κάτω από τις 175.000 που ανέμενε η αγορά, και το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά δύο δέκατα, στο 4,3%. Δύο στοιχεία που προκάλεσαν σκωτσέζικο ντους για τους επενδυτές που θεωρούσαν ότι η κορυφαία οικονομία στον κόσμο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα υψηλά επιτόκια χωρίς να εισέλθει σε ύφεση. Τώρα οι ίδιοι επενδυτές φοβούνται ότι η απόφαση της Fed να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια μέχρι τον Σεπτέμβριο -όπως πρότεινε ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, στη συνεδρίαση του Ιουλίου-θα επιδεινώσει την οικονομική επιβράδυνση, τόσο πολύ που υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν αναγκαία την παρέμβαση .
Αν και οι αμφιβολίες σχετικά με τις εταιρείες τεχνολογίας έχουν ήδη αρχίσει να διαβρώνουν τα θεμέλια των κύριων δεικτών του κόσμου, τα τελευταία στοιχεία για την απασχόληση στις ΗΠΑ έχουν προκαλέσει αυτή την αβεβαιότητα να μετατραπεί σε χάος.
Ο κανόνας « Σαμ»
Την κατάσταση αυτή είχε προβλέψει πάντως η Αμερικανίδα οικονομολόγος Κλόντια Σαμ, προειδοποιώντας ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου είναι πολύ κοντά σε ύφεση, με βάση τον «κανόνα Σαμ», από το όνομά της.
Ο κανόνας αυτός λέει ότι η χώρα μπαίνει σε ύφεση όταν το μέσο ποσοστό ανεργίας τριών μηνών αυξάνεται κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ή περισσότερο, από το χαμηλότερο σημείο του το περασμένο έτος.
Αυτό το όριο ξεπεράστηκε όταν τα πρόσφατα στοιχεία της κυβέρνησης των ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι το ποσοστό ανεργίας είχε σκαρφαλώσει στο 4,3%, το υψηλότερο από τον Οκτώβριο του 2021. Τον Ιούλιο, ο κανόνας Σαμ έφτασε τις 0,53 μονάδες, όπως ανέφερε η Federal Reserve Bank του St Louis.
Αλλά γιατί ένας τόσο συγκεκριμένος κανόνας χρησιμεύει στην πρόβλεψη της ύφεσης; Ο λόγος είναι η λογική που περιέχει. Εάν η οικονομία βρίσκεται σε μια περίοδο όπου θα υπάρξουν διαδοχικές απολύσεις, αυτή η σπείρα έχει σαφή επίδραση στην οικονομία και δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από τη λογική της ύφεσης. Οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους ή φοβούνται μήπως τις χάσουν, και κατά συνέπεια μειώνονται οι καταναλωτικές δαπάνες, γεγονός που κάνει τις εταιρείες να κερδίζουν λιγότερα. Αυτή η κατάσταση οδηγεί τις εταιρείες σε απολύσεις, ένας βρόχος που καταλήγει να σημαίνει ότι η οικονομία εισέρχεται σε μια περίοδο συρρίκνωσης.
Ο κανόνας επιβεβαιώθηκε 8 φορές
Ο «κανόνας Σαμ» έχει επιβεβαιωθεί στις τελευταίες 8 υφέσεις, δηλαδή σε όλες αυτές που συνέβησαν στις ΗΠΑ από το 1960. Η μόνη φορά που δεν τηρήθηκε, το 1992, ήταν τους μήνες μετά την ύφεση στην οποία βρισκόταν η χώρα.
Μιλώντας στο πρόγραμμα Bloomberg Surveillance της τηλεόρασης του Bloomberg, η Σαμ, που τώρα είναι επικεφαλής οικονομολόγος της New Century Advisors, σχολίασε την απροσδόκητη αύξηση του ποσοστού ανεργίας στην έκθεση απασχόλησης του Ιουλίου, σημειώνοντας ότι αυτή η τάση είναι ιστορικά συνεπής με τα πρώτα στάδια μιας ύφεσης.
Όχι άμεσα μέτρα
Εν μέσω της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αυξανόμενου πανικού, η Σαμ συνέστησε να μην ληφθούν άμεσα μέτρα από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, τονίζοντας τη σημασία της διατήρησης της ηρεμίας. Επαίνεσε την αργή και εσκεμμένη προσέγγιση της Federal Reserve, σημειώνοντας ότι οι γρήγορες, συναισθηματικές αντιδράσεις θα ήταν επιζήμιες. Ωστόσο, ανέφερε επίσης ότι η Fed ίσως χρειαστεί να προσαρμοστεί με βάση τις οικονομικές αλλαγές και τις επιπτώσεις στις αγορές
Με το επιτόκιο αναφοράς της Fed επί του παρόντος μεταξύ 5,25% και 5,5%, η Αμερικανίδα οικονομολόγος πιστεύει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν σημαντική ευελιξία να ενεργήσουν εάν χρειαστεί. Σχετικά με τον κανόνα, ο ίδιος ο Τζερόμ Πάουελ μίλησε για αυτόν στη συνέντευξη Τύπου την περασμένη Τετάρτη, μετά τη συνεδρίαση στην οποία η Fed αποφάσισε να διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα: « Είναι μια στατιστική κανονικότητα, δεν είναι κανόνας που δείχνει ότι κάτι θα συμβεί κατά 100%.
Πάντως, τα απογοητευτικά αποτελέσματα από μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στις ΗΠΑ και τη Fed να είναι ήδη ανοιχτή σε μειώσεις επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο, έχουν προκαλέσει πραγματικό πανικό σε μια αγορά που έπρεπε να αφομοιώσει πολύ γρήγορα μια συνολική αλλαγή αφήγησης. Από μια ήπια προσγείωση έχουμε προχωρήσει στην ανάγκη για επιθετικές περικοπές για να αποφευχθεί μια ύφεση που φαίνεται όλο και πιο προκαθορισμένη. Είναι τόσο επείγον που έχει δημιουργηθεί που η συναίνεση του Bloomberg δίνει ήδη 60% πιθανότητα μείωσης των επιτοκίων σε έκτακτη συνεδρίαση.
Ο δείκτης φόβου
Ο λεγόμενος δείκτης φόβου, Vix, ο οποίος μετρά τι πληρώνουν οι επενδυτές για να προστατευθούν από τον κίνδυνο πτώσεων στη Wall Street, έχει διαπραγματευτεί πάντως σε ιστορικά πολύ χαμηλά επίπεδα. Ο δείκτης έχει εκτοξευθεί στις 42 μονάδες, επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί από την πανδημία του 2020.
Οι αναλυτές στρατηγικής της Citi αναγνωρίζουν ότι τις τελευταίες εβδομάδες «είχαμε δει αυξημένους κινδύνους σκληρής προσγείωσης, καθώς οι οικονομολόγοι μας πίστευαν ότι ο κανόνας Σαμ θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί σύντομα.
«Σε αυτή την περίπτωση, αποδεικνύεται ότι θα έπρεπε να ανησυχούμε λιγότερο για τις εκλογές και περισσότερο για τους αυξανόμενους κινδύνους μιας σκληρής προσγείωσης, πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είχαμε μειώσει ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο μετοχών», προειδοποιούν οι αναλυτές στρατηγικής της Citi.
Πηγή: CNBC, Naftemporiki