Γράφει ο Σωτήρης Ρούσσος*
Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου της Ισλαμικής Δημοκρατίας διαμορφώνονται δύο τάσεις στον τρόπο λήψης των αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής. Η μία είναι η πιο ριζοσπαστική και η άλλη η πραγματιστική.
Η ριζοσπαστική τάση εκπροσωπούνταν κυρίως από τους Αγιατολάχ Μονταζερί και Χαμενεΐ, οι οποίοι τάσσονταν υπέρ μιας εξωτερικής πολιτικής που θα στηρίζεται στη συμμαχία των μουσουλμανικών μαζών σε ολόκληρο τον κόσμο, στις στενές εταιρικές σχέσεις με μουσουλμανικά κράτη και στην άρνηση κάθε προσέγγισης με την Ουάσιγκτον. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής θεωρούσαν ότι ο καλύτερος τρόπος υπεράσπισης της Επανάστασης ήταν να περάσουν στην επίθεση, επεκτείνοντας την επιρροή της εκτός συνόρων. Ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ θα δηλώσει, ήδη από τη δεκαετία του 1980: «Εάν η Επανάσταση μείνει εντός των συνόρων του Ιράν, θα είναι ευάλωτη». Για την Ισλαμική Δημοκρατία το ριζοσπαστικό Ισλάμ έπαιζε το ρόλο που έπαιξε ο παναραβισμός για τη νασερική Αίγυπτο: ήταν μέσο προβολής της ιρανικής ισχύος στην περιοχή και ενίσχυσης της νέας ελίτ του καθεστώτος στο εσωτερικό.
Οι πραγματιστές, με κύριο εκπρόσωπό τους τον Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί, υποστήριζαν ότι το Ιράν μπορεί να διαδραματίσει ρόλο-κλειδί στη διεθνή σκηνή και έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο διεθνές εμπόριο, στους οικονομικούς δεσμούς και τις ομαλές πολιτικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Θεωρούσαν, μάλιστα, ότι στη μεταψυχροπολεμική εποχή η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έδινε σε χώρες όπως το Ιράν μεγαλύτερη ευελιξία σε ένα μη διπολικό σύστημα.
Οι δύο αυτές τάσεις ανταγωνίζονταν για την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής. Η πλευρά των πραγματιστών είχε τη λαϊκή υποστήριξη όποτε έγιναν σχετικά ελεύθερες εκλογές στο Ιράν, όπως στις περιπτώσεις της εκλογής των προέδρων Χαταμί (1997-2005) και Ρουχανί (2013-2021), αλλά και στην πρόσφατη εκλογή του προέδρου Πεζεσκιάν. Οι προσπάθειες όμως των πραγματιστών για μια πιο ευέλικτη, λιγότερο συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική ήρθαν αντιμέτωπες με τη σκληρή αντίθεση των Φρουρών της Επανάστασης και του συντηρητικού μέρους του ιερατείου, από τη μια πλευρά, και την υπονόμευσή της από την αμερικανική αδιαλλαξία και συμπόρευση της Ουάσιγκτον με τις βασικές επιλογές του Ισραήλ, από την άλλη. Η ελπίδα για πλήρη υπερίσχυση της πραγματιστικής γραμμής, που προήλθε από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, διαψεύστηκε γρήγορα με την απόφαση Τραμπ για αποχώρηση της Ουάσιγκτον από αυτήν, πράγμα που ενίσχυσε αποφασιστικά τα επιχειρήματα της ριζοσπαστικής άποψης.
Ο Πεζεσκιάν στην προεκλογική περίοδο είχε υποστηρίξει την προσέγγιση με τις γειτονικές αραβικές χώρες και την ειλικρινή και άμεση διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, ενώ έχει υπερασπιστεί σθεναρά τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα απέναντι στους ριζοσπαστικούς, που καταφέρονται εναντίον της. Η κυβέρνησή του προσπάθησε να διατηρήσει τον άτυπο διάλογο με τις ΗΠΑ μέσω του Ομάν και να αποφύγει την άμεση σύγκρουση με το Ισραήλ. Και οι δύο τάσεις στην ιρανική εξωτερική πολιτική συμφωνούσαν στην άποψη ότι η άμεση σύγκρουση με το Ισραήλ και την Αμερική είναι μια παγίδα για την ασφάλεια του Ιράν, και οι προσπάθειες της Τεχεράνης στοχεύουν στο να μην πέσει σε αυτή την παγίδα. Όμως η δολοφονία Νασράλα, σε συνδυασμό με τις δολοφονίες του Φουάντ Σουκρ και άλλων ηγετικών στελεχών, την καταστροφή του δικτύου ενδοεπικοινωνίας και πολλών εγκαταστάσεων εκτόξευσης πυραύλων της Χεζμπολάχ, καθώς και την «προαναγγελία» χερσαίας επιχείρησης του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο, οδήγησαν και πάλι στην ισχυροποίηση της ριζοσπαστικής πλευράς. Σύμφωνα με αυτή, χωρίς τη Χεζμπολάχ, όλη η επιρροή του Ιράν, από το Ιράκ ως τη Μεσόγειο, κινδυνεύει σοβαρά. Έτσι, παρά την αρχική δήλωση του Ανώτατου Θρησκευτικού Ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ ότι η Χεζμπολάχ θα αποφασίσει τον τρόπο και το χρόνο της απάντησης στη δολοφονία του Νασράλα και τα υπόλοιπα μέρη του «άξονα της αντίστασης» θα σταθούν στο πλευρό της, το Ιράν προέβη στη δεύτερη και πολύ πιο σοβαρή πυραυλική επίθεση.
Στη δεκαετία του 1990 διαμορφώθηκαν στο Ισραήλ δύο βασικές σχολές σκέψης. Η μία εκφραζόταν από τους Γιτζάκ Ράμπιν και Σιμόν Πέρες και υποστήριζε ότι η στρατιωτική και οικονομική ισχύς του Ισραήλ μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνίες ειρήνης με τους Παλαιστινίους και τη Συρία στη βάση της ανταλλαγής «γη για ειρήνη», όπως έγινε το 1978 με τη συμφωνία ειρήνης με την Αίγυπτο. Η άλλη εκφραζόταν από τη Δεξιά, ιδίως από think tanks και τον ανερχόμενο τότε Νετανιάχου, και απέρριπτε οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους Παλαιστινίους και τα αραβικά κράτη. Βασικό δόγμα της είναι ότι το Ισραήλ θα πρέπει να αντιδρά σε κάθε επιθετική ενέργεια με ένα ανταποδοτικό χτύπημα τόσο ισχυρό, που θα παραλύει τον αντίπαλο και θα τον «εκπαιδεύει» στην αντίληψη ότι οποιαδήποτε σύγκρουση με το Ισραήλ είναι καταστροφική. Σύμφωνα με τη γραμμή αυτή, δεν υπάρχει κανένας λόγος για διαπραγματεύσεις και συμβιβασμό με τους Παλαιστινίους, τα αραβικά κράτη και το Ιράν. Το Ισραήλ θα πρέπει να είναι έτοιμο να διεξάγει έναν πόλεμο κάθε έξι με δέκα χρόνια, μέχρις ότου τα γειτονικά κράτη αποδεχθούν όχι μόνο την παρουσία αλλά και τις εδαφικές αξιώσεις του, ακόμη και αν αυτές οδηγούν σε απαρτχάιντ ή εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων. Η ιδεολογική και πολιτική κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, η δημογραφική και πολιτική άνοδος του εβραϊκού φονταμενταλισμού και η χωρίς όρους και προϋποθέσεις αφειδώλευτη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ κατέστησαν τη σκληρή απορριπτική γραμμή ηγεμονική στην ισραηλινή κοινωνία.
Σήμερα, ισραηλινά think tanks της Δεξιάς υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι η γεωπολιτική συγκυρία είναι ευνοϊκή για το ξεκαθάρισμα όλων των απειλών. Με βάση αυτά τα δεδομένα, δημιουργείται έντονη ανησυχία για νέα ισραηλινή επιχείρηση εναντίον του Ιράν. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και η Ιορδανία ανησυχούν πολύ για ανεξέλεγκτη σύγκρουση στην περιοχή. O Μπάιντεν δεν μπορεί να αποξενώσει το εβραϊκό λόμπι ή τους χρηματοδότες και τα ΜΜΕ που αυτό επηρεάζει. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να πιέσει το Ισραήλ με πειστικό τρόπο, αναστέλλοντας δηλαδή τη ροή της στρατιωτικής βοήθειας, ακόμη κι αν το ήθελε. Το μήνυμα που στέλνει το Ισραήλ είναι ότι αυτό θέτει τις στρατηγικές προτεραιότητες στη Μέση Ανατολή και όχι η Ουάσιγκτον. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια εικόνα αδυναμίας της Ουάσιγκτον στις αραβικές πρωτεύουσες και στην Τεχεράνη, αυξάνοντας την ανασφάλεια και μειώνοντας κατά πολύ τη δυνατότητα πρόβλεψης.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων & Θρησκείας στη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ
Πηγή: ΕΝΑ