του Hal Brands*
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πηγαίνει καλά για τα καλά παιδιά. Η Ουκρανία χάνει στο ανατολικό μέτωπο, με τις δυνάμεις της να πάσχουν τόσο σε ανθρώπινο προσωπικό όσο και σε εξοπλισμό. Η θερινή διείσδυση σε ρωσικό έδαφος συζητήθηκε πολύ, αλλά δεν άλλαξε την πορεία των συγκρούσεων. Τα πλήγματα σε ρωσικό έδαφος έχουν ενδιαφέρον, αλλά προκαλούν αμηχανία στη Δύση. Το λεγόμενο «σχέδιο νίκης» του Κιέβου, που περιλαμβάνει πίεση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, δεν χαίρει ιδιαίτερης αμερικανικής υποστήριξης.
Όσο τα αδιέξοδα εντείνονται, τόσο αυξάνεται η πίεση στην Ουάσινγκτον για μια διευθέτηση με διαπραγματεύσεις. Το πιο απλό είναι το σχέδιο του Τραμπ: να καθίσει στο ίδιο τραπέζι τον Πούτιν και τον Ζελένσκι και να τους απειλήσει με συνέπειες αν ο πόλεμος δεν λάβει τέλος. Είναι βέβαιο ότι μια διακοπή της αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία θα τη γονάτιζε. Είναι λιγότερο βέβαιο αν η απειλή της αύξησης της βοήθειας θα φόβιζε τον Πούτιν, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο Τραμπ διαμαρτύρεται εδώ και χρόνια για το πόσο κοστίζει η υπάρχουσα βοήθεια.
Ο Τραμπ φαίνεται να πιστεύει ότι η Ουκρανία θα αποδεχθεί την απώλεια των κατεχομένων εδαφών της (ίσως με αντάλλαγμα ένα μέρος των εδαφών που έχει καταλάβει στη Ρωσία) και θα συμφωνήσει σε περιορισμένες σχέσεις με τη Δύση, με αντάλλαγμα μια κατάπαυση του πυρός που θα κρατήσει όσο θέλει ο Πούτιν.
Μια δεύτερη προσέγγιση, που υποστηρίζεται από κύκλους της εθνικής ασφαλείας των Δημοκρατικών, είναι πιο ρεαλιστική. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να βοηθούν την Ουκρανία να υπερασπίζεται το έδαφός της, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή το τίμημα των ρωσικών επιθέσεων θα γίνει απαγορευτικό. Αν εκλεγεί η Κάμαλα Χάρις, μπορεί να προωθήσει ένα νέο πακέτο βοήθειας προς την Ουκρανία για να δείξει στον Πούτιν ότι δεν μπορεί να νικήσει τη Δύση. Ίσως τότε η Ουκρανία και η Δύση να μπορέσουν να ασκήσουν διπλωματία από θέση ενότητας και ισχύος.
Όμως κι αυτή η προσέγγιση έχει αδυναμίες. Αν η υποστήριξη που παρέχει μέχρι σήμερα η Ουάσινγκτον δεν έχει αποφέρει καρπούς, γιατί θα αλλάξει κάτι με μια στρατηγική που βασικά είναι μία από τα ίδια; Ο Πούτιν δεν μπορεί βέβαια να αντέξει για πάντα μεγάλες απώλειες ανδρών και όπλων, αλλά ο πληθυσμός της Ρωσίας είναι τετραπλάσιος από εκείνον της Ουκρανίας, οπότε ο στρατός του Ζελένσκι θα εξαντληθεί πριν από εκείνον του Πούτιν.
Η αντίφαση σήμερα είναι η ίδια μ’ εκείνη που είχε παρατηρηθεί στην αρχή του πολέμου: η Ουάσινγκτον θέλει να νικήσει η Ουκρανία, την ίδια στιγμή όμως θέλει και να περιορίσει την αμερικανική ανάμιξη.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να έχουμε πάντα αυτό που θέλουμε. Πολλοί πιστεύουν σήμερα ότι ένα ειρηνευτικό σχέδιο θα μείωνε το κόστος και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ υποστηρίζοντας την Ουκρανία. Η επίτευξη όμως μιας συμφωνίας που δεν θα ισοδυναμεί με παράδοση ίσως να ενέχει μεγαλύτερο κόστος και κινδύνους για τις ΗΠΑ σε σχέση με σήμερα. Ο Πούτιν το γνωρίζει. Μια συμβιβαστική γλώσσα από τη χώρα που επέμενε πάντα ότι ο Ρώσος πρόεδρος πρέπει να ηττηθεί και να ανατραπεί, θα τον έπειθε ότι τα πράγματα πάνε όπως τα θέλει. Ο Πούτιν θα μπορούσε λοιπόν να απαντήσει σε μια ειρηνευτική πρωτοβουλία θέτοντας μαξιμαλιστικούς στόχους, ενώ την ίδια στιγμή οι δυνάμεις του θα συνεχίσουν να βομβαρδίζουν.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε μια τέτοια πρωτοβουλία, εφόσον θεωρεί ότι η αποκλιμάκωση θα τον βοηθήσει να νικήσει σε μεταγενέστερο στάδιο. Αν νικήσει ο Τραμπ, άλλωστε, η Αμερική θα χάσει πολύ σύντομα το ενδιαφέρον της για την Ουκρανία.
Μια ειρηνευτική συμφωνία λοιπόν, καλή ή κακή για την Ουκρανία, δεν θα φέρει μια οριστική επίλυση της κρίσης. Ο Πούτιν δεν έχει εγκαταλείψει την επιδίωξη να κάνει την Ουκρανία προτεκτοράτο του. Μια κατεστραμμένη Ουκρανία δεν θα μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Καμιά συμφωνία λοιπόν δεν θα λειτουργήσει αν η Δύση δεν παράσχει στην Ουκρανία τις εγγυήσεις ασφαλείας και τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που απαιτούνται για να πειστεί ο Πούτιν ότι η συνέχεια του πολέμου είναι μάταιη.
(*) O Χαλ Μπραντς είναι αρθρογράφος του Bloomberg
(Πηγή: Bloomberg)