Του Αντώνη Λιάκου*
Κεντρική ιδέα στο βιβλίο των Ατσέμογλου και Ρόμπινσον «Γιατί τα έθνη αποτυγχάνουν» είναι ότι παρά τους περιορισμούς κουλτούρας, ιστορίας και γεωγραφίας, οι συμπεριληπτικοί θεσμοί που εξασφαλίζουν πλατύτατη συμμετοχή των πολιτών και επιστροφή των πόρων στην κοινωνία, προωθούν καλύτερα την ανάπτυξη και την ευημερία, από εκείνους που όπου μια ελίτ νέμεται εξουσία και ιδιοποιείται πόρους. Υποστηρίζουν ότι υπάρχουν κρίσιμες συγκυρίες στη ζωή των κρατών που μπορεί να συμβεί αυτό. Δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί την Ελλάδα με τους όρους αυτούς, και μάλιστα στα πενήντα χρόνια μιας κρίσιμης συγκυρίας, της Μεταπολίτευσης.
Και στην επέτειο αυτή, όπως και το 2021, στα 200 χρόνια του ελληνικού κράτους, περίσσεψαν τα αυτοεγκωμιαστικά λόγια. Η Ελλάδα απόλαυσε επί μισόν αιώνα, αδιατάρακτη και πρωτόγνωρη ελευθερία. Δεν είναι λάθος αυτό, αλλά το ζήτημα δεν είναι να συγκρίνεις τη σύγχρονη Ελλάδα με εκείνη της εποχής του Εθνικού Διχασμού και του Εμφυλίου. Είναι μια άλλη κοινωνία, διαφορετική με όρους δημογραφικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς και πολιτικούς. Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία και την Πορτογαλία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άλλαξε ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία διεξάγονται οι αγώνες εξουσίας. Ούτε είναι λάθος ότι υπάρχει πρωτόγνωρη ελευθερία λόγου και έκφρασης. Δεν συνιστούν έκπληξη αυτά. Το ζήτημα είναι αν η Ελλάδα απέκτησε σε αυτά τα χρόνια σοβαρούς θεσμούς, συμπεριληπτικούς. Θεσμούς που γίνονται σεβαστοί και δεν εργαλειοποιούνται ευκαιριακά ή παρακάμπτονται, που εξασφαλίζουν την συμμετοχή των πολιτών και δεν σφετερίζονται τη θέλησή τους, θεσμούς στους οποίους η λήψη των αποφάσεων βρίσκεται κοντά στους πολίτες που αφορούν, και στις οποίες συμβάλουν με τις ιδέες τους. Με δυο λόγια, δημιούργησε η Μεταπολίτευση θεσμούς που άλλαξαν τη δομή της εξουσίας;
Η απάντηση είναι αρχικά ναι. Η εξουσία στην προ του 1967 Ελλάδα μοιραζόταν ανάμεσα στην κυβέρνηση, στα Ανάκτορα, στον στρατό και στον ξένο παράγοντα. Μετά το 1974 η Ελλάδα απέκτησε μια νέα δομή εξουσίας. Και μάλιστα μετά το 1981 η ένταξη στην ΕΕ εισήγαγε τη χώρα σε ένα πλαίσιο όπου το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο πρέπει να εναρμονίζονται. Στο εσωτερικό της χώρας, εμφανίστηκαν νέα πλέγματα εξουσίας, συγκεντρωτικής και αδιαφανούς, συμπεριληπτικής, όχι ως προς τη συμμετοχή των πολιτών, αλλά ως προς την αλληλοσύνδεση των πόλων και των τομέων που ασκούνταν. Αλλά συμπεριληπτικούς θεσμούς με τον τρόπο που τους προσδιορίζουν οι δυο νομπελίστες συγγραφείς, δηλαδή θεσμούς με συμμετοχή των πολιτών, με αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων, οι οποίοι εξασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες, ενθαρρύνουν την πρωτοβουλία και την ανανέωση και κυρίως δημιουργούν έναν κόμβο θετικής διάδρασης ανάμεσα στους πολίτες και στην διακυβέρνηση, δεν αποκτήσαμε.
Συντάχθηκε στην πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης ένα από τα δημοκρατικότερα συντάγματα. Κατέληξε έπειτα από αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, όπου ο πρωθυπουργός ελέγχει στην πράξη και τον χρόνο των εκλογών, και με λίγο συνθετότερους υπολογισμούς, και το εκλογικό σύστημα που θα διεξαχθούν. Το κοινοβούλιο εκλέγεται για τέσσερα χρόνια, αλλά εξαρτάται από τη βούληση του πρωθυπουργού ο χρόνος ζωής του. Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα αντανακλάται στο αρχηγοκεντρικό σύστημα των κομμάτων, που υποτίθεται ότι θα ήταν οι κατεξοχήν θεσμοί που αφουγκράζονται τη βάση, επινοούν και ενθαρρύνουν νέες μορφές συμμετοχής.
Ένα από τα παραδείγματα της αντιπαραβολής περίσσειας λόγων για τη δημοκρατία και φτωχών αποτελεσμάτων είναι η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του ΠΑΣΟΚ. Πού είναι το «Συμβόλαιο με το Λαό», που είναι η ισχυρή αυτοδιοίκηση ως δεύτερη βαθμίδα της εξουσίας, πού είναι ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους που ρητά ζητούσε, πού είναι όσα υποσχόταν για την παιδεία, για την υγεία, για τον εκδημοκρατισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι τα ισχυρά εργατικά συνδικάτα και αγροτικοί συνεταιρισμοί; Πολλά και σημαντικά συντελέστηκαν στη δεκαετία του 1980 που βυθίστηκε στα σκάνδαλα του 89, αλλά θεσμοί δεν χτίστηκαν. Θυσιάστηκαν στο βωμό της κομματικής επικράτησης.
Η περίοδος του εκσυγχρονισμού ήταν κατεξοχήν η περίοδος στην οποία το αίτημα ήταν η θεσμική προσαρμογή της Ελλάδας στην ΕΕ. Έγιναν φυσικά προσπάθειες κατάλληλης προσαρμογής. Αλλά εκτός από την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, η οποία ήταν αναγκαστική για την είσοδο στην οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης, πού είναι οι υπόλοιποι θεσμοί οι οποίοι εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ευημερία και την ευνομία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες; Πού είναι η ανάπτυξη του δημόσιου τομέα που θα εξυπηρετούσε τους πολίτες;
Οι θεσμοί συνοδεύονται με τις υποδομές. Είναι στον αέρα οι θεσμοί χωρίς τις κατάλληλες υποδομές, και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας οι υποδομές χωρίς την πλαισίωσή τους από θεσμούς. Ποιοι αποφασίζουν για την δημιουργία, τη λειτουργία και την ανανέωσή τους; Επομένως κάθε φορά που γίνεται λόγος για θεσμούς πρέπει να γίνεται και λόγος για υποδομές και αντίστροφα. Οι σύγχρονες κοινωνίες δεν είναι άθροισμα ατόμων. Χωρίς υποδομές και θεσμούς η συμβίωση, η ανθεκτικότητα και η ευημερία μιας κοινωνίας είναι λόγια στον αέρα. Και στις υποδομές περιλαμβάνονται και οι συγκοινωνίες και οι επικοινωνίες, o ηλεκτρισμός, το διαδίκτυο, το αποχετευτικό δίκτυο, η υδροδότηση, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, η διευθέτηση του δημόσιου χώρου κ.ο.κ.
Και αν δούμε τα ζητήματα από αυτή την οπτική, δηλαδή τη σχέση θεσμών και υποδομών, τα πράγματα είναι δραματικά. Με δυο λόγια, αν είχαμε σοβαρούς θεσμούς δεν θα είχαμε συγκάλυψη των υποκλοπών, αν είχαμε σοβαρές υποδομές δεν θα είχαμε Τέμπη, αν είχαμε σοβαρούς ελέγχους δεν θα κάλπαζε η ακρίβεια και η πλεονεξία, δεν θα είχαμε κατάρρευση των νοσοκομείων και πολλά άλλα. Πολλά θα είχε να πει κανείς, σταματώ εδώ, λόγω του διαθέσιμου χώρου, με μια τελευταία φράση. Αντί εγκωμιασμών, η Μεταπολίτευση θα ήταν καλύτερα να αποτελέσει μια αφετηρία κριτικής για τους θεσμούς που δημιούργησε. Πολυλογία; Ναι. Σοβαροί θεσμοί; Όχι.
*Ιστορικός
(Κυριακάτικο Βήμα)