Η δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ κινείται σε μη βιώσιμη τροχιά και είναι χειρότερη από εκείνη πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό διαπιστώνει η Berenberg Bank κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου.
Σύμφωνα με τον γερμανικό επενδυτικό οίκο, η κατάσταση θα γίνει χειρότερη είτε κερδίσει τις εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ ή η Κάμαλα Χάρις, ενώ το αποτέλεσμα θα είναι, τελικά, η απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών και μια «απεργία αγοραστών» στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, που θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να αλλάξουν πορεία. Παρόλα αυτά, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ώρα της κρίσης δεν θα έρθει άμεσα.
Όπως σημειώνει η Berenberg Bank, επικαλούμενη τα στοιχεία του πρόσφατου Fiscal Monitor του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα αυξηθεί από το 121% του ΑΕΠ το 2024 στο 131,7% το 2029. Πρόκειται για αύξηση πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που αναμένεται στη Βρετανία (από το 101,8% στο 108,3%) ή στην Ευρωζώνη (από το 88,1% στο 89%).
Ο λόγος; Ενώ στην Ευρωζώνη πολλές χώρες παραβιάζουν τους δημοσιονομικούς κανόνες και στη Βρετανία κάθε νέος υπουργός Οικονομικών προσαρμόζει τους δημοσιονομικούς κανόνες όπως τον βολεύει, στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν καθόλου δημοσιονομικοί κανόνες.
Τα νούμερα είναι σοκαριστικά: Το αμερικανικό χρέος έχει ξεπεράσει τα 34 τρισ.δολάρια αφού αυξάνεται κατά 1 τρισ. κάθε 100 ημέρες και μέσα σε τέσσερα χρόνια προσέθεσε 11 τρισ., το αμερικανικό δημόσιο πληρώνει ημερησίως 2 δισ.δολάρια για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και κάθε Αμερικανός βαρύνεται με χρέος 100.000 δολαρίων. Και όλα αυτά μέσα σε μία παγκόσμια «φούσκα» χρέους, που έχει φθάσει στο δυσθεώρητο ύψος των 313 τρισ.δολαρίων, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών (ΙΙF). To 55% της αύξησης του παγκόσμιου χρέους προέρχεται από ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία. Επόμενο είναι όλο αυτό το χρέος να ανατροφοδοτεί τις πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και αντιστρόφως, δημιουργώντας έναν «φαύλο κύκλο» που έχει ως σταθερά τον αμφιλεγόμενο «δεσμό τραπεζών – κρατικού χρέους».
Σαφώς, το αμερικανικό χρέος βρίσκεται εκτός ελέγχου και αυτό που σώζει ακόμη την κατάσταση είναι η συνεχής κοπή νέου χρήματος και ο ακατάσχετος δανεισμός στις αγορές, που όμως υπονομεύουν την αξία του δολαρίου. Την ίδια στιγμή, το έλλειμμα προϋπολογισμού των ΗΠΑ ανήλθε πέρυσι στα 1,7 τρισ.δολάρια ή στο 6,3% του ΑΕΠ και εάν συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό θα ξεπεράσει στα τέλη του έτους τα 2 τρισ.δολάρια. Οι καθαρές πληρωμές τόκων για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους έχουν ξεπεράσει τα 600 δισ.δολάρια και το πρωτογενές έλλειμμα θα υπερβεί για πρώτη φορά το επίπεδο των 1 τρισ.δολαρίων. Οι αριθμοί αυτοί σημαίνουν ότι εάν οι ΗΠΑ ήταν μία χώρα της Ε.Ε. θα βρισκόταν σε μνημόνιο και σε πολύ αυστηρή επιτήρηση. Μοιάζει με «ωρολογιακή βόμβα» έτοιμη να εκραγεί, καθώς, εάν το ομοσπονδιακό χρέος συνεχιστεί με αυτούς τους ρυθμούς, τότε σε 20 χρόνια θα φθάσει το 200% του αμερικανικού ΑΕΠ από περίπου 115% σήμερα.
Τραμπ ή Χάρις;
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της US Committee for a Responsible Federal Budget, οι προεκλογικές δεσμεύσεις της Κάμαλα Χάρις θα ανέβαζαν τον δείκτη του χρέους κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον από το κεντρικό σενάριο σε βάθος 10ετίας, ενώ το πρόγραμμα του Ντόναλντ Τραμπ θα πρόσθετε 17 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον στο χρέος στην ίδια περίοδο.
Όπως επισημαίνει η Berenberg Bank, η αμερικανική δημοσιονομική πολιτική βρίσκεται ήδη σε μη βιώσιμη τροχιά, ενώ οι αλλαγές που προωθεί η Χάρις, και πολύ περισσότερο εκείνες που προτείνει ο Τραμπ, απλά θα επιδεινώσουν τις προοπτικές.
«Οι μη βιώσιμες πολιτικές δεν μπορούν και δεν πρόκειται να συνεχιστούν για πάντα», τονίζουν οι αναλυτές του οίκου. Και αυτό γιατί εκτός και εάν οι ΗΠΑ αλλάξουν πορεία (δεν υπάρχει διάθεση για κάτι τέτοιο σε κανένα πολιτικό στρατόπεδο), τελικά η εμπιστοσύνη των επενδυτών θα χαθεί. Μια «απεργία των αγοραστών», που θα προκαλέσει εκτίναξη στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και πτώση του δολαρίου, θα αναγκάσει τελικά την Ουάσιγκτον να αλλάξει δρόμο, πιθανώς με σοβαρές συνέπειες και εκτός των ΗΠΑ.
Για να μειωθεί, χρειάζονται δραστικά μέτρα, κάτι που δεν είναι ωστόσο εφικτό με ένα Κογκρέσο άκρως διηρημένο ως προς τις πολιτικές γραμμές. Οι Ρεπουμπλικάνοι που ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων ζητούν βαθιές περικοπές για τη μείωση των ελλειμμάτων, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζουν τι ακριβώς θα περικόψουν, ενώ οι Δημοκρατικοί που ελέγχουν τη Γερουσία τάσσονται υπέρ περισσότερων δαπανών, ρίχνοντας το βάρος στην αύξηση των φόρων προς επιχειρήσεις και πλουσίους. Το Bloomberg Economics σημειώνει ότι ενδεχομένως να χρειαστεί μία κρίση για να ληφθούν επιτέλους αποφασιστικά μέτρα: είτε μία άτακτη κατάρρευση των τιμών κρατικών ομολόγων μετά από μία νέα πιθανή υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ, είτε εξάντληση των κεφαλαίων στα βασικά προγράμματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και κοινωνικής ασφάλισης.
Όμως, σύμφωνα με την ανάλυση του οίκου, η ώρα της κρίσης δεν πλησιάζει ακόμα, εκτός βέβαια και εάν υπάρξουν μεγάλες υπερβολές στη δημοσιονομική πολιτική.
Πότε θα ξεσπάσει η κρίση;
Πρώτον, σημειώνει η Berenberg, το ύψος του χρέους που μπορεί να βαραίνει μια χώρα αυξάνεται όσο αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημά της. Οι φτωχές χώρες βυθίζονται σε κρίσεις χρέους ευκολότερα, ακόμα και εάν εμφανίζουν χαμηλότερους δείκτες χρέους. Οι ΗΠΑ έχουν υψηλό και αυξανόμενο κατά κεφαλήν εισόδημα, που ξεπερνά το αντίστοιχο της Ευρωζώνης κατά 42% και της Βρετανίας κατά 27%. Επομένως, έχουν περισσότερο δημοσιονομικό χώρο.
Δεύτερον, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα παραμένουν το απόλυτο ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο στον κόσμο. Σε καιρούς γεωπολιτικών εντάσεων, οι επενδυτές αναζητούν ακόμα περισσότερο ένα ασφαλές καταφύγιο. Την τελευταία φορά που οι «τιμωροί» των ομολόγων (vigilantes) στράφηκαν κατά των ΗΠΑ, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για τα ασφαλή καταφύγια. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο κόσμος έμοιαζε ασφαλής υπό την Pax Americana. Η ειρωνεία είναι, σημειώνουν οι αναλυτές, ότι εάν ο Τραμπ πυροδοτήσει γεωπολιτικές εντάσεις, οι επενδυτικές εισροές προς τις ΗΠΑ (λόγω της αναζήτησης ασφαλών καταφυγίων), θα του έδιναν ακόμα περισσότερο δημοσιονομικό χώρο, τουλάχιστον για ένα διάστημα.
«Εάν κάτι δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί, σταματά»
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κόσμος αλλάζει. Η Κίνα και άλλες αναδυόμενες αγορές περιορίζουν ολοένα και περισσότερο τον ρόλο του δολαρίου στις εμπορικές συναλλαγές τους, στη διασυνοριακή χρηματοδότηση και στα συναλλαγματικά τους αποθέματα. Οι ξένοι αγοραστές συρρικνώνουν σταθερά το μερίδιο της αγοράς ομολόγων των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να δοκιμάζεται πλέον η όρεξη των εγχώριων αγοραστών για αμερικανικό χρέος. Και ενώ η ζήτηση για τους αμερικανικούς τίτλους υποστηρίζεται τελευταίως από τις προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων από τη Fed, αυτή η δυναμική δεν θα είναι πάντα στο παιχνίδι.
Ο Χέρμπερτ Στάιν – επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 – παρατήρησε ότι «αν κάτι δεν μπορεί να συνεχίζεται για πάντα, θα σταματήσει». Εάν οι ΗΠΑ δεν βάλουν τα δημοσιονομικά τους σε τάξη, ένας μελλοντικός πρόεδρός τους θα επιβεβαιώσει την αλήθεια αυτού του ρητού. Και εαν η εμπιστοσύνη σε ένα από τα πιο ασφαλή ενεργητικά του πλανήτη του εξαντληθεί, όλοι θα υποστούν τις συνέπειες.
Με τον Τραμπ να θεωρείται τώρα το φαβορί για τις –αρκετά αμφίρροπες- εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, η Berenberg Bank προειδοποιεί ότι με τον Ρεπουμπλικάνο στον Λευκό Οίκο, τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και οι υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων θα επιδείνωναν τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προκλήσεις των ΗΠΑ.