Για όσους τον αγάπησαν, η έμπνευση του τίτλου οφείλεται στον ίδιον και τα Χειρόγραφά του, τον υπέροχο άνθρωπο και ποιητή Τάσο Λειβαδίτη.
Γράφει η Φωτεινή Τομαή*
Έχει σημασία άραγε να στεκόμαστε, όταν κρίνουμε το έργο κάποιου, πόσο πραγματικά αληθινός άνθρωπος υπήρξε ή και ζει ανάμεσά μας; Ψηφίζω, ναι. Δεν μπορώ όμως να κρύψω την ανακούφιση που μου προσέφερε σε μια τελευταία μας κατ’ ιδίαν συζήτηση σπουδαία Ελληνίδα, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, όταν την άκουσα να μου λέει ότι η ίδια έχει μάθει να ξεχωρίζει το έργο από τον δημιουργό που το εμπνεύστηκε αναγνωρίζοντας τις όποιες αδυναμίες του ως συστατικά της ανθρώπινης φύσης του.
Στην περίπτωση όμως του Τάσου Λειβαδίτη, ενός γνήσιου αγωνιστή της Αριστεράς και πατριώτη που μίλησε για τον προδομένο Έλληνα και άνθρωπο του λαού και που δεν ξοδεύτηκε σε ευτέλειες, δεν προωθήθηκε από το σύστημα και παρέμεινε στο περιθώριο, έχουμε όλο το πακέτο: συνεπής στις αρχές του, σεμνός, εκφραστής των πεπρωμένων της γενιάς του υπηρέτησε με τη ζωή και το έργο του με τιμή μια ολόκληρη εποχή. Άνθρωποι σαν και αυτόν, που μένουν απαρατήρητοι από τον οίστρο ενός εικονικού τρόπου ζωής που βασίζεται στο life style και την αγορασμένη προβολή εφήμερων προσώπων, είναι ακριβώς ο άυλος πλούτος της χώρας μας.
Πόσοι από εμάς δεν σταθήκαμε στην εικόνα της Ελληνίδας χειρίστριας οπλισμού άρματος στην τελευταία παρέλαση… Αγέρωχη, αυστηρή θύμιζε την αθάνατη Ειρήνη Παππά, με την ίδια κατατομή και το βλέμμα αρχαίας Ελληνίδας.
Πόσοι δεν συγκινηθήκαμε από το μήνυμα του Έλληνα πιλότου που ίπτατο επί ώρα πάνω από τη Θεσσαλονίκη και την ίδια στιγμή δεν απογοητευτήκαμε από τον άνευρο λόγο της ΠτΔ.
Πόσοι δεν μπορέσαμε να κρύψουμε τη συγκίνησή μας από το δάκρυ του Εύζωνα;
Και πόσοι μοιραία δεν αποφύγαμε να τους συγκρίνουμε όλους αυτούς και άλλους πολλούς, που παραμένουν άγνωστοι στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού αυτής της βασανισμένης χώρας, με τους εκπροσώπους των κομμάτων και τους πολιτικούς που έχοντας εξασφαλίσει έναν άνετο τρόπο ζωής με αποζημιώσεις, ατέλειες και ασυλίες επιδίδονται καθημερινά σε επικίνδυνους προσωπικούς ανταγωνισμούς για να συντηρούνται στην επιφάνεια;
Πολλές φορές σκέπτομαι πως δεν είμαστε άξιοι του παρελθόντος μας. Μας γίνεται βάρος και απλώς το επικαλούμαστε σε στιγμές εθνικιστικών εξάρσεων έναντι τρίτων, εννοώ ξένων, και το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να γινόμαστε γραφικοί.
Το έχω ζήσει αυτό σε διεθνή fora και ομολογώ πως έχω αισθανθεί εξαιρετικά άβολα. Γιατί, ότι γεννηθήκαμε από άξιους προγόνους δεν σημαίνει ότι στέρεψε το μελάνι της Ιστορίας για εμάς. Το αντίθετο, μάλιστα.
Θέλετε ένα πρόχειρο παράδειγμα; Η τωρινή επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου Στάινμαγερ. Ένα στεφάνι, μια συγνώμη, ένα δάκρυ και μερικές χιλιάδες ευρώ για την ανέγερση μνημείου στη μνήμη Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, με δυο λόγια. Κουβέντα για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Αρκεί η διαβεβαίωση πως υπάρχουν στην ατζέντα της «καλής ελληνογερμανικής συνεννόησης».
Θαρρείς και θα έβλαπτε η σταθερή μας προσήλωση στον στόχο που, εκτός από την οικονομική, έχει πρωτίστως ηθική ικανοποίηση για τον ελληνικό λαό που υπέφερε ίσως περισσότερο από κάθε άλλον αναλογικά με το μέγεθος του πληθυσμού και την έκταση της χώρας.
Ποιος αμφιβάλλει ότι χρειάζεται σταθερές και ισχυρές ηγεσίες αυτός ο τόπος;
*Φωτεινή Τομαή– πρεσβευτής και ιστορικός