Η Άτυπη Σύνοδος (8/11/2024) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Βουδαπέστη υποδέχθηκε με αμηχανία και προβληματισμό την εκλογή (5/11/2024) του υποψήφιου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ντ.Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, επιτυγχάνοντας ευρεία πλειοψηφία (312) στον αριθμό των εκλεκτόρων και στον αριθμό ( 5 εκατομ. περισσότερους ψήφους) της λαϊκής ψήφου έναντι 226 εκλέκτορες της υποψήφιας του Δημοκρατικού Κόμματος Κ.Χάρις.
Έτσι η Ευρώπη ευρισκόμενη σήμερα σε μία περίοδο οικονομικής στασιμότητας, κοινωνικής δυσπραγίας και γεωπολιτικής αστάθειας, εκτιμάται ότι η επιστροφή της πολιτικής του Ντ.Τραμπ στον Λευκό Οίκο μπορεί να τροφοδοτήσει κινδύνους που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην επιβολή άνισων φορολογικών μέτρων, ενός παγκόσμιου και ευρωπαϊκού εμπορικού πολέμου (500 δις. ευρώ οι εξαγωγές της Ε.Ε.-27 στις ΗΠΑ έναντι 350 δις ευρώ εξαγωγών των ΗΠΑ σε Ε.Ε.-27), πολιτικών που απομακρύνονται από την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και αποφάσεων γεωπολιτικής αποσταθεροποίησης.
Μία τέτοια προοπτική σε συνδυασμό με την επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από 1/1/2025 εκτιμάται ότι θα παρατείνουν τους αναιμικούς ρυθμούς ανάκαμψης, κατά τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους περιορισμού τόσο της χρηματοδότησης των διακηρυγμένων επενδύσεων της κλιματικής μετάβασης, της ψηφιακής τεχνολογίας, των κοινωνικών προγραμμάτων, όσο και των επιδεινούμενων προκλήσεων του Δημογραφικού και της γήρανσης του πληθυσμού, της βελτίωσης του επιπέδου των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και της βελτίωσης της λειτουργίας των δημόσιων συστημάτων υγείας, κ.λ.π. Κι’ αυτό επειδή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Γερμανία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, το οικοδόμημα του οικονομικού και κοινωνικού της συστήματος που οργανώθηκε, μεταξύ άλλων, για την βελτίωση του επιπέδου της ανταγωνιστικότητας κόστους, βασιζόταν κατά βάση σε θύλακες (παραγωγικούς, ενεργειακούς, κ.λ.π) που δεν ήλεγχε την κυριαρχία τους. Έτσι, σε στρατηγικό επίπεδο η Ευρώπη επέλεξε την: α) διεύρυνση (αντί της εμβάθυνσης και της Πολιτικής Ένωσης) για την δημιουργία νέων Αγορών, β) εξασφάλιση φθηνής ενέργειας από την Ρωσία, γ) μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στην Ασία, Αφρική, Κεντρο-Ανατολική Ευρώπη για τη παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων χαμηλού κόστους και δ) ανάθεση της ασφάλειας και άμυνας της στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η οικονομική, παραγωγική, ενεργειακή, κ.λ.π αυτή συνθήκη (γεωοικονομικός κατακερματισμός) να ξεπεραστεί τα τελευταία χρόνια από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις και να απειλείται από την εκλογή του Ντ.Τραμπ (προστατευτισμός), δημιουργώντας σοβαρά διαρθρωτικά κοινωνικο-οικονομικά, πολιτικά και γεωπολιτικά προβλήματα. Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του γαλλικού Κέντρου ερευνών (CEPII, No 450, Nοέμβριος 2024) η αξιολόγηση της προστατευτικής (δασμοί) πρότασης του Ντ.Τραμπ ( αύξηση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες(από 3% σήμερα) σε όλα τα αγαθά από το εξωτερικό εκτός από τον Καναδά και το Μεξικό, σε συνδυασμό με αύξηση 60 ποσοστιαίων μονάδων των δασμών σε όλα τα προϊόντα από την Κίνα). Έτσι εκτιμάται ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,5%, των ΗΠΑ και της Κίνας θα μειωθεί το ΑΕΠ κατά 1,3%, της ευρωζώνης θα μειωθεί (Goldman Sachs,2024) το ΑΕΠ κατά 0,5%, που θα κυμαίνεται από 0,6% στην Γερμανία μέχρι 0,3% στην Ιταλία, ενώ θα αυξηθεί το ΑΕΠ στον Καναδά και το Μεξικό.
Επιπλέον εκτιμάται ότι εάν σημειωθεί μία μείωση των κινεζικών εξαγωγών στις ΗΠΑ κατά 80%, τότε στην ευρωπαϊκή αγορά εκτιμάται ότι η Κίνα για να περιορίσει τις συνέπειες στο ΑΕΠ, στην απασχόληση, στο εισόδημα, κ.λ.π. θα επιδιώξει να εξάγει περισσότερα προϊόντα απ’ ότι μέχρι σήμερα.
Παράλληλα, σύμφωνα με σχετικούς υπολογισμούς ( Tax Foundation) η φορολογική πολιτική στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την αύξηση των τελωνειακών δασμών που θα αυξήσουν τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα συμβάλλουν στην μείωση του εισοδήματος του φτωχότερου 40% του πληθυσμού στις ΗΠΑ μέχρι το 2034. Για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού στις ΗΠΑ η μείωση του εισοδήματος θα είναι 0,6%, για το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού η αύξηση του εισοδήματος θα είναι 3,1% (Αlternatives Economiques,8/11/2024).
Κατά συνέπεια οι αμφίδρομες συνέπειες της δημοσιονομικής και εμπορικής πολιτικής που προκαλούνται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οδηγούν στην εκτίμηση ότι η διακυβέρνηση του Ντ.Τραμπ θα επανεξετάσει τις σχετικές προεκλογικές εξαγγελίες του υποψήφιου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Κι αυτό επειδή o N.Τραμπ γνωρίζει ότι μία επιτυχής προεδρία του θα εξαρτηθεί από τον χαμηλό πληθωρισμό, την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των μεσαίων και φτωχών κοινωνικών τάξεων του πληθυσμού και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα μία τέτοια προοπτική δημιουργεί συνθήκες, σε περιβάλλον ανταγωνισμού και αβεβαιότητας, της ασθμαίνουσας ευρωπαϊκής οικονομίας να επιλέξει τη στρατηγική τόσο της επανεξέτασης της επιβολής των δημοσιονομικών κανόνων από 1/1/2025, όσο και της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα αντιμετωπίσει έγκαιρα τους υφιστάμενους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των κρατών-μελών με πολιτικές ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και Πολιτικής Ένωσης.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου