Γράφει ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος*
Η Ευρώπη εμφανίζεται σε κατάσταση παρατεταμένης πολιτικής αμηχανίας και «ακινησίας» την ώρα που τα πάντα γύρω της εξελίσσονται ραγδαία. Ο γαλλογερμανικός άξονας, ο οποίος περιλαμβάνει τις δύο ισχυρότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, που παραδοσιακά κινεί τις διαδικασίες για τις (όποιες) κινήσεις της Ένωσης προς σημαντικές αποφάσεις που αφορούν το μέλλον δείχνει πιο αδύναμος από ποτέ.
Γερμανία και Γαλλία, βρίσκονται σε πολιτικό αδιέξοδο, με αδύναμες ηγεσίες. Η πρώτη οδηγείται σε πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, με τον κυβερνητικό συνασπισμό του καγκελαρίου Σολτς να είναι αντιμέτωπος με εκλογικό καταποντισμό, ενώ η δεύτερη, πριν από μερικές ημέρες, είδε την κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ να καταρρέει και τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να αναζητά στο πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού μια βιώσιμη κυβέρνηση και πολιτική σανίδα σωτηρίας, γνωρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα αντέξουν για πολύ.
Η πολιτική αυτή αστάθεια εμφανίζεται σε μία διαρκή αλληλεπίδραση και αλληλοτροφοδότηση με τις οικονομίες των δύο χωρών που «ασθενούν», μαζεύοντας μαύρα σύννεφα πάνω από τη Γηραιά Ήπειρο, αφού οι οικονομικές εξελίξεις που σημειώνονται σε Βερολίνο και Παρίσι δεν λειτουργούν εν κενώ, αλλά μπορούν κάλλιστα να επηρεάσουν το σύνολο της ΕΕ – το είδαμε αυτό και κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Γερμανία: Ένα οικονομικό μοντέλο που ξεπερνούν οι εξελίξεις
Οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο αναδεικνύουν τα δομικά ζητήματα της γερμανικής οικονομίας. Η τελευταία αναμένεται να είναι στάσιμη το 2025 σύμφωνα με το ινστιτούτο IfW του Κιέλου, ακολουθώντας δύο διαδοχικά έτη συρρίκνωσης, αναθεωρώντας μάλιστα επί τα χείρω την πρόβλεψη του Σεπτεμβρίου για ανάπτυξη 0,5% το επόμενο έτος. Για το 2026 προβλέπει ανάπτυξη 0,9% του ΑΕΠ, αναθεωρώντας επίσης προς τα κάτω (1,1%) την προηγούμενη εκτίμηση, ενώ το ινστιτούτο δεν «βλέπει» σημάδια αναστροφής της υφιστάμενης εικόνας. Η Κομισιόν, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα, εκτιμά για το 2024 ότι η οικονομία θα σημειώσει ύφεση 0,1% και ανάπτυξη 0,7% το επόμενο έτος.
Τα δεδομένα δεν είναι καλύτερα στο πεδίο της βιομηχανίας και της μεταποίησης, ιδιαίτερα μετά το ενεργειακό «σοκ» που βίωσαν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο δείκτης PMI για τον τομέα της μεταποίησης της Γερμανίας εξακολουθεί να ακολουθεί τροχιά συρρίκνωσης (43 μονάδες) παραμένοντας από τον Αύγουστο του 2022 κάτω από το όριο των 50 μονάδων, που σημαίνει ανάπτυξη του τομέα. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας Destatis τον Οκτώβριο οι γερμανικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, αλλά και με το ίδιο ποσοστό σε σχέση με τον ίδιο μήνα, έναν χρόνο πριν.
Σε σχέση με ζητήματα της γερμανικής οικονομίας, κείμενο στελεχών του ΔΝΤ[1], που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο, υπογράμμιζε ότι πέρα από πέρα από τα προσωρινά θέματα, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε δομικά όπως η υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας, οι χαμηλές επενδύσεις, η μεγάλη γραφειοκρατία και η γήρανση του πληθυσμού. Ταυτόχρονα επισημάνθηκε το ιδιαίτερα χαμηλό -από τα τελευταία στην ΕΕ και στη λίστα των αναπτυγμένων οικονομιών- ποσοστό της Γερμανίας στις δημόσιες επενδύσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η Γερμανία χρειάζεται μία πρόσθετη δημοσιονομική τόνωση ύψους 1,5% του ΑΕΠ ανά έτος για τα επόμενα 10 έτη μόνο για κλείσει το επενδυτικό κενό της τελευταίας δεκαετίας.
H Κριστιάν Μπένερ, επικεφαλής της IG Metall, της μεγαλύτερης εργατικής ένωσης στη χώρα απηύθυνε έκκληση προς την κυβέρνηση να ρίξει το όριο του «φρένου» του ομοσπονδιακού χρέους (το οποίο βρίσκεται στο 0,35% του ΑΕΠ ανά δημοσιονομικό έτος), επιτρέποντας περισσότερες δημόσιες δαπάνες, ώστε να διαφυλάξει το μέλλον της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης. Ζήτησε μάλιστα να ακολουθήσει το Βερολίνο το παράδειγμα Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, οι οποίες στήριξαν τις βιομηχανίες τους. Η γερμανική βιομηχανία μένει πίσω από τις εξελίξεις και γι’ αυτό δεν ευθύνεται η μη προνομιακή πλέον πρόσβαση σε ρωσικούς υδρογονάνθρακες, αλλά το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο εμφανίζεται παρωχημένο απέναντι στις νέες προκλήσεις (ψηφιακή μετάβαση, απανθρακοποίηση, μεταξύ άλλων).
Γαλλία: Πολιτική αστάθεια και δημοσιονομικός εκτροχιασμός
Στη Γαλλία, ο κίνδυνος αφορά περισσότερο, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, το δημοσιονομικό πεδίο. H πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ σε συνδυασμό με μερικούς κρίσιμους δημοσιονομικούς δείκτες αποτέλεσαν ένα μείγμα που αποτυπώνει τους κινδύνους για τη γαλλική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να κλυδωνίζεται από τον αντίκτυπο της κρίσης COVID-19 και της ενεργειακής κρίσης, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.
H Eυρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η οικονομία της χώρας θα σημειώσει 1,1% ανάπτυξη το τρέχον έτος και 0,8% το 2025. Το γαλλικό δημόσιο χρέος κυμαίνεται στο 110% του ΑΕΠ, με μικρή αύξηση κατά μονοψήφιες ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα χρόνια (σε αντίθεση με τη Γερμανία που εμφανίζει ποσοστό χρέους/ΑΕΠ λίγο πάνω από το 60%). H ψήφος για τον Προϋπολογισμό του 2025 εξάλλου ήταν συνδεδεμένη με την απερχόμενη κυβέρνηση, οπότε, η πτώση της θα οδηγήσει σε ψήφισή του μέσα στο επόμενο έτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ήδη βεβαρημένο οικονομικό κλίμα στη χώρα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η Γαλλία για το 2024 εκτιμήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα ανέλθει στο 6,2%, ωστόσο εξαιτίας των εξελίξεων είναι πιθανό να αυξηθεί στο 6,6% και αυτό είναι ένα καμπανάκι κινδύνου για τον πρόεδρο Μακρόν.
Πώς διαμορφώθηκε όμως αυτή η δεινή δημοσιονομική θέση για τη Γαλλία; Τα δημόσια οικονομικά της χώρας αντιμετωπίζουν τρία προβλήματα[2]: i) Οι φοροαπαλλαγές επιχειρήσεων στο βωμό της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, συρρίκνωσαν τη φορολογική βάση, ii) οι δαπάνες κατά την περίοδο της πανδημίας και iii) τα υψηλότερα κόστη δανεισμού σε σχέση με τα τελευταία χρόνια. Το τρίτο σημείο, δείχνει και την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών απέναντι στη δημοσιονομική διαχείριση της χώρας, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με υψηλό έλλειμμα και χρέος έφερε μνήμες Ελλάδας στα τέλη της δεκαετίας του 2010. H υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Moody’s (από Aa2 σε Aa3) -ακολουθώντας Fitch και Standard & Poor’s- ένα 24ωρο μετά τον διορισμό του νέου πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, ασκεί πρόσθετη πίεση στη γαλλική κυβέρνηση. Ο οίκος, μάλιστα, εκτιμά ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας «θα εξασθενίσουν σε σημαντικό βαθμό τα επόμενα χρόνια» εξαιτίας της «πολιτικής πολυδιάσπασης» της Γαλλίας, παράγοντας που κατά τον Moody’s αναμένεται να εμποδίσει την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή.
Τα δυσοίωνα μηνύματα για την Ευρώπη
Συμπερασματικά, οι οικονομίες των δύο ισχυρότερων χωρών ΕΕ και Ευρωζώνης, της Γερμανίας και Γαλλίας βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, η οποία δεν οφείλεται αποκλειστικά σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως οι γεωπολιτικές εξελίξεις και το διεθνές οικονομικό κλίμα όπως εξελίχθηκε με την ενεργειακή κρίση και την άνοδο των επιτοκίων, αλλά και σε λόγους που συνδέονται τόσο με δομικά στοιχεία τους (κυρίως Γερμανία) και με επιλογή στρατηγικών και διαχείριση δημόσιων οικονομικών (κυρίως Γαλλία) από τις πολιτικές ηγεσίες τους. Ασφαλώς οι οικονομίες Γερμανίας και Γαλλίας δεν μπορούν να συγκριθούν με την ελληνική, συνεπώς όξυνση της κρίσης τους θα ακολουθήσει την εξέλιξη «Too big to fail». Ωστόσο, η μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε σχέση με Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα είναι μία πραγματικότητα, ένδειξη της οποίας είναι η κρίση του γαλλογερμανικού άξονα. Οι συνθήκες αυτές στην ευρωπαϊκή οικονομία προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία, τη στιγμή που η Ευρώπη βρίσκεται εν αναμονή της ανάληψης της αμερικανικής προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει προαναγγείλει επιβολή δασμών προς όλους. Εφόσον επιβεβαιωθεί η πρόθεση αυτή, οι πιέσεις προς Βερολίνο και Παρίσι θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερες.
[1] https://www.imf.org/en/News/Articles/2024/03/27/germanys-real-challenges-are-aging-underinvestment-and-too-much-red-tape
[2] https://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2024/12/05/chaos-in-the-numbers-the-strange-case-of-frances-budget-deficit/
* συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς