Ο Ξενοφών Κοντιάδης και ο Γιάννης Τασόπουλος αναλύουν τους λόγους για τους οποίους αντίκειται στο Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο η πρόσφατη νομοθεσία για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων
Ι. Η πρόσφατη νομοθεσία για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστήμιων
Στα άρθρα 130-155 και 188-191 του ν. 5094/2024 «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων και άλλες διατάξεις» προβλέπεται η ρύθμιση της αδειοδότησης της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτημάτων μητρικών ιδρυμάτων υπό τη μορφή Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ) (εφεξής παράρτημα ΝΠΠΕ), ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Τα παραρτήματα ΝΠΠΕ απονέμουν τίτλους σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνδέονται με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία εδρεύουν και είναι αναγνωρισμένα σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτες χώρες, και αδειοδοτούνται μετά από εφαρμογή συγκεκριμένης διαδικασίας αξιολόγησης από τα αρμόδια όργανα της χώρας (άρθρο 130 ν. 5094/2024).
Για την εξειδίκευση και εφαρμογή των ως άνω νομοθετικών ρυθμίσεων εκδόθηκαν δύο Υπουργικές Αποφάσεις και συγκεκριμένα, η πρώτη με βάση εξουσιοδότηση του άρθρου 189 παρ. 4 και 5 του ως άνω νόμου, η δεύτερη με βάση εξουσιοδότηση του άρθρου 189 παρ. 2 και 7. Ειδικότερα, η πρώτη έχει αντικείμενο τη ρύθμιση της διαδικασίας κατάθεσης εγγυητικής επιστολής και τον επιμερισμό του καταβαλλόμενου παραβόλου κατά την υποβολή αίτησης περί χορήγησης άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας παραρτημάτων –Ν.Π.Π.Ε., και η δεύτερη την εκκίνηση διαδικασίας υποβολής αιτήσεων περί χορήγησης άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας παραρτημάτων Ν.Π.Π.Ε. και τον καθορισμό των διεθνών αναγνωρισμένων οίκων που κατατάσσουν παγκοσμίως πανεπιστημιακά ιδρύματα.
II. H αντίθεση στη συνταγματική πρόβλεψη της αποκλειστικής παροχής ανώτατης εκπαίδευσης από ΝΠΔΔ
Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» (παρ. 5 εδ. α΄), ότι «οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί» (παρ. 6 εδ. α΄) και ότι «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ. 8 εδ. β΄). Οι διατάξεις αυτές δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ή περιθώριο παρερμηνείας της συνταγματικής ρύθμισης. Το γράμμα τους είναι σαφές, ρητό και κατηγορηματικό. Η διάταξη του Συντάγματος δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμπληρωματικής ή παράλληλης πρόβλεψης μορφωμάτων που δεν αποτελούν ΝΠΔΔ και παρέχουν υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης. Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων, η πρόβλεψη στον ν. 5094/2024 (ΦΕΚ Α΄ 39) των ΝΠΠΕ, τα οποία δεν είναι ΝΠΔΔ, έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την απόλυτη απαγόρευση από το Σύνταγμα άλλης μορφής νομικών προσώπων, εκτός από ΝΠΔΔ, για την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης.
Εξάλλου οι διατάξεις του ν. 5094/2024 με τις οποίες εισάγεται ο θεσμός των ΝΠΠΕ (άρθρ. 130 επ.) τα οποία δεν είναι ΝΠΔΔ και πραγματοποιείται το άνοιγμα της ανώτατης εκπαίδευσης με αναγνώριση της ακαδημαϊκής ισοτιμίας των πτυχίων των ΝΠΠΕ προς τα δημόσια ΑΕΙ μπορεί να εναρμονισθούν με το άρθρο 16 Σ μόνον εφόσον αυτό αναθεωρηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 110 Σ., οι οποίες αποτελούν εγγύηση και έκφραση της κανονιστικότητας του αυστηρού Συντάγματος της χώρας μας. Αποκλειστική αρμοδιότητα για την αναθεώρηση του Συντάγματος έχει η αναθεωρητική Βουλή με τις διαδικασίες του άρθρ. 110 Σ. και όχι ο δικαστής, ο οποίος οφείλει να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικό νόμο (άρθρ. 93 παρ. 4 Σ.).
Ειδικότερα:
α. Η διάταξη του άρθρ. 130 ν. 5094/2024 προβλέπει ΝΠΠΕ τα οποία είναι (παρ. 1) παραρτήματα στην Ελλάδα μητρικών ιδρυμάτων. Η πρόβλεψη του νόμου ότι οι ρυθμίσεις των ΝΠΠΕ που προβλέπει γίνονται «κατά τρόπο σύμφωνο με τον συνταγματικό προορισμό της ανώτατης εκπαίδευσης» είναι συνταγματικά ουσιαστικά αβάσιμη:
β. Η έννοια των ΝΠΔΔ είναι αποκρυσταλλωμένη στη νομολογία, το δόγμα και τη νομοθεσία. Κατά κανόνα ορίζονται ρητά στον νόμο ως τέτοια (ΣΕ 2569/1983), ενώ το ουσιαστικό τους κριτήριο αφορά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (ΣΕ 413/1970, 4283/1988), Τούτο σημαίνει ότι ο τύπος του ΝΠΔΔ επιβάλλεται από το Σύνταγμα και προβλέπεται από τον νόμο για λόγους ουσίας. Αυτοί συνδέονται α) με την κατάσταση των μελών των οργάνων που τα διοικούν, β) την εσωτερική οργάνωση του νομικού προσώπου, γ) την κατάσταση του προσωπικού, δ) τις σχέσεις με τους διοικουμένους και ε) τη διαχείριση του ΝΠΔΔ.
γ. Ενόψει των ανωτέρω, οι σκοποί των ΝΠΠΕ, όπως ορίζονται στο άρθρ. 130 ν. 5094/2024 (συμβάλλει: α) στη διεύρυνση των παρεχόμενων εκπαιδευτικών ευκαιριών στη χώρα μας κατά τρόπο συμβατό με την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, κ.λπ.) προσκρούουν και στο ουσιαστικό περιεχόμενο της νομικής μορφής του ΝΠΔΔ το οποίο κατ’ αποκλειστικότητα επιβάλλει το Σύνταγμα, χωρίς να αφήνει περιθώριο για συντρέχουσες ρυθμίσεις, λόγω του απόλυτου χαρακτήρα του. Αλλά το άρθρ. 134 παρ. 1, (βλ. και άρθρ. 132, περ. ε) ν. 5094/2024, για τη νομική φύση των ΝΠΠΕ ορίζει ότι το ΝΠΠΕ: «αποτελεί νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού με νομική προσωπικότητα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης».
δ. Η ρητή απαγόρευση του άρθρ. 16 Σ. δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση τη σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος, διότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, είτε αυτοτελώς είτε μέσω παραρτημάτων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο ΔΕΕ. Συνεπώς για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.
ΙΙΙ. Η καταστρατήγηση του Συντάγματος με την αναγνώριση της ισοτιμίας των παρεχόμενων τίτλων των ΝΠΠΕ με αυτά των ΑΕΙ του άρθρ. 16 Σ.
Κατά το άρθρ. 146 ν. 5094/2024, «2. Ο τίτλος σπουδών, που απονέμεται [από το ΝΠΠΕ] υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 1, αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνεται στο Εθνικό Μητρώο Τύπων Τίτλων Σπουδών Αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων της Αλλοδαπής, το οποίο τηρεί ο ΔΟΑΤΑΠ […] Ο απονεμηθείς τίτλος σπουδών δεν υποβάλλεται στη διαδικασία ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών στον ΔΟΑΤΑΠ».
Κατά πάγια νομολογία, επιβεβαιωμένη επί σειρά ετών, το ΣτΕ, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξελίξεις, απορρίπτει κάθε προσπάθεια καταστρατήγησης (ΣτΕ 1071/2021 και 1789/2023) της συνταγματικής αποκλειστικότητας των ΝΠΔΔ, η οποία (καταστρατήγηση) γίνεται με την αναγνώριση της ακαδημαϊκής ισοτιμίας των πτυχίων που παρέχει μόρφωμα, όπως το καινοφανές ΝΠΠΕ, το οποίο δεν αποτελεί ΝΠΔΔ.
Η ακαδημαϊκή ισοτιμία των τίτλων των ΝΠΠΕ προς αυτά των ΑΕΙ του άρθρ. 16 Σ. αναγνωρίζεται χωρίς καμία σαφή πρόβλεψη των ουσιαστικών κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται για τον σκοπό αυτό, με όλως αόριστες εξουσιοδοτήσεις, οι οποίες είναι τελείως γενικές, κατά τρόπο που καθιστά την ισοτιμία προεχόντως ζήτημα του μητρικού ιδρύματος, χωρίς σαφείς και επαρκείς εγγυήσεις εκ του νόμου. Τούτο δε ισχύει και σε σχέση με το καθεστώς των καθηγητών των ΝΠΠΕ, οι οποίοι δεν έχουν καμία από τις εγγυήσεις που προβλέπει το Σύνταγμα με το άρθρ. 16 για τους καθηγητές δημόσιους λειτουργούς των ΑΕΙ του άρθρ. 16 Σ.
Περαιτέρω, το άρθρο 16 εμποδίζει να ανακληθεί η επιφύλαξη στη συμφωνία GATS, η οποία στερεί από τα μη ευρωπαϊκά πανεπιστήμια την προστασία του δικαίου της Ένωσης, διότι και αυτό θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση και παραβίαση του άρθρ. 16 Σ.
IV. Η παραβίαση της συνταγματικής κατοχύρωσης του νομικού καθεστώτος των μελών ΔΕΠ
Ο ν. 5094/2024 (άρθρ. 132 περ. β΄ «εκπαιδευτικό προσωπικό», 153 «διδακτικό ερευνητικό προσωπικό») δεν ονοματίζει τα μέλη του διδακτικού προσωπικού των ΝΠΠΕ, αλλά αυτά θα αποκαλούνται κατά την κοινή πείρα και σύμφωνα με την εκπαιδευτική συμφωνία μεταξύ μητρικού ιδρύματος και ΝΠΠΕ, καθηγητές και καθηγήτριες, στο μέτρο που α) ο νόμος 5094/2024 αναγνωρίζει την ισοτιμία των τίτλων των ΝΠΠΕ με αυτά των ΑΕΙ του άρθρ. 16 Σ., στα οποία διδάσκουν καθηγητές, β) το μητρικό ίδρυμα θα τους αναγνωρίζει ως καθηγητές του κατ’ άρθρ. 153 παρ. 5 ν. 5094/2022, γ) θα αποτελούν στην πράξη καθηγητές «των ιδιωτικών πανεπιστημίων». Αλλά τα χαρακτηριστικά τους υπολείπονται και δεν πληρούν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις και προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρ. 16 Σ. για τους καθηγητές των ΑΕΙ με βασικό σκοπό να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία. Ειδικότερα:
Στο άρθρο 16 παρ. 6 του Συντάγματος προβλέπεται ότι τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ είναι δημόσιοι λειτουργοί. Η αποτελεσματική διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στο επίπεδο των μη δημοσίων ΝΠΠΕ (ιδιωτικών πανεπιστημίων) αποτελεί τουλάχιστον αναγκαίο συμπλήρωμα, ήτοι την άλλη όψη της λειτουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ, υπό τη μορφή περιφερειακών αλλοδαπών ΑΕΙ. Συνεπώς επιβάλλονται με βάση το άρθρ. 16 (ιδίως παρ. 1 και 6) Σ. συγκεκριμένες διαδικασίες και αναλυτικές προβλέψεις που θα κατοχυρώνουν (και καταρχήν θα εξομοιώνουν κατ’ αναλογία) τα δικαιώματα του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών πανεπιστημίων, εν προκειμένω των ΝΠΠΕ, έναντι του εργοδότη τους, προσαρμόζοντας τα προβλεπόμενα για τους καθηγητές των ΑΕΙ στο άρθρ. 16 παρ. 6 Σ.[1].
Συγκεκριμένα, τέτοιες διαδικαστικές εγγυήσεις πρέπει να υπάρχουν ρητά και να καλύπτουν τα εξής τουλάχιστον πεδία: α) τη διασφάλιση της εργασιακής σχέσης με εγγυήσεις θητείας ικανού χρόνου, για χάρη της ακαδημαϊκής ελευθερίας, β) τη ρητή και με διαδικαστικές εγγυήσεις κατοχύρωση της ελευθερίας διδασκαλίας των μελών του ΝΠΠΕ που έχουν διδακτικό έργο, γ) τη ρητή πρόβλεψη της ακυρότητας της καταγγελίας εκ μέρους του ΝΠΠΕ για λόγους ασυμβίβαστους με την ακαδημαϊκή ελευθερία, δ) την πρόβλεψη αξιοκρατίας και σταδιοδρομίας σε κλίμακα ανάλογη των προσόντων των μελών του διδακτικού προσωπικού των ΝΠΠΕ. Αντίθετα τα άρθρ. 152 και 153 ν. 5094/2024 αφήνουν όλα τα ζητήματα αυτά αρρύθμιστα και τα παραπέμπουν στην εκπαιδευτική συμφωνία και το μητρικό ίδρυμα και στα όσα ισχύουν στο μητρικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Κατά το άρθρ. 153 ν. 5094/2024, τα ουσιαστικά προσόντα (παρ. 1), τα κριτήρια εκλογής και εξέλιξης (παρ. 2), η οργάνωση και παροχή του διδακτικού και ερευνητικού έργου σύμφωνα με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας (παρ. 3) και η επιλογή των μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (παρ. 5) εξαρτώνται από το μητρικό ίδρυμα.
Κατά τα ανωτέρω, από το άρθρ. 16 Σ. και τις εγγυήσεις που αυτό προβλέπει για τους καθηγητές των ΑΕΙ του άρθρ. 16, για χάρη της ακαδημαϊκής ελευθερίας, προκύπτει ότι ο νόμος πρέπει να προβαίνει και να προβλέπει ο ίδιος τη στάθμιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας των διδασκόντων στα ΝΠΠΕ και να μην την αφήνει κατ’ αόριστο τρόπο στην κατά περίπτωση στάθμιση στο πλαίσιο του κοινού εργατικού δικαίου του ιδιωτικού τομέα, με κριτήριο το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη[2]. Τούτο δε ενόψει και του γεγονότος ότι δικαιοδοσία για τις διαφορές αυτές θα έχουν πλέον τα πολιτικά δικαστήρια (διαδικασία εργατικών διαφορών) αντί για τα διοικητικά δικαστήρια κατ’ εφαρμογή του δημοσίου δικαίου. Αλλά η προσαρμογή της ακαδημαϊκής ελευθερίας στο πλαίσιο των ιδιωτικού δικαίου διαφορών μεταξύ του διδακτικού προσωπικού των ΝΠΠΕ και των εργοδοτών τους δεν πρέπει να βασίζεται στην ανασφάλεια της τριτενέργειας του άρθρ. 16, ενόψει, ιδίως της ρητής παραπομπής του νόμου στις οποιεσδήποτε προβλέψεις και τα ισχύοντα στο μητρικό ίδρυμα, κατά τα ανωτέρω. Αντιθέτως πρέπει δυνάμει του άρθρ. 16 Σ. να προβλέπεται και να ρυθμίζεται από τον νόμο.
Χωρίς τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες διαδικαστικές εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας για τα μέλη ΔΕΠ των ιδιωτικών ΑΕΙ η όποια ρύθμισή τους είναι κολοβή και ελλιπής. Δεν πρόκειται για διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη αλλά για συνταγματική επιταγή απορρέουσα από το άρθρο 16 Σ., ώστε να διασώζεται ο κανονιστικός πυρήνας του και σε σχέση και με τα ιδιωτικά ΑΕΙ και το status του διδακτικού προσωπικού των ΝΠΠΕ.
Ειδικότερα, το νομικό καθεστώς των μελών ΔΕΠ των ΝΠΠΕ όπως ρυθμίζεται ευθέως από το άρθρ. 16 παρ. 1, 2, 5, 6 και 8 Σ., συστηματικά ερμηνευόμενων και εφαρμοζόμενων στο πλαίσιο των ΑΕΙ ως ΝΠΠΔ, θέτει κατ’ ανάλογη εφαρμογή τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί σε σχέση με το διδακτικό προσωπικό και ο επίμαχος νόμος των παραρτημάτων αλλοδαπών ΑΕΙ – ΝΠΠΕ. Από τις εν λόγω διατάξεις του άρθρ. 16 Σ. προκύπτει και αναδεικνύεται η προστασία των καθηγητών, δηλαδή των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ (παρ. 6), ως εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και κατ’ επέκταση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Οι επιβαλλόμενες από το άρθρ. 16 του Συντάγματος εγγυήσεις του εργασιακού καθεστώτος των μελών ΔΕΠ των μη δημόσιων (ιδιωτικών) πανεπιστημίων είναι καθοριστικές για τη διαφύλαξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας, δηλαδή του ενιαίου σκληρού κανονιστικού πυρήνα της συνταγματικής ρύθμισης των ΑΕΙ κατά το άρθρ. 16 Σ, είτε με την παραδοσιακή ερμηνεία και εφαρμογή του που απαγόρευε τα ιδιωτικά ΑΕΙ, είτε με την υιοθετούμενη από τον νόμο «αναθεωρητική» (αντισυνταγματική) ερμηνεία που επιτρέπει τουλάχιστον τα παραρτήματα – ΝΠΠΕ. Ένα ιδιωτικό «πανεπιστήμιο», οιασδήποτε νομικής μορφής, χωρίς εγγυημένη ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι πανεπιστήμιο, ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, κατά την έννοια του Συντάγματός μας. Ανώτατη εκπαίδευση χωρίς ακαδημαϊκή ελευθερία (εγγυημένη και κατοχυρωμένη όχι μόνο με διακηρύξεις αλλά και σαφείς διαδικασίες) δεν νοείται.
Ο ν. 5094/2024 δημιουργεί μία κατηγορία διδακτικού προσωπικού, καθηγητών ΝΠΠΕ, οι οποίοι ουδόλως απαιτείται ούτε προβλέπεται από τον νόμο να έχουν τις εγγυήσεις και τα προσόντα των καθηγητών των ΑΕΙ του άρθρ. 16 Σ., οι οποίοι είναι δημόσιοι λειτουργοί και εκλέγονται σε αξιοκρατικές, ανοικτές και ανταγωνιστικές διαδικασίες, υπό την εγγύηση του ακυρωτικού δικαστή και εν τέλει του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τον τρόπο αυτό ο ν. 5094/2024 θίγει τις διατάξεις του άρθρ. 16 Σ. και προσβάλλει το κύρος των καθηγητών των ΑΕΙ του άρθρ. 16 Σ.
V. Η παραβίαση του άρθρ. 43 παρ. 2 Σ. σε σχέση με την κανονιστική εξουσιοδότηση προς την ΕΘΑΑΕ για την εξειδίκευση των ουσιαστικών εγγυήσεων του άρθρ. 16 Σ. κατά την πιστοποίηση των ΝΠΠΕ
Κατά το άρθρ. 145 παρ. 4 ν. 5094/2024, τα κριτήρια που εφαρμόζει η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) σύμφωνα με το άρθρ. 9 ν. 4653/2020 στο οποίο παραπέμπει το άρθρ. 145 είναι τελείως αόριστα και συνιστούν παράνομη κανονιστική εξουσιοδότηση κατά παράβαση του άρθρ. 43 παρ. 2 Σ. για θέματα τα οποία δεν είναι λεπτομερειακά ούτε τεχνικά, αλλά αφορούν την ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρ. 16 Σ. Αναλυτικότερα:
Το πραγματοποιούμενο «άνοιγμα» της ανώτατης εκπαίδευσης με τις διατάξεις του ν. 5094/2024 παραβιάζει τους σκοπούς του άρθρ. 16 Σ. στο μέτρο που το πλέγμα των ουσιαστικών ρυθμίσεων του άρθρ. 16 Σ. περιορίζεται στην πρόνοια να μην έχουν τα ΝΠΠΕ κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Αλλά τους σκοπούς του άρθρ. 133 ν. 5094/2024 ο νόμος αυτός τους θέτει τελείως αόριστα καθόσον επαφίεται στην «εκπαιδευτική συμφωνία» μεταξύ του Μητρικού Ιδρύματος και του ΝΠΠΕ, η οποία όπως προκύπτει από το άρθρ. 138 ν. 5094/2024 έχει τελείως γενικό και αόριστο περιεχόμενο σε ζητήματα προδιαγραφών, από τις κτηριακές προϋποθέσεις, ως τα σχετικά με την εκπαιδευτική διαδικασία και το προσωπικό. Ειδικότερα λείπουν τελείως τα συγκεκριμένα κριτήρια από τον νόμο, καθόσον το άρθρ. 9 ν. 4653/2020, στο οποίο παραπέμπει το άρθρ. 145 παρ. 4 ν. 5094/2024, για τα κριτήρια που εφαρμόζει η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) είναι τελείως αόριστο. Κατά την παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρ. 9 ν. 4653/2020: «Η πιστοποίηση των Α.Ε.Ι., των επιμέρους ακαδημαϊκών τους μονάδων, των προγραμμάτων σπουδών και των εσωτερικών συστημάτων διασφάλισης ποιότητας, όπως προβλέπεται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8, είναι διαδικασία διασφάλισης ποιότητας με βάση συγκεκριμένα, προκαθορισμένα, διεθνώς αποδεκτά και εκ των προτέρων δημοσιοποιημένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια και δείκτες». Ο νόμος 5094/2024 όμως αφήνει όλα τα ζητήματα αυτά κατ’ ουσίαν στην εκπαιδευτική συμφωνία, χωρίς ποιοτικές προδιαγραφές, και θέτει μόνο τον περιορισμό να ισχύουν για το ΝΠΠΕ τα ισχύοντα στο μητρικό ίδρυμα, το οποίο μάλιστα μπορεί να είναι τρίτης χώρας και όχι Ευρωπαϊκής. Επομένως τα ποιοτικά κριτήρια της ανώτατης εκπαίδευσης ελλείπουν παντελώς.
Ακόμη περισσότερο, τα άρθρ. 145 παρ. 1 για το πρόγραμμα σπουδών, 146 παρ. 1 για τους τίτλους σπουδών και 152 και 153 για το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό των ΝΠΠΕ ν. 5094/2024 παρέχουν εν λευκώ (γενική και αόριστη) εξουσιοδότηση στο μητρικό εκπαιδευτικό ίδρυμα χωρίς να θέτουν ελάχιστες ποιοτικές προδιαγραφές και εγγυήσεις για να διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία. Αυτό αποτελεί πρόδηλη παραβίαση του άρθρ. 16 Σ. και απεμπόληση από πλευράς του κράτους των κανονιστικών του αρμοδιοτήτων προς εξασφάλιση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων υπό το πρόσχημα της ελευθερίας εγκατάστασης και της επιχειρηματικής ελευθερίας.
Αλλά το άνοιγμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν μπορεί να εξαρτάται από το αλλοδαπό ίδρυμα, χωρίς προδιαγραφές, εγγυήσεις και προβλέψεις του ελληνικού δικαίου που θα κατοχυρώνουν τους σκοπούς, την ποιότητα σπουδών και τον πυρήνα του άρθρ. 16 Σ. Χωρίς ουσιαστικά όρια ο ν. 5094/2024 καθιστά στα ανωτέρω άρθρα που παραπέμπουν στα μητρικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και στα ισχύοντα σε αυτά δίκαιο της σύμβασης διδάσκοντος στο ΝΠΠΕ και ΝΠΠΕ, αλλά και κάθε άλλου συμβαλλόμενου με αυτό σε σχέση με τα εν λόγω ζητήματα (π.χ. φοιτητών) το δίκαιο της χώρας προέλευσης του μητρικού εκπαιδευτικού ιδρύματος και τα όσα ισχύουν σε αυτό το μητρικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από το αν στη χώρα προέλευσης το επίπεδο της ανώτατης εκπαίδευσης πληροί ή όχι τις ποιοτικές εγγυήσεις και τις απαιτήσεις του άρθρ. 16 Σ. για την ανώτατη παιδεία και την ακαδημαϊκή ελευθερία. Με τους όρους αυτούς, η ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα οδηγεί σε πλήρη αναίρεση του άρθρ. 16 Σ. για την ανώτατη εκπαίδευση, επειδή ελλείπει το επιβαλλόμενο από το άρθρ. 16 λειτουργικό ισοδύναμο πλαίσιο κανόνων, διαδικασιών και εγγυήσεων που θα καταστρώνει με ρυθμιστική ακρίβεια τις εγγυήσεις της ποιοτικής εκπαίδευσης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας η οποία επιτάσσει το άρθρ. 16 Σ. να υπάρχει στην Ελλάδα, ενώ η εξουσιοδότηση προς την ΕΘΑΑΕ είναι τελείως αόριστη παραβιάζοντας το άρθρ. 43 παρ. 2 Σ.
VI. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και έλλειψη της απαιτούμενης από το άρθρ. 16 Σ εποπτείας
Το πραγματοποιούμενο άνοιγμα της ανώτατης εκπαίδευση με τον ν. 5094/2024 γίνεται όχι μόνο κατά παράβαση των προβλέψεων του άρθρ. 16 Σ. αλλά χωρίς καν την πρόβλεψη των ουσιαστικών εγγυήσεων που αυτό επιτάσσει με στάθμιση του νόμου εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, με αποδοχή των όρων της εκπαιδευτικής συμφωνίας, χωρίς ουσιαστικά κριτήρια και εγγυήσεις του περιεχομένου της κατά τρόπο που να εγγυάται την ποιότητα της εκπαίδευσης και τις εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που είναι βασικό γνώρισμα της ποιότητας αυτής. Ειδικότερα στη διάρκεια της εφαρμογής του άρθρ. 16 Σ. 1975, όπως ισχύει, έχει διαμορφωθεί ένα νομολογιακό corpus το οποίο προσδιορίζει ερμηνευτικά το περιεχόμενο της εγγύησης των ΑΕΙ ως ΝΠΔΔ, αναφορικά με θέματα όπως η ακαδημαϊκή ελευθερία, η αξιοκρατία κατά την εκλογή των μελών ΔΕΠ και η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, κατά τρόπο που παρέχει προστασία και εγγυήσεις έναντι της δημόσιας και ιδιωτικής εξουσίας.
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το άρθρ. 16 συμπυκνώνει και αναπτύσσει το περιεχόμενο και την ουσία του ΝΠΔΔ, ως εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ποιότητας της ανώτατης παιδείας στη χώρα μας. Αλλά ο κοινός νομοθέτης του ν. 5094/2024 περιορίζεται σε ό,τι αφορά τα ΝΠΠΕ σε απλές διακηρυκτικές ρήτρες π.χ. περί της ακαδημαϊκής ελευθερίας κατά τη λειτουργία των ΝΠΠΕ χωρίς καμία περαιτέρω προσπάθεια να εξειδικεύσει θεσμικά και διαδικαστικά και να προβλέψει ο,τιδήποτε ανάλογο προς το λειτουργικό ισοδύναμο (στο πεδίο των ΝΠΠΕ) των εγγυήσεων που το άρθρ. 16 Σ. προβλέπει και η νομολογία εξειδικεύει σε σχέση με τα ΝΠΔΔ των ΑΕΙ[3].
Επομένως, η παραβίαση του οργανικού κριτηρίου δεν καλύπτεται ούτε αντισταθμίζεται από τις ουσιαστικές και λειτουργικές προβλέψεις του νόμου, προκειμένου τα ΝΠΠΕ να έχουν και να απολαμβάνουν τις ίδιες ή έστω ανάλογες ή αντίστοιχες εγγυήσεις και προστασία περιεχομένου σε όλα τα συνταγματικώς κρίσιμα και επίμαχα σημεία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της ποιότητας εκπαίδευσης, της αυτοδιοίκησης, σε σύγκριση προς τα λειτουργούντα κατά το Σύνταγμα ΝΠΔΔ, στην Ελλάδα. Συνεπώς και εκ του λόγου αυτού η ουσία του τύπου (ΝΠΔΔ) δεν τηρείται από τον νόμο 5094/2024, ο οποίος περιορίζεται σε όλως αόριστες και άνευ συγκεκριμένου κανονιστικού περιεχομένου και αντικρίσματος διακηρύξεις. Το κύριο σώμα και η ουσία των προβλέψεων θα έπρεπε δυνάμει του άρθρ. 16 Σ. να προβλέπεται στον νόμο, δηλαδή σε ό,τι αφορά τη σχέση του ν. 5094/2024 με τις ουσιαστικές εγγυήσεις του άρθρ. 16 Σ. Εφόσον ίσχυε αυτό, που όμως δεν ισχύει, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι θίγεται μεν το οργανικό κριτήριο του άρθρ. 16 Σ., αλλά τηρείται η ουσιαστική λειτουργική προστασία.
Ο ν. 5094/2024 όμως δεν αφήνει κανένα τέτοιο περιθώριο επειδή ουδόλως χορηγεί στη διοίκηση κριτήρια ή στο διδακτικό εκπαιδευτικό προσωπικό, πέραν των διακηρύξεων περί ισχύος της ακαδημαϊκής ελευθερίας, διαδικασίες, προς αποτελεσματική προστασία και διασφάλιση των σκοπών για τους οποίους το άρθρ. 16 Σ. ορίζει αποκλειστικά τη μορφή των ΝΠΔΔ για τα ΑΕΙ. Αυτό προκύπτει από τα άρθρ. 145 παρ. 1 για το πρόγραμμα σπουδών, 146 παρ. 1 για τους τίτλους σπουδών και 152 και 153 για το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό των ΝΠΠΕ ν. 5094/2024 τα οποία παραπέμπουν στις προβλέψεις και στα ισχύοντα στο μητρικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, με πολύ αόριστες ποιοτικές προβλέψεις του άρθρ. 47 του ν. 4763/2020.
Με την ανωτέρω έννοια ο ν. 5094/2024 παραβιάζει με τρόπο κατάφωρο το δημόσιο συμφέρον, όπως εκφράζεται αυτό στο Σύνταγμα και την σύμφωνη με αυτό νομοθεσία, υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων, όπως συμφωνούνται αυτά στην εκπαιδευτική συμφωνία μητρικού ιδρύματος και παραρτήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, αφενός δεν πληρούνται, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του νόμου στο άρθρο 130 αυτού για δήθεν συμφωνία του με τους συνταγματικούς σκοπούς, οι ουσιαστικοί σκοποί και οι εγγυήσεις του άρθρ. 16 Σ., αφετέρου δε παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας στη στάθμιση ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος, με την υποβάθμιση των απαιτήσεων και εγγυήσεων του δημοσίου συμφέροντος.[4]
Η παραβίαση κατά τα ανωτέρω της αρχής της αναλογικότητας αποστερεί τον ακυρωτικό δικαστή, στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου, από κάθε περιθώριο να προβεί σε υπέρβαση του τύπου (ΝΠΔΔ) επειδή τηρείται η ουσία, για τον απλούστατο λόγο ότι ούτε η ουσία είναι κατ’ ελάχιστο έστω (αρχή της αναλογικότητας) εξειδικευμένη και εγγυημένη για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στο Σύνταγμα το οποίο αποτυπώνει τη βούληση και την ευρύτερη συναίνεση του ελληνικού λαού. Αν λοιπόν η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών κατ’ άρθρ. 26 Σ. απαγορεύει στον ακυρωτικό δικαστή την υποκατάστασή του στα έργα της διοίκησης, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε ό,τι αφορά τη υποκατάστασή του στα έργα του νομοθέτη. Η σιωπή του νομοθέτη, εξ αιτίας του ρυθμιστικού κενού που αφήνει ο νόμος αναφορικά με τις ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, κατά τα ανωτέρω, υπέρ των σκοπών του άρθρ. 16 Σ. (εφαρμοζομένων και εξειδικευόμενων αναλόγως από τον νόμο στο πεδίο των ΝΠΠΕ) δεν είναι ουδέτερη αλλά σημαίνει αντίστοιχο περιθώριο ελευθερίας στην συμβατική ρύθμιση των ιδιωτών. Αλλά το άρθρ. 16 Σ. επιβάλλει οπωσδήποτε την ουσιαστική προστασία των εγγυήσεων που το ίδιο ορίζει μέσα από την κατοχύρωση της τυπικής μορφής του ΝΠΔΔ. Ενόψει λοιπόν του ότι ο ν. 5094/2024 (ιδίως στα άρθρ. 145 παρ. 1 για το πρόγραμμα σπουδών, 146 παρ. 1 για τους τίτλους σπουδών και 152 και 153 για το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό των ΝΠΠΕ) αφήνει εδώ ένα ρυθμιστικό κενό προδιαγραφών και εγγυήσεων υπέρ των σκοπών του άρθρ. 16 Σ. το οποίο ο ακυρωτικός δικαστής δεν δύναται και δεν δικαιούται να καλύψει, επειδή αυτό προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
VII. Η αντίθεση προς το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο
Οι ρυθμίσεις των άρθρων 130-155 του ν. 5094/2024 αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο, με συνέπεια να μην δικαιολογείται η επίκληση του τελευταίου για τη «σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος». Ο επίμαχος νόμος προβλέπει την εγκατάσταση και λειτουργία, όπως προαναφέρθηκε, μη κερδοσκοπικών ΝΠΠΕ. Η νομική μορφή του ΝΠΠΕ καθεαυτή δεν αντίκειται στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το τελευταίο όμως δεν μπορεί να παράσχει την προστατευτική ομπρέλα της εσωτερικής αγοράς και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των αντιθέσεων προς το Σύνταγμα, καθότι οι θεμελιώδεις ελευθερίες της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών αφορούν την οικονομική-κερδοσκοπική δραστηριότητα των προσώπων (φυσικών και νομικών), ενώ και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εφαρμοστεί κατά το άρθρο 51 ΧΘΔΕΕ μόνο όταν το επίδικο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και πάντως με επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας (άρθρ. 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ).
Συνεπώς, το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 16 Σ. Περαιτέρω οι ρυθμίσεις των άρθρων 130-155 του ν. 5094/2024 προβλέπουν περιορισμούς στην εγκατάσταση και την παροχή υπηρεσιών των ΝΠΠΕ, καθώς και στα θεμελιώδη δικαιώματα της ακαδημαϊκής και επιχειρηματικής ελευθερίας που χρήζουν ειδικής δικαιολόγησης και τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ελλείψει των οποίων δεν είναι βάσιμη η επίκληση του ευρωπαϊκού δικαίου.
Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της ΕΕ η πρόβλεψη για μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για τους εξής λόγους: Κατ’ αρχάς είναι λογικά οξύμωρη η επίκληση των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών –όπως η ελευθερία εγκατάστασης– για να δικαιολογηθεί μια ρύθμιση, αλλά παράλληλα να αποκλείεται το βασικό χαρακτηριστικό –και κίνητρο– της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή το κέρδος. Εν συνεχεία, νομικά ο όρος αυτός συνιστά περιορισμό στο δικαίωμα εγκατάστασης των αλλοδαπών κερδοσκοπικών εκπαιδευτηρίων, καθώς είτε θα πρέπει να απόσχουν της εγκατάστασης είτε θα πρέπει να αναθεωρήσουν δραστικά το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Η απαίτηση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα είχε γίνει δεκτή από το ΔΕΕ στην υπόθεση Sodemare C-70/95 του 1997, σχετικά με την εγκατάσταση οίκων ευγηρίας στην Ιταλία. Ωστόσο, σήμερα το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο προκύπτει από την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας C-518/06 του 2009 για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η απαίτηση περί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα συνιστά περιορισμό στην πρόσβαση στην ελληνική αγορά των αλλοδαπών εκπαιδευτηρίων. Για να είναι αποδεκτή, σύμφωνα και με τη νομολογία Gebhard C-55/94 απόφαση 30.11.1995, παρ. 6 της προδικαστικής απόφασης), οφείλει να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (όπως λ.χ. η ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας, ή η ακαδημαϊκή ελευθερία), να είναι αναγκαία και να είναι αναλογική προς τον επιδιωκόμενο στόχο.
Επιπρόσθετες απαιτήσεις, σχετικά με τον έλεγχο, την πιστοποίηση και την περιοδική αξιολόγηση από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, απαγορεύονται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και των κανόνων της χώρας προέλευσης, στην οποία βασίζεται η εσωτερική αγορά, ιδίως μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Cassis de Dijon (1974). Τόσο βάσει των γενικών αρχών και του πρωτογενούς δικαίου, όσο και βάσει της οδηγίας για τις υπηρεσίες 123/2006, η οποία εφαρμόζεται στην εκπαίδευση, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να επιβάλλει όρους και ελέγχους οι οποίοι πληρούνται ήδη στο κράτος μέλος προέλευσης.
Άλλοι περιορισμοί που προβλέπει ο ν. 5094/2024, μεταξύ πολλών άλλων, είναι οι εξής: α) γενικές προϋποθέσεις: τουλάχιστον 3 σχολές, 30 καθηγητές, 80% διδακτορικά κ.λπ., β) εισαγωγή μέσω Πανελλαδικών και ΕΒΕ, γ) υψηλότατες και μη αναλογικές εγγυητικές επιστολές και υψηλότατο παράβολο κλπ. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί απαγορεύονται εκτός αν δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο, είναι απαραίτητοι και αναλογικοί (νομολογία Gebhard).
Ως εκ τούτου δεν υπάρχει, ούτε και θα μπορούσε να υπάρχει, απαίτηση ακαδημαϊκής αναγνώρισης των ευρωπαϊκών τίτλων σπουδών στη χώρα μας. Ο ν. 5094/2024 συνιστά νομοθετική επιλογή αντίθετη στο Σύνταγμα, όχι νομική αναγκαιότητα του ευρωπαϊκού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η ευθεία παραβίαση ή επικουρικώς η καταστρατήγηση του άρθρου 16 Σ. κατ’ επίκληση του ευρωπαϊκού δικαίου και σε συμμόρφωση προς αυτό. Επιπλέον, οι επιμέρους όροι αδειοδότησης και λειτουργίας των ΝΠΠΕ (που επιβάλλονται ως «αντάλλαγμα» για την ακαδημαϊκή αναγνώριση) βρίθουν περιορισμών, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της νομολογίας Gebhard. Αν αυτοί δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, είναι δύσκολο να στηριχθεί ότι είναι απαραίτητοι και αναλογικοί.
Περαιτέρω, ασχέτως των επιμέρους ρυθμίσεων, με τη ρύθμιση των ΝΠΠΕ ο Έλληνας νομοθέτης παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, με δύο τρόπους: Πρώτον, δημιουργεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργώντας εγκατάσταση δύο ταχυτήτων: αφενός αυτή που σέβεται την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και των ελέγχων του κράτους προέλευσης αλλά δίνει μόνον επαγγελματική ισοδυναμία, και αφετέρου εκείνη η οποία οδηγεί σε αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση, παραβιάζοντας πολλαπλά τις αρχές της εσωτερικής αγοράς. Δεύτερον, ευνοεί τους παρόχους εκπαιδευτικών υπηρεσιών που είναι πρόθυμοι να δεχθούν τους όρους, ελέγχους και πιστοποιήσεις που παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο.
Οι προηγούμενες επισημάνεις ως προς την παραβίαση του δικαίου της ΕΕ, είναι πιθανό να διαγνωστούν από το ΔΕΕ σε ενδεχόμενο προδικαστικό ερώτημα. Εξάλλου, ενδεχόμενο προδικαστικό ερώτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας προς το ΔΕΕ δεν θα επικεντρώνεται στην ερμηνεία του Συντάγματος, αλλά του ενωσιακού δικαίου. Συνεπώς, αν υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, πιθανότατα η απάντηση θα οδηγήσει σε υποδείξεις οι οποίες θα θέτουν περαιτέρω ζητήματα αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων του νόμου, χωρίς περιθώριο σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο «ερμηνείας» του Συντάγματος. Στην περίπτωση αυτή, η αρμοδιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος, προς εναρμόνιση με το ενωσιακό δίκαιο, είναι κατ’ άρθρ. 110 Σ. όχι του δικαστή αλλά του αναθεωρητικού νομοθέτη.
Αν όμως κριθεί, αντίθετα, ότι το δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης δεν έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρ. 16 Σ., τότε αυτό πρέπει να εφαρμοστεί με συνέπεια και χωρίς καταστρατήγησή του, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και την κοινή αντίληψη που είχαν ως σήμερα όλοι οι φορείς της πολιτείας, αναγνωρίζοντας την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρ. 16 Σ. ως προϋπόθεση ίδρυσης μη δημόσιων ΝΠΠΕ. Τέλος ενόψει της συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, ο οποίος αποτυπώνεται και στο άρθρ. 14 του ΧΘΔΕΕ και στην εκεί προβλεπόμενη επιφύλαξη των εθνικών νομοθεσιών, αναφορικά με την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ιδιώτες, το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν απαιτεί ούτε πολύ περισσότερο επιβάλλει η ίδρυση και αναγνώριση μη κρατικών πανεπιστημίων στη χώρα μας να έχει ως τίμημα τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, ο οποίος αποτελεί και την κορωνίδα του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα παγίως ισχύοντα και επιβαλλόμενα από το δίκαιο της ΕΕ η οποία αποτελεί η ίδια κράτος δικαίου και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών.
[1] Όλως ενδεικτικώς, ακαδημαϊκά όργανα προς επίλυση διαφορών, πειθαρχικό δίκαιο, ουσιαστικές ρυθμίσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων που τηρούν την αρχή της αναλογικότητας υπέρ της ακαδημαϊκής ελευθερίας
[2] Βλ. Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, 5.3.2024, σ. 34
[3] Βλ. τελείως ενδεικτικά ΣΕ 405/1984 αλλά και ΣτΕ Ολομ. 874/1992, έλεγχος νομιμότητας, ΣτΕ Ολομ. 982/2012 διαδικασία εκλογής πρυτανικών αρχών, ΣτΕ Ολομ. 1469/2016, απονομή τίτλου καθηγητή κ.λπ.
[4] Βλ. ενδεικτικά την απόφαση της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ, του αρχαιότερου πανεπιστημίου της χώρας Απόφαση Συγκλήτου Ε.Κ.Π.Α. για το σχέδιο νόμου: «Ενίσχυση Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» Φεβ. 2024 https://hub.uoa.gr/nkua-senate-decision-for-the-draft-law-of-strengthening-of-public-university/
Αναδημοσίευση από το Syntagmawatch.gr