Η κατάργηση του fact-checking από τη Meta ή πώς η έγκυρη δημόσια πληροφόρηση θυσιάζεται για ακόμα μια φορά στο βωμό του κέρδους και των (υπερ)συντηρητικών ιδεολογικών σκοπιμοτήτων
Γράφει ο Σταμάτης Πουλακιδάκος*
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Mark Zuckerberg περί διακοπής της συνεργασίας της Meta με συνεργαζόμενους οργανισμούς fact-checking (ελέγχου εγκυρότητας δημόσιας πληροφόρησης) -αρχικά- στις ΗΠΑ σίγουρα δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία». Η απόφαση αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει συνειδητοποιήσει ότι η διασπορά παραπληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή και τη διαμόρφωση τεκμηριωμένων απόψεων επί (επίδικων) ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Είναι, δε, αποτέλεσμα της κυρίαρχης λογικής/σκοποθεσίας των οργανισμών τύπου Meta (και Google, Amazon, Apple, Microsoft, και πολλών άλλων), οι οποίοι αποτελούν πρωτίστως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε ένα αέναο κυνήγι (υπερ)μεγιστοποίησης των κερδών τους. Υπό αυτή τη λογική, επί της ουσίας, δεν ενδιαφέρονται καθόλου (μα καθόλου όμως) για τη δημιουργία των κατάλληλων επικοινωνιακών συνθηκών που να προάγουν το δημόσιο διάλογο μέσω διάχυσης (πραγματικών) στοιχείων/δεδομένων και ανταλλαγής ουσιαστικών επιχειρημάτων. Αυτό, αν θέλετε, είναι γι αυτές τις εταιρείες ένα παντελώς περιττό έξοδο, το οποίο κάνουν -στο βαθμό που το κάνουν- περισσότερο για τα μάτια του κόσμου, δηλαδή για να φαίνονται στοιχειωδώς ευθυγραμμισμένες με τις σχετικές κείμενες νομοθεσίες (όπου αυτές υπάρχουν).
Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή καταφανέστατα παραβλέπει τον de facto ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως κύριες πηγές ενημέρωσης για (δισ)εκατομμύρια πολίτες. Το γεγονός ότι οι χρήστες βασίζονται στις πλατφόρμες αυτές για να ενημερωθούν, υπογραμμίζει την ευθύνη της Meta να παρέχει αξιόπιστες πληροφορίες. Με την κατάργηση του fact-checking, ανοίγει ακόμα περισσότερο ο δρόμος για την ανεξέλεγκτη διάδοση παραπλανητικού περιεχομένου, που μπορεί να επηρεάσει έτι περαιτέρω εκλογικές διαδικασίες, δημόσιες πολιτικές και την κοινή γνώμη σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η δημόσια υγεία. Όλα αυτά τα έχουμε δει έτσι κι αλλιώς να συμβαίνουν ήδη, παρά τις όποιες προσπάθειες ανάσχεσης της διάδοσης ανακριβών πληροφοριών.
Τέλος, η έλλειψη ελέγχου στις πληροφορίες μπορεί να ενισχύσει τις διακρίσεις και τις κοινωνικές εντάσεις. Παραδείγματα παραπληροφόρησης που στοχοποιούν συγκεκριμένες ευάλωτες/περιθωριοποιημένες ομάδες πληθυσμού (π.χ. πρόσφυγες, Ρομά, ομοφυλόφιλους) υπό τη μορφή εκφοράς λόγου μίσους, έχουν ήδη δείξει πόσο καταστροφικές συνέπειες μπορεί να έχει η ανεξέλεγκτη διάδοση ανακριβών έως και ψευδών πληροφοριών. Χωρίς κανένα ρυθμιστικό μηχανισμό ελέγχου, τέτοιου είδους περιεχόμενο είναι δεδομένο ότι θα (ανα)παραχθεί και θα διαδοθεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.
Ο δημόσιος διάλογος αποτελεί το θεμέλιο της δημοκρατικής διαδικασίας. Όταν οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε έγκυρη, αξιόπιστη και κατά το δυνατόν αμερόληπτη πληροφόρηση, μπορούν να συμμετέχουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση πολιτικών και κοινωνικών αποφάσεων. Αντίθετα, η παραπληροφόρηση διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, οδηγώντας σε λανθασμένες εκτιμήσεις και αποφάσεις. Η έγκυρη πληροφόρηση διασφαλίζει ότι τα κρίσιμα ζητήματα, όπως η υγειονομική φροντίδα, η κλιματική αλλαγή και οι κοινωνικές ανισότητες, συζητούνται με βάση τεκμηριωμένα δεδομένα. Αυτό είναι απαραίτητο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των θεσμών, καθώς και για την οικοδόμηση μιας διαφανούς και λειτουργικής δημοκρατίας.
Η σημασία της έγκυρης πληροφόρησης αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο σε καταστάσεις κρίσης, όπως πανδημίες ή φυσικές καταστροφές (τα έχουμε ζήσει «στο πετσί μας» και τα δύο). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες μπορεί να είναι κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ή παραποίηση των δεδομένων μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την υγεία, την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών.
Από την άλλη, η απόφαση αυτή του Zuckerberg επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση και το θέμα του fact-checking, το οποίο -ειδικά στην Ελλάδα- δεν το γνωρίζει, δυστυχώς, και πολύς κόσμος. Το fact-checking, ως διαδικασία εξέτασης της εγκυρότητας των πληροφοριών, αποτελεί ένα δυνάμει χρήσιμο εργαλείο για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης. Εστιάζοντας στην ανάλυση των γεγονότων και στον έλεγχο της πληροφορίας, οι οργανισμοί fact-checking συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας συζήτησης για επίκαιρα ζητήματα (π.χ. κλιματική κρίση, υγεία, κα.- μπορείτε να δείτε σχετικά την ιστοσελίδα check4facts.gr), αποτρέποντας ταυτόχρονα τη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών.
Παράλληλα, μέσω της διαδικασίας αυτής, οι πολίτες μαθαίνουν να αναγνωρίζουν αξιόπιστες πηγές και να υιοθετούν μια πιο κριτική στάση απέναντι στις πληροφορίες που λαμβάνουν. Σε αυτό το πλαίσιο, οι fact-checkers δεν περιορίζονται μόνο στον εντοπισμό ανακριβειών, αλλά και στην επισήμανση αξιόπιστων/έγκυρων πληροφοριών. Αυτό όχι μόνο συμβάλλει στην ενημέρωση του κοινού, αλλά και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης σε θεσμούς όπως η επιστήμη, μειώνοντας τη δυσπιστία και τον κυνισμό έναντι κάθε πληροφορίας (έχουμε όλες/οι ακούσει κατά καιρούς τη φράση «όλοι ψέματα λένε»), που έχουν ως αποτέλεσμα τη διάχυση των λεγόμενων θεωριών συνωμοσίας.
Επιπλέον, το fact-checking αποτελεί και ένα μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης. Δημόσιοι φορείς, πολιτικοί και ΜΜΕ δύνανται να γίνουν πιο προσεκτικοί ως προς την ποιότητα των πληροφοριών που διαχέουν στη δημόσια σφαίρα από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι οι δηλώσεις τους υπόκεινται σε έλεγχο/αξιολόγηση ως προς την εγκυρότητά τους.
Ωστόσο, η διαδικασία του fact-checking δεν πρέπει να θεωρείται πανάκεια, καθώς περιλαμβάνει και περιορισμούς. Κατ’ αρχάς, το fact-checking είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και πόρους (ανθρώπινους και μη). Στις περιπτώσεις όπου οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται ταχύτατα, ο έλεγχος μπορεί να καθυστερήσει, αφήνοντας την παραπληροφόρηση να επηρεάσει το κοινό, και έχοντας επί της ουσίας μηδαμινά αποτελέσματα.
Επίσης, παρότι το fact-checking βασίζεται σε τεκμήρια, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ιδεολογικής υποκειμενικότητας στις μεθόδους και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των πληροφοριών. Επιπρόσθετα, ακριβώς λόγω της ερευνητικής φύσης του fact-checking (ουσιαστικά αποτελεί ένα «υβρίδιο» ερευνητικής δημοσιογραφίας και επιστημονικής κοινωνικής έρευνας), οι οργανισμοί fact-checking συχνά επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα θέματα ή περιοχές, αφήνοντας εκτός ελέγχου άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα.
Τέλος, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη και τη «ζήτηση» για ανακριβείς πληροφορίες. Υπάρχουν πολυάριθμες έρευνες, ειδικά από το χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας, οι οποίες κατονομάζουν μια σειρά παραγόντων που επιδρούν σε ενδο-ατομικό επίπεδο και οδηγούν αρκετά άτομα στην ανάγκη να εντοπίσουν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν δικές τους προϊούσες αντιλήψεις/πεποιθήσεις,
Το fact-checking δεν αποτελεί πανάκεια για την επίλυση όλων των προβλημάτων που σχετίζονται με την παραπληροφόρηση. Είναι εργαλείο βελτίωσης της ακρίβειας των πληροφοριών και όχι μέσο καταπολέμησης της προπαγάνδας. Ο βασικός του στόχος είναι η παροχή ακριβών πληροφοριών και όχι η αλλαγή πολιτικών πεποιθήσεων. Ωστόσο, ακόμα και με τους περιορισμούς του, μπορεί να συμβάλει -έστω και λίγο- στην αναβάθμιση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου. Ειδικά εάν εφαρμοστεί σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα μηντιακού εγγραμματισμού που θα πρέπει να αποτελέσει μέρος της τυπικής εκπαίδευσης από τις πολύ πρώτες βαθμίδες της, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματικά συντονισμένη προσπάθεια ενάντια στην παραπληροφόρηση που φαντάζει (και μέχρι στιγμής είναι), εξαιτίας των συστημικών ριζών της ανίκητη. Η όρεξη και η τεχνογνωσία από την πλευρά της επιστημονικής κοινότητας υπάρχει, η πολιτική βούληση ακόμα αναζητάται, και θα αναζητάται -μάταια- εις το διηνεκές.
*Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και συντονιστής της πλατφόρμας «Check4Facts»