Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2024 αποτελεί αναμφίβολα ένα από το πλέον σημαντικά γεγονότα της περασμένης χρονιάς. Η επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του θέτει μία σειρά ερωτήματα γύρω από την επίδραση που θα έχουν οι πολιτικές που θα προωθήσει σε μία σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με την αμερικανική δημοκρατία αλλά και το διεθνές περιβάλλον.
Ο Ρόμπερτ Λέιθαμ, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Γιορκ στον Καναδά, μιλά στο ΕΝΑ για τα αίτια εκλογής του Τραμπ και για τις προοπτικές της νέας προεδρικής του θητείας.
* Συνέντευξη στον Κώστα Ελευθερίου, Συντονιστή του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης ΕΝΑ
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν πράγματι ιδιαίτερα δηλωτικό. Ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του;
Στην επιφάνεια των βασικών όρων του πολιτικού ανταγωνισμού, οι Δημοκρατικοί οργάνωσαν μια αδύναμη προεκλογική εκστρατεία και οι Ρεπουμπλικάνοι μια σχετικά δυνατή. Οι Δημοκρατικοί δεν ήταν καθαροί ως προς τις προτεραιότητες της επόμενης θητείας τους. Τοποθετήθηκαν πάνω σε ένα πολύ ευρύ και διάχυτο σύνολο θεμάτων, από την οικονομία και τα κοινωνικά δικαιώματα μέχρι την εξωτερική πολιτική, προσπαθώντας να απευθυνθούν σχεδόν σε κάθε τμήμα του αμερικανικού πληθυσμού. Υιοθέτησαν ακόμη και προτάσεις της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, όπως η κατάργηση του φόρου στα φιλοδωρήματα. Τη στρατηγική αυτή ενσάρκωσε η Κάμαλα Χάρις, η οποία, ακόμη και στην ίδια ομιλία, επεδίωκε να καλύψει όλες τις πιθανές απόψεις και θεματικές. Ένα κραυγαλέο παράδειγμα είναι ο πόλεμος στη Γάζα, όπου, ενώ εξέφραζε τη στήριξή της στη θέση της αμερικανικής κυβέρνησης υπέρ του Ισραήλ, την ίδια στιγμή αναγνώριζε με κάποιον τρόπο και τις αιτιάσεις των φοιτητών που διαδήλωναν στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις υπέρ των Παλαιστινίων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Χάρις τα πήγε πολύ άσχημα στις προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη υποψηφίου Προέδρου των Δημοκρατικών το 2020, καθώς η υποψηφιότητά της θεωρήθηκε μη ελκυστική και μη χαρισματική. Επίσης, η όλη διαδικασία της μετάβασης από τον Μπάιντεν στη Χάρις αποτέλεσε μειονέκτημα για αυτήν, καθώς θεωρήθηκε ότι έγινε βεβιασμένα, χωρίς η Χάρις να διαθέτει το χρόνο για να συγκροτήσει μια στέρεη βάση υποστηρικτών στο κόμμα. Αυτό ίσως να εξηγεί τη σχετικά μεγάλη μείωση της συμμετοχής ψηφοφόρων των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2024 σε σύγκριση με τις εκλογές του 2020, κάτι που φαίνεται να επαναλαμβάνει την εμπειρία της υποψηφιότητας της Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές του 2016, η οποία επίσης δεν είχε καταφέρει να κινητοποιήσει τον μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος που και τότε αναμενόταν.
Αντίθετα, ο Τραμπ κατόρθωσε να κινητοποιήσει ψηφοφόρους που κανονικά επέλεγαν να μην ψηφίζουν, οι οποίοι όμως αναμενόταν ότι θα τον ψήφιζαν εάν προσέρχονταν στην κάλπη (όπως και έγινε) – τους λεγόμενους «περιστασιακούς ψηφοφόρους» (casual voters). Σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί πιστοί χριστιανοί, ακόμη και κάτοχοι όπλων, για τους οποίους θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι θα είχαν σε κάθε εκλογικό κύκλο το κίνητρο να ψηφίζουν για την προστασία του δικαιώματος στην οπλοκατοχή (Δεύτερη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος).
Όσον αφορά την επικοινωνιακή του πολιτική, ο Τραμπ είναι εξαιρετικός στο να εκπέμπει ένα πολύ σαφές πολιτικό μήνυμα, με βασικές προτεραιότητες που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά: οικονομία, παράνομη μετανάστευση και τερματισμός των πολέμων που υποστηρίζουν και χρηματοδοτούν οι ΗΠΑ (κυρίως στην Ουκρανία, αλλά ακόμη και στο Ισραήλ/στην Παλαιστίνη).
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά την τηλεμαχία Χάρις – Τραμπ, πολλοί ανεξάρτητοι ψηφοφόροι χωρίς κομματική ένταξη, που ερωτήθηκαν σχετικά σε έρευνες κοινής γνώμης, δήλωναν ότι δεν ήταν σίγουροι για τις προτεραιότητες που είχε θέσει η Χάρις για την κυβέρνησή της, ενώ αντίθετα τούς φαίνονταν απολύτως ξεκάθαρες οι προτεραιότητες του Τραμπ. Σε ό,τι αφορά την απήχηση των δύο υποψηφίων, εάν ελαχιστοποιήσουμε -όσο μπορούμε- τις όποιες πολιτικές προκαταλήψεις έχουμε, είναι δύσκολο να αρνηθούμε το γεγονός ότι ο Τραμπ διαθέτει μια χαρισματική δημόσια παρουσία. Ξέρει πώς να δίνει την εντύπωση ότι είναι ένας «συνηθισμένος τύπος» που έχει το ταλέντο και την τόλμη «να τα λέει χύμα», χρησιμοποιώντας μια γλώσσα και ένα απλό, λαϊκό ύφος που έρχονται σε αντίθεση με το ύφος ενός επαγγελματία πολιτικού. Εκεί όπου πολλοί Δημοκρατικοί και προοδευτικοί βλέπουν συνήθως έναν αστοιχείωτο καυχησιάρη που παριστάνει τον πρόεδρο, πολλοί απλοί άνθρωποι βλέπουν κάποιον με τον οποίο μπορούν να ταυτιστούν και ο οποίος τούς δίνει πληροφορίες για τη ζωή τους και τον πολιτικό κόσμο γύρω τους. Για μένα αυτό είναι ολοφάνερο, αλλά, όταν το επισημαίνω σε προοδευτικούς πολιτικούς παράγοντες που γνωρίζω ή ακόμη και σε καθηγητές κοινωνικών επιστημών, πολλοί νομίζουν ότι έχω παρασυρθεί σε μια λανθασμένη συμπάθεια προς το πρόσωπό του.
Από τα τρία βασικά θέματα της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, είναι γνωστό ότι η οικονομία ήταν το πιο σημαντικό. Η καμπάνια του κατάφερε να παίξει απλώς το χιλιοπαιγμένο τροπάριο του «δεν είστε σε χειρότερη θέση τώρα απ’ ό,τι τέσσερα χρόνια πριν;». Με δεδομένο τον πληθωρισμό, που επηρεάζει ιδίως τις τιμές των τροφίμων, και την αργή αύξηση των θέσεων εργασίας, η απάντηση του μέσου Αμερικανού ήταν ένα σαφές «ναι». Το επιτελείο του Τραμπ κατάφερε επανειλημμένα να συγκεντρώσει και να προβάλει συνεντεύξεις ανθρώπων κάθε είδους καταγωγής, φυλής και εθνικότητας που ενίσχυαν την άποψη ότι η «ζωή ήταν πολύ καλύτερη» με τον Τραμπ. Οι Ρεπουμπλικάνοι βρήκαν στη συνέχεια έναν τρόπο να συνδέσουν την οικονομία με τη μετανάστευση, υποστηρίζοντας επανειλημμένα ότι οι παράνομοι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές από τους κανονικούς ανθρώπους (ακόμη αυτές που ονόμασαν «μαύρες δουλειές») κι ότι η στήριξη των παρανόμως νεοεισερχόμενων στοιχίζει κάθε χρόνο επιπλέον δισεκατομμύρια δολάρια – χρήματα που θα μπορούσαν να δοθούν στους Αμερικανούς. Φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος της απροσδόκητης στήριξης που έλαβε ο Τραμπ από μαύρους (και Λατίνους) άνδρες κάτω των σαράντα σε ολόκληρη τη χώρα συνδέεται με την πεποίθηση ότι «τα πράγματα ήταν καλύτερα τότε», με τον Τραμπ. Το επιτελείο του προσπάθησε, επίσης, να τον προβάλει σαν έναν θρασύτατο αμφισβητία της άδικης αστυνομικής εξουσίας –αναδεικνύοντας τις διάφορες κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί εναντίον του– με την ελπίδα ότι αυτό θα ενίσχυε περαιτέρω τη στήριξή του από νεότερους μαύρους άνδρες.
Στη συνάφεια αυτή, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η προώθηση της υποψηφιότητάς του από προβεβλημένους podcasters και προσωπικότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναδείχθηκε σε μια πολύ σημαντική πτυχή της προεκλογικής του εκστρατείας. Συνέπεσε δε με την εξαγορά του Twitter από τον Ίλον Μασκ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι με αυτό τον τρόπο κατάφερε να περιορίσει ορισμένους τρόπους με τους οποίους το δεξιό πολιτικό περιεχόμενο καθίστατο λιγότερο ορατό στην πλατφόρμα στο παρελθόν – οι υποστηρικτές του Τραμπ ισχυρίζονται ότι αυτό συνιστούσε λογοκρισία. Βοηθήθηκε, επίσης, από την επιτυχία μιας παραλλαγής του YouTube που ονομάζεται Rumble.com. Ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε αυτές τις εκλογές συνιστά μια πραγματική τομή σε σχέση με το παρελθόν. Παλιότερα υπήρχε εξάρτηση από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, όπως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Αυτή τη φορά η χρήση και ο αντίκτυπος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ξεπέρασαν κατά πολύ οποιεσδήποτε πρακτικές και εξελίξεις είχαμε δει σε προηγούμενες εκστρατείες, από τις καμπάνιες του Ομπάμα και έπειτα.
Επιπλέον, η «δουλειά βάσης» των Ρεπουμπλικάνων φαίνεται πως υιοθέτησε πρακτικές που συνδέονται ιστορικά με τους Δημοκρατικούς. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εγγραφή ψηφοφόρων για να ψηφίσουν με επιστολική ψήφο ή διά ζώσης ή και για να ενταχθούν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πολύ πριν από τις εκλογές και η διασφάλιση ότι αυτοί πράγματι θα ψηφίσουν την ημέρα των εκλογών.
Πολλοί ακτιβιστές του Δημοκρατικού Κόμματος που συντόνιζαν ή ασκούσαν αυτές τις πρακτικές πίστευαν εσφαλμένα ότι ανήκαν στη μόνη πλευρά που το έκανε αυτό, παρασυρμένοι ενδεχομένως από τα περιβάλλοντα ευθύνης τους, τα οποία ήταν ευνοϊκά διακείμενα προς το Δημοκρατικό Κόμμα. Οι Ρεπουμπλικάνοι οργάνωσαν, επίσης, ένα πολύ μεγάλο δίκτυο δικηγόρων, που αναπτύχθηκε σε όλη τη χώρα, ώστε να έχουν την ετοιμότητα και τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν οποιαδήποτε εκλογική πρακτική θεωρούσαν δυσμενή για το κόμμα τους.
Σε ένα μακρο-επίπεδο, μπορεί πράγματι να είναι σε εξέλιξη μια πολιτική επανευθυγράμμιση στις ΗΠΑ. Έχουν προηγηθεί πολλές δεκαετίες ακτιβιστικής δράσης γύρω από κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα που σχετίζονται με τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τη μετανάστευση, στα οποία δόθηκε ουσιαστική πολιτική απάντηση μέσα από πολιτικές και ατζέντες που υιοθετήθηκαν σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, από το τοπικό ως το ομοσπονδιακό, από ηγέτες και αξιωματούχους που συνδέονταν με το Δημοκρατικό Κόμμα, έχοντας τη στήριξη των κατοίκων των μεγαλύτερων αμερικανικών πόλεων, της προοδευτικής νεολαίας και φιλελευθέρων μεγαλύτερης ηλικίας. Την ίδια στιγμή, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ανατράφηκαν ή ένιωθαν ότι συνδέονται με ένα πιο παραδοσιακό κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο εδράζεται σε πτυχές του αμερικανικού πατριωτισμού, στις ιστορικά καθιερωμένες ταυτότητες φύλου, στην αίσθηση ότι πρέπει όλοι να αντιμετωπίζονται ισότιμα και όχι να απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης ως αντιστάθμισμα για αποκλεισμούς του παρελθόντος, καθώς και στην αποδοχή της αμερικανικής μεταναστευτικής παράδοσης, που νομιμοποιεί όσους έρχονται στη χώρα με επίσημο και νόμιμο τρόπο. Δεν πρόκειται για έναν ηλικιακό διαχωρισμό, καθώς και πολλοί νέοι Αμερικανοί συμμερίζονται πλευρές αυτής της παραδοσιακής στάσης. Ούτε πρόκειται για έναν εθνοφυλετικό διαχωρισμό, δεμένου ότι πολλές εθνότητες, ιδίως οι Λατίνοι, διατηρούν περισσότερο παραδοσιακές απόψεις, λόγω της καθολικής τους ταυτότητας, ενώ και οι μαύροι Αμερικανοί μπορεί να έχουν παραδοσιακές κοινωνικές και θρησκευτικές στάσεις. Βασικά, η καμπάνια του Τραμπ κατάφερε να συνδέσει με επιτυχία την παράδοση με την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του. Η ξεκάθαρη υποστήριξή του στο Ισραήλ αύξησε τις παραδοσιακά δημοκρατικές εβραϊκές ψήφους υπέρ του, όπως και εκείνες των χριστιανών σιωνιστών, οι οποίοι είναι μια ακόμα μεγαλύτερη ομάδα, κατά δεκάδες εκατομμύρια. Ίσως ένας από τους καλύτερους δείκτες αυτής της επανευθυγράμμισης είναι η επιτυχία του στην ηλικιακή ομάδα 18-29 ετών, η οποία φαίνεται ότι τον στήριξε πλειοψηφικά, και η υποστήριξη αυτή φαίνεται πως αυξάνεται σταθερά μετά τις εκλογές[1].
Αυτό που μπορεί να συμβαίνει είναι η αποκρυστάλλωση ενός συνασπισμού υποστηρικτών της πολιτικής του Τραμπ αποτελούμενου από ανθρώπους οι οποίοι είτε είχαν αποσυρθεί από την πολιτική διαδικασία είτε διατηρούσαν χαλαρούς και περιστασιακούς δεσμούς με το Δημοκρατικό Κόμμα στο παρελθόν. Για όσους βλέπουν τα πράγματα με διαλεκτικούς όρους, αυτός ο δυνητικός, νέος πολιτικός σχηματισμός θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια απάντηση στον κοινωνικό ακτιβισμό και τις αλλαγές που περιέγραψα παραπάνω. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτός ο πολιτικός σχηματισμός θα μπορέσει να διατηρηθεί, αλλά η πιθανότητα διατήρησής του υπάρχει.
Υπάρχει μια έντονη συζήτηση γύρω από την εργατική ψήφο και τον αντίκτυπό της στο εκλογικό αποτέλεσμα. Μήπως η Χάρις στην πραγματικότητα έχασε λόγω της μείωσης της επιρροής της στην εργατική τάξη;
Όσον αφορά τη (μη) υποστήριξη των εργατών προς τη Χάρις, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αυτή αφορά πρωτίστως το Δημοκρατικό Κόμμα per se, παρά την ίδια συγκεκριμένα. Η ίδια δεν είχε κάποιο ιστορικό άμεσης οικοδόμησης σχέσεων με την εργατική τάξη. Στο παρελθόν, ο Τζο Μπάιντεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια κοντινή σχέση με τα εργατικά στρώματα, ιδίως στις μεσοατλαντικές (Mid-Atlantic) πολιτείες, όπως η Πενσιλβάνια, το Νιου Τζέρσεϊ και το Ντελαγουέαρ. Είχε το παρατσούκλι «Σκράντον Τζο», επειδή η οικογένειά του είχε ζήσει για ένα διάστημα στο Σκράντον της Πενσιλβάνια, μια κατεξοχήν εργατική πόλη. Γενικότερα, είναι γνωστό ότι τα αμερικανικά εργατικά συνδικάτα διατηρούν παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο κατάφερε, από τη δεκαετία του 1930, να αυτοαποκαλείται «το κόμμα της εργατικής τάξης» στην Αμερική. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η συμμετοχή στα συνδικάτα καλύπτει σήμερα μόνο το 10% περίπου του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ. Η Χάρις σε γενικές γραμμές έλαβε μεταξύ των μελών συνδικάτων με δικαίωμα ψήφου περισσότερες ψήφους από ό,τι ο Τραμπ (περίπου 10%). Τι γίνεται όμως με τους εργαζομένους που δεν είναι μέλη συνδικάτων, οι οποίοι αποτελούν το 90% του συνόλου των εργαζομένων στις ΗΠΑ; Ενώ είναι πολύ νωρίς για να υπολογίσουμε ακριβώς τη στήριξη που έλαβε ο Τραμπ από αυτούς τους τελευταίους, είναι σαφές ότι η νίκη του σε Πολιτείες όπου ζει σημαντικός αριθμός Αμερικανών εργατών, όπως το Ουισκόνσιν και το Μιζούρι, υποδηλώνει ότι είχε αξιοσημείωτη στήριξη από τμήματα της εργατικής τάξης. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι, εφόσον η Χάρις δεν εξασφάλισε αρκετές εργατικές ψήφους ώστε να κερδίσει την πλειοψηφία σε αυτού του τύπου τις Πολιτείες –με την εξαίρεση της Μινεσότα και του Ιλινόι–, επρόκειτο πράγματι για έναν καθοριστικό για το εκλογικό αποτέλεσμα παράγοντα.
Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα είναι η διαρκής επίκληση εκ μέρους του Τραμπ των παραδοσιακών αξιών της αμερικανικής κουλτούρας και κοινωνικής ζωής, όπως η συμβατική οικογένεια και ο πατριωτισμός, σε συνδυασμό με το σαφές μήνυμα που εξέπεμψε για την οικονομία. Ο ισχυρισμός δηλαδή ότι θα φέρει τις βιομηχανίες πίσω στις ΗΠΑ μέσω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές και της θέσπισης φορολογικών κινήτρων για τις επιχειρήσεις.
Το δεξιό λαϊκιστικό ρεύμα του Τραμπ φαίνεται να είναι η κυρίαρχη δύναμη στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ποιες πολιτικές θα αποτελέσουν την ατζέντα του νέου Προέδρου;
Ο Τραμπ φαίνεται να είναι αποφασισμένος να τηρήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό στην προηγούμενη προεδρική του θητεία, το 2016-2020. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι που επέλεξε κατά την τελευταία θητεία του για να αναλάβουν καίριους ρόλους ως επικεφαλής υπουργείων και κυβερνητικών οργανισμών ήταν στενά συνδεδεμένοι με το υφιστάμενο σύστημα εξουσίας στην Ουάσιγκτον και ότι δεν είχαν λόγους να επιδιώξουν ουσιωδώς οποιαδήποτε αλλαγή. Πιθανότατα ο Τραμπ προσπαθούσε τότε να περάσει στο κατεστημένο το μήνυμα ότι θα μπορούσε να σχηματίσει μια σταθερή κυβέρνηση. Αντίθετα, μετά από τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, η επιλογή των υποψηφίων που προτείνει για την ανάληψη διάφορων κυβερνητικών θέσεων κατά την επερχόμενη θητεία του υποδεικνύει ότι αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα. Για παράδειγμα, στον τομέα της μετανάστευσης επέλεξε τον Τομ Χόμαν για να γίνει ο λεγόμενος «τσάρος των συνόρων». Ο Χόμαν δηλώνει αποφασισμένος, ευθύς αμέσως με την ανάληψη των καθηκόντων του, τόσο να ενισχύσει τα σύνορα όσο και να απελάσει τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, ξεκινώντας από αυτούς που σχετίζονται με εγκληματικές δραστηριότητες. Για την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και Ανθρώπινων Υπηρεσιών έχει επιλεγεί ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, για τον οποίο ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι μπορεί να υπηρετήσει την ατζέντα του για μια πιο προσεκτική αντιμετώπιση των εμβολίων, για τον έλεγχο της ευρείας γκάμας χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων και για τον περιορισμό της επιρροής των φαρμακευτικών εταιρειών στην αμερικανική κυβέρνηση. Ο Τραμπ έχει δηλώσει, επίσης, ότι θα απαλλάξει τις επιχειρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου από τους περιορισμούς στην παραγωγή και εξερεύνηση πηγών ενέργειας – κάτι που είχε καταφέρει να δρομολογήσει κατά την προηγούμενη θητεία του, το 2016. Η επιλογή του για την ηγεσία της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος, ο Λι Ζέλντιν, θα είναι αρκούντως πρόθυμος να κατευθύνει την Υπηρεσία στην εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.
Όσον αφορά την οικονομία, ο Τραμπ έχει θέσει ως στόχο την ανοικοδόμηση της αμερικανικής βιομηχανίας, μετά από δεκαετίες «λουκέτων», καθώς οι επιχειρήσεις βασίζονταν στην παραγωγή στο εξωτερικό, ιδίως στην Κίνα και το Μεξικό. Ένας συνδυασμός υψηλών δασμών στις εισαγωγές και φορολογικών κινήτρων για την εγχώρια βιομηχανική δραστηριότητα φαίνεται να είναι η επιθυμητή προσέγγιση για να επιτευχθεί αυτό. Θα επιδιώξει και πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις, με γνώμονα τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης. Ο προτεινόμενος υποψήφιος για τη θέση του Υπουργού Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, είναι αποφασισμένος να θέσει τα παραπάνω σε εφαρμογή και να βρει τρόπους για να διασφαλίσει ότι το αμερικανικό δολάριο θα παραμείνει το κύριο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Είναι επίσης πολύ ξεκάθαρο ότι ο Τραμπ θέλει να μεταρρυθμίσει την αμερικανική γραφειοκρατία, με προτεραιότητα στους τομείς της δικαιοσύνης και της ασφάλειας. Οι επιλογές του για τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, αρχικά ο Ματ Γκετζ (ο οποίος αποσύρθηκε) και τώρα η Παμ Μπόντι, δείχνουν ότι θέλει να περιορίσει τη δυνατότητα του ομοσπονδιακού νομικού συστήματος να απαγγέλλει κατηγορίες για πολιτικούς λόγους. Ο ίδιος ο Τραμπ βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών δικαστικών υποθέσεων τα τελευταία χρόνια, ωστόσο είναι πολύ πιθανό να ανοίξουν υποθέσεις και να ληφθούν μέτρα σε βάρος κυβερνητικών αξιωματούχων που συμμετείχαν σε αυτό που θεωρήθηκε από τον ίδιο ως πολιτική δίωξη επί προεδρίας Μπάιντεν. Έτσι, σε έναν βαθμό, οι πολιτικές διώξεις θα συνεχιστούν ως αντίστροφα αντίποινα. Ο προτεινόμενος διορισμός του Κας Πατέλ στη θέση του επικεφαλής του FBI ενισχύει αυτή την πιθανότητα. Η άλλη πτυχή της μεταρρύθμισης της αμερικανικής γραφειοκρατίας είναι η πρόθεση να επιτευχθεί η κυβερνητική «αποτελεσματικότητα». Ο τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσω της προτεινόμενης σύστασης ενός «Υπουργείου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας», του οποίου θα ηγηθούν οι επιχειρηματίες και φανατικοί υποστηρικτές του Τραμπ Ίλον Μασκ και Βίβεκ Ραμασάουμι. Αυτοί εισηγούνται την ανάγκη περικοπής προγραμμάτων και προσωπικού που τους φαίνονται περιττά ή αναποτελεσματικά και την ανίχνευση προσεγγίσεων στη διοίκηση που είναι πολύ πιο «οικονομικά αποδοτικές». H εν λόγω διαδικασία χαρακτηρίζεται από μια δέσμευση περιστολής της κρατικής ρύθμισης, ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με τις επιχειρήσεις, και είναι πιθανόν αυτή η αποστολή να αποτελεί τον κύριο στόχο τους, με δεύτερο τη μείωση του κόστους της κυβέρνησης.
Οι τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας αναμένεται να είναι οι πιο σύνθετοι. Ο Τραμπ έχει διαμηνύσει ότι δεν θέλει οι ΗΠΑ να συμμετέχουν σε ή να υποστηρίζουν συγκρούσεις που δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια της χώρας. Στην κατηγορία αυτή εντάσσει και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος θεωρεί ότι έχει, στην καλύτερη περίπτωση, έμμεσες επιπτώσεις στην ασφάλεια των ΗΠΑ. Ο νέος Πρόεδρος ισχυρίζεται ότι θέλει να βοηθήσει να τερματιστεί ο πόλεμος αυτός με κάποιου είδους διευθέτηση. Όσον αφορά το Ισραήλ, έχει δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να επιτρέψουν στο Ισραήλ –και να το βοηθήσουν– να κάνει γρήγορα ό,τι χρειάζεται προκειμένου να τερματίσει τη στρατιωτική του δράση στην περιοχή με τρόπο που να ικανοποιεί το στόχο της ασφάλειάς του. Είναι πιθανό, επομένως, ο Τραμπ να προσπαθήσει να επαναφέρει σε ισχύ τις Συμφωνίες του Αβραάμ (2020-2021)[2]. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι τι είναι διατεθειμένος να κάνει για να περιορίσει τη δράση του Ιράν. Φαίνεται να αφήνει να εννοηθεί ότι θα επιστρέψει σε μια αυστηρή πολιτική κυρώσεων. Θεωρεί λοιπόν ότι το Ιράν αποτελεί ευθεία απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ; Εάν αυτό ισχύει, πόσο μακριά θα φτάσει ο Τραμπ προκειμένου να επιτρέψει την ανάληψη άμεσης δράσης των ΗΠΑ εναντίον του; Η έλλειψη σαφήνειας σε αυτό το πεδίο φαίνεται από τις επιλογές υποψηφίων του Τραμπ. Η επιλογή του Μάρκο Ρούμπιο για τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών υποδηλώνει ότι ο Τραμπ είναι ανοικτός στην επιρροή mainstream πολιτικών επιλογών της Ουάσιγκτον υπέρ της σκληρής γραμμής κατά του Ιράν, της Ρωσίας, ακόμη και της Κίνας, που συνήθως συνδέονται με τους λεγόμενους «νεοσυντηρητικούς». Από την άλλη πλευρά, η υποψηφιότητα της Τάλσι Γκάμπαρντ για τη θέση της επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών υποδηλώνει μια ουσιαστική δέσμευση για την αποφυγή εμπλοκής σε τέτοιες προσπάθειες. Ορισμένοι δεξιοί σχολιαστές υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό ο Τραμπ έχει στη διάθεσή του επιλογές τόσο υπέρ των πιο σκληρών όσο και υπέρ των πιο ήπιων προσεγγίσεων στο θέμα της εθνικής ασφάλειας.
Τίθεται έτσι το ερώτημα αν η νέα κυβέρνηση Τραμπ θα καταφέρει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε ο ίδιος κατά την προεκλογική περίοδο. Υπό το πρίσμα ότι το «Project 2025» είναι, από πολλές απόψεις, αρκετά ριζοσπαστικό από δεξιά σκοπιά.
Πιθανότατα το πιο δύσκολο έργο που έχει μπροστά του ο Τραμπ είναι η μεταρρύθμιση της γραφειοκρατίας, δεδομένου του μεγέθους και της πολυπλοκότητας της αμερικανικής κυβέρνησης, με πάνω από 500 οργανισμούς και με αχανή συστήματα κωδικών να εμπλέκονται σε κάθε πτυχή της ζωής στην Αμερική. Η επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση δεν αποσκοπεί απλώς στην καλύτερη και πιο αποδοτική οικονομικά παροχή υπηρεσιών, αλλά στην περιστολή της κρατικής ρύθμισης σε όλο το φάσμα της οικονομικής ζωής. Κατά την προεκλογική περίοδο, οι Δημοκρατικοί κατηγορούσαν τον Τραμπ ότι υιοθετεί το Project 2025, ένα μακροσκελές κείμενο πολιτικής του Heritage Foundation. Ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για μια ριζοσπαστική θέση που, εάν ακολουθηθεί, θα μπορούσε να υπονομεύσει τον διοικητικό μηχανισμό που οικοδομήθηκε στη διάρκεια ενός αιώνα για την αντιμετώπιση των αναγκών των Αμερικανών. Ο Τραμπ αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με αυτό το κείμενο, ορισμένοι όμως πιστεύουν ότι η κυβέρνησή του θα επιδιώξει να πετύχει τους στόχους που αυτό θέτει, για παράδειγμα μέσω του Γραφείου Διοίκησης και Προϋπολογισμού, σε συνεργασία με το προτεινόμενο «Υπουργείο Κυβερνητικής Αποδοτικότητας» (υπό τους επιχειρηματίες Ίλον Μασκ και Βίβεκ Ραμασουάμι). Εάν το εξετάσουμε στην ιστορική του προοπτική, έχοντας στο μυαλό μας τη Δεξιά, το κείμενο δεν είναι αληθινά ριζοσπαστικό: Πρόκειται για ένα εκτενές έγγραφο που καταπιάνεται με πολλούς τομείς, ακόμη και με την εξωτερική πολιτική και την εξωτερική βοήθεια, ζητώντας περισσότερο ορθολογικές διαδικασίες στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών και μεγαλύτερη σαφήνεια μεταξύ στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας. Υποστηρίζει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας.
Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις για τη στήριξη της παραδοσιακής οικογένειας και για την καλύτερη εποπτεία του περιεχομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχει ως αποδέκτες παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της πορνογραφίας και των τρανς θεμάτων, συνδέονται με την κλασική συντηρητική ιστορία των ιδεών που ανατρέχει πολλές δεκαετίες πίσω (τότε με έμφαση στην τηλεόραση και τα περιοδικά). Ο κύριος λόγος για τον οποίο το έγγραφο φαίνεται ριζοσπαστικό στους προοδευτικούς Αμερικανούς είναι επειδή η αμερικανική Κεντροαριστερά σήμερα έχει φτάσει να υποστηρίζει θέσεις που οι παραδοσιακοί Αμερικανοί θεωρούν πολύ ακραίες (όπως, για παράδειγμα, το να επιτρέπεται η παροχή βοήθειας σε ανηλίκους για φυλομετάβαση). Ως εκ τούτου, προτάσεις που υπονομεύουν τις σημερινές προοδευτικές θέσεις φαντάζουν ριζοσπαστικές.
Όσον αφορά τις προτάσεις για θεσμικές μεταρρυθμίσεις, η κατάργηση του Υπουργείου Παιδείας, που προτείνεται στο έγγραφο, ήταν στην ατζέντα του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ενός προέδρου που είχε διασυνδέσεις με το Heritage Foundation (μια οργάνωση που έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα σαν το Project 2025 από τη δεκαετία του 1970). Η βασική λογική των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων είναι ο πιο άμεσος έλεγχος των ομοσπονδιακών οργανισμών από τον Πρόεδρο. Και αυτό σχετίζεται με την πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, καθώς επιχειρήθηκε τόσο από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ όσο και από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ο δε Ρέιγκαν δεν πέτυχε ποτέ τον ολοκληρωτικό έλεγχο, παρά τα οκτώ χρόνια που έμεινε στην εξουσία. Ο Τραμπ, έχοντας μπροστά του τέσσερα χρόνια, είναι πιθανό να βρεθεί κι αυτός αντιμέτωπος με τα αντίστοιχα όρια.
Συμφωνείτε με την εκτίμηση ότι η δημοκρατία αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες;
Θεωρώ ότι η άποψη σύμφωνα με την οποία η εκλογή του Τραμπ σηματοδοτεί ένα πραγματικό ενδεχόμενο υπονόμευσης της δημοκρατίας είναι υπερβολική αυτή τη στιγμή. Ο ισχυρισμός αυτός είχε ως πιο επείγοντα στόχο να προκαλέσει φόβο, προκειμένου να κινητοποιήσει ψηφοφόρους ενάντια στον Τραμπ. Είναι επίσης πιθανό να απηχεί μια αίσθηση μεταξύ των προοδευτικών ότι, εάν η ατζέντα τους δεν ακολουθείται ή και ανατρέπεται, τότε αυτό είναι αντιδημοκρατικό. Από την άλλη, ορισμένοι φαίνεται να υπονοούν ότι η λειτουργία της κυβερνητικής γραφειοκρατίας συνιστά από μόνη της μια πτυχή της δημοκρατίας, οπότε ο όποιος περιορισμός της θεωρείται αντιδημοκρατικός. Εάν όμως αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία στις ΗΠΑ με τη συνταγματική της έννοια, ότι δηλαδή ο λαός καλείται να επιλέξει, μέσω τακτικών εκλογών, τους αντιπροσώπους του, που υπηρετούν στην κυβέρνηση για περιορισμένες θητείες, τότε δεν βλέπω καμία ένδειξη τώρα ότι ο Τραμπ θα το υπονόμευε αυτό (μια άλλη πιθανή δημοκρατική πτυχή του Συντάγματος που θα μπορούσε να τεθεί σε ισχύ θα ενεργοποιούνταν εάν το Κογκρέσο συγκαλούσε συνταγματική συνέλευση, πράγμα εξαιρετικά απίθανο να συμβεί). Αντιπρόσωποι, όπως οι υποψήφιοι πρόεδροι, κατέρχονται στις εκλογές εκφράζοντας πλατφόρμες δυνητικών στόχων και πολιτικών προτάσεων, βάσει των οποίων υπερψηφίζονται από τους πολίτες. Και οι εν λόγω υποψήφιοι, εφόσον εκλεγούν, αναμένεται στη συνέχεια να υλοποιήσουν τις πλατφόρμες τους ή έστω να προωθήσουν πολιτικές που να συνάδουν με τους στόχους και τις αξίες που διατύπωσαν κατά την προεκλογική περίοδο. Προς το παρόν, δεν διαφαίνεται ότι οι στόχοι τους περιλαμβάνουν τον περιορισμό ή τον τερματισμό της δημοκρατικής διαδικασίας στις ΗΠΑ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα των ΗΠΑ είναι ένα σύνολο διαδικασιών και πρακτικών αρχών που αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση και τη διατήρηση ενός αβασίλευτου καθεστώτος (republic), πρόκειται όμως για ένα δημοκρατικό αβασίλευτο καθεστώς (democratic republic), ιδίως λόγω της καθορισμένης διαδικασίας που έχει θεσπίσει για την εκλογή αντιπροσώπων. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη (Bill of Rights) αναφέρεται σε ατομικές ελευθερίες, όπως η ελευθερία του λόγου και του συνέρχεσθαι ή η αποτροπή άδικης δίωξης. Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι η δυνατότητα ενός προοδευτικού πολιτικού να υπερασπίζεται ή να προωθεί τους πολιτικούς στόχους του είναι δημοκρατική. Και αν αυτή περιοριστεί, αυτό είναι αντιδημοκρατικό. Ωστόσο, ακόμη και αν η απόλυτη ελευθερία του λόγου περιορίζεται (πράγμα που συμβαίνει όταν θεωρείται ότι προξενεί άμεση βλάβη) ή λογοκρίνεται, αυτό αποτελεί παραβίαση της πολιτικής ελευθερίας και όχι της δημοκρατίας καθαυτής. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Ωστόσο, τέτοιοι περιορισμοί θα μπορούσαν εύκολα να έχουν έμμεση επίπτωση στη δημοκρατία, όσον αφορά, για παράδειγμα, την αδυναμία κινητοποίησης υπέρ ενός κόμματος, ενός υποψηφίου ή μιας ατζέντας, είτε ατομικά είτε από μια ομάδα πολιτών. Και πάλι, όμως, δεν βλέπω καμία πρόθεση από την πλευρά του Τραμπ να λογοκρίνει τον πολιτικό λόγο ή να παρεμποδίσει το συνέρχεσθαι. Πρέπει να δούμε εάν και με ποιους τρόπους θα γίνουν προσπάθειες να απαγορευθεί στα σχολεία ή σε κυβερνητικούς οργανισμούς το μη παραδοσιακό περιεχόμενο που σχετίζεται με το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη φυλή και τις εναλλακτικές ιστορικές αφηγήσεις, οι οποίες προσπάθειες θα μπορούσαν να καταλήξουν στον περιορισμό της δημοκρατικής δράσης, σε αντίθεση με τον περιορισμό μόνο των πολιτικών και κοινωνικοπολιτισμικών ελευθεριών. Επιπλέον, τα θέματα αυτά ρυθμίζονται συνήθως σε τοπικό, δημοτικό ή πολιτειακό επίπεδο.
Κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, από το 2016 έως το 2020, σημειώθηκαν έντονες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στο πλαίσιο του κινήματος Black Lives Matter. Ο Τραμπ προφανώς εξέφρασε την επιθυμία να τις δει να περιορίζονται, εστιάζοντας κυρίως σε κάποια περιστατικά βίας, αλλά ποτέ δεν πίεσε προς την κατεύθυνση του περιορισμού (παρά την ενίοτε σκληρή ρητορική του). Σε κάθε περίπτωση, μέτρα κατά των κινητοποιήσεων λαμβάνονται συνήθως, και πάλι, σε τοπικό, πολιτειακό και δημοτικό, επίπεδο.
Τέλος, θα πρέπει, για να είμαι δίκαιος, να σημειώσω ότι και η τραμπική Δεξιά αισθάνεται με τη σειρά της ότι έχουν περιοριστεί οι πολιτικές ελευθερίες και η δημοκρατία για τους οπαδούς της από το 2015. Για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι υπήρξε λογοκρισία στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Twitter (ή το Χ) πριν από τον Μασκ ή το Facebook (με το να καθίσταται δύσκολος ο εντοπισμός των συναφών αναρτήσεων), καθώς και σε ορισμένες εκλογικές πρακτικές που οι ίδιοι έκριναν ως άδικες. Πιστεύουν, επίσης, ότι στη διαμαρτυρία της 6ης Ιανουαρίου 2021[3] είχαν παρεισφρήσει ομοσπονδιακοί πράκτορες που προκαλούσαν τους συμμετέχοντες και ότι η επιβεβαιωμένη προσφορά του Τραμπ να συνδράμει η Εθνοφρουρά τα μέλη της ηγεσίας του Κογκρέσου, προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη, απορρίφθηκε, για λόγους που δεν είναι σαφείς.
Τα τελευταία χρόνια, έχουν πολλαπλασιαστεί τα κινήματα και οι αγώνες που αφορούν μια σειρά από ζητήματα, όπως οι εργασιακές σχέσεις σε βιομηχανίες αιχμής, η ισότητα των φύλων, ο ρατσισμός κ.ά. Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί γιατί η Αριστερά δεν κεφαλαιοποίησε αυτό το μομέντουμ, ώστε να προλάβει την επιστροφή του Τραμπ.
Ο κατά τα φαινόμενα πολλαπλασιασμός των κινημάτων γύρω από κοινωνικοπολιτισμικά και γεωπολιτικά θέματα (Ισραήλ/Παλαιστίνη) ακουμπά ένα τμήμα του αμερικανικού εκλογικού σώματος που δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να επιδράσει στη διαμόρφωση της στάσης της πλειοψηφίας των Αμερικανών ψηφοφόρων. Με άλλα λόγια, δεν φέρνουν στο μαντρί αρκετούς από όσους βρίσκονται έξω από το μαντρί και οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για τέτοιου είδους θέματα. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, παρόλο που πολλοί θεσμοί σε ολόκληρη την Αμερική –σχολεία, κυβερνητικοί οργανισμοί, ο στρατός, η αστυνομία– έχουν επηρεαστεί από αυτές τις θεματικές. Το πρόβλημα έγκειται, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στο ότι έχουν προκαλέσει με διαλεκτικούς όρους μια αντίδραση που απορρίπτει τέτοια κινήματα, αγώνες και αλλαγές. Έχουν, επίσης, δώσει την ευκαιρία στη Δεξιά να στρέψει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ενάντια σε όλα αυτά και να σχηματίσει και να οικοδομήσει δημοφιλείς δεξιές οργανώσεις, όπως οι «America First», οι «Moms for Liberty» και οι «WalkAway» (από το Δημοκρατικό Κόμμα) χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με μεγάλη επιτυχία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη άνοδος του εργατικού συνδικαλισμού δεν έχει πραγματικό αντίκτυπο, καθώς δεν είναι ακόμη αρκετά μεγάλη σε εύρος και έκταση ώστε να φτάσει σε αριθμούς που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Η ανάπτυξη συνδικαλιστικής δράσης στην Amazon είναι ένα καλό παράδειγμα ενός νέου πνεύματος στον κόσμο της εργασίας. Ο αριθμός των εργαζομένων της Amazon όμως είναι πολύ μικρός για να ελπίσουμε ότι το ποσοστό όσων από αυτούς θα μπορούσαν να μεταστραφούν σε μια πολιτικά προοδευτική κατεύθυνση, μέσω της μεγαλύτερης αλληλεπίδρασης με συνδικαλιστές ή προοδευτικούς συναδέλφους, θα είναι εκλογικά σημαντικό.
Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν λίγοι πραγματικοί εννοιολογικοί φραγμοί στις ΗΠΑ που θα εμπόδιζαν έναν εργάτη που είναι υπέρ του συνδικαλισμού να στηρίζει επίσης και τον Τραμπ. Για όσους δε εργάτες δεν είναι μέλη συνδικάτων (η πλειοψηφία της αμερικανικής εργατικής τάξης) δεν υπάρχουν φραγμοί. Δεν βοηθάει βέβαια το γεγονός ότι η ηγεσία των Teamsters, ενός από τα μεγαλύτερα συνδικάτα, παρείχε υποστήριξη στην υποψηφιότητα του Τραμπ (μετανιώνοντας αργότερα).
Ποιες αλλαγές στην πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά ως ουσιαστικό αντίβαρο στην επέλαση του τραμπισμού; Τίθεται ζήτημα αποτελεσματικότητας της στρατηγικής του Κέντρου;
Η πιο απλή αλλαγή που εκτιμώ ότι είναι η πλέον αποτελεσματική θα ήταν να επικεντρώσουν οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών με σαφή τρόπο τα μηνύματά τους στην ευημερία των ανθρώπων της εργατικής και της μεσαίας τάξης και να τα βάλουν με την ακραία ισχύ των επιχειρήσεων στις ζωές αυτών των ανθρώπων. Αυτή η ευημερία μπορεί να οριστεί σε σχέση με τις δουλειές, το κόστος ζωής, τη δέσμευση να ενισχυθούν οι ελευθερίες και να περιοριστεί η επιτήρηση, την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση και την αποφυγή, κατά το δυνατόν, της άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής σε πολέμους και συγκρούσεις. Κάποιοι υποψήφιοι των Δημοκρατικών που κατέβηκαν στις εκλογές του 2024 το έκαναν αυτό και κατάφεραν έτσι να εκλεγούν σε Πολιτείες που κέρδισε ο Τραμπ, όπως η Πενσιλβάνια.
[1] Η έρευνα διεξήχθη από τις 17 έως τις 19 Νοεμβρίου και αποκάλυψε ότι το 57% των Αμερικανών ηλικίας 18-29 ετών έχουν πλέον θετική γνώμη για τον Τραμπ, σηματοδοτώντας μια καθαρή αύξηση των θετικών αποτιμήσεων της τάξης των 19 μονάδων σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία από τη δημοσκόπηση της YouGov στις 9 και 12 Νοεμβρίου», αναφέρει το Newsweek. Αυτή η ηλικιακή κατηγορία αντιπροσωπεύει το 16% του εκλογικού σώματος του 2024.
[2] Διμερείς συμφωνίες για τη διατήρηση και ενίσχυση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή, που υπογράφτηκαν με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ: https://www.state.gov/the-abraham-accords/.
[3] Υποστηρικτές του Τραμπ είχαν συγκεντρωθεί στην Ουάσιγκτον για να διαμαρτυρηθούν για το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020, αμφισβητώντας τη νίκη του Τζο Μπάιντεν. Ακολούθησαν ταραχές και η εισβολή οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, όπου συνεδρίαζε το Κογκρέσο.