Ο εκτεταμένος ψηφιακός μετασχηματισμός επιφέρει πλήθος μεταβολών σχεδόν σε κάθε πτυχή οργάνωσης της κοινωνίας. Πρόσφατα η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης δημιούργησε μεγάλες εντυπώσεις και η συζήτηση που αφορά τη σχέση αυτών των τεχνολογιών με τη δημοκρατία διαρκώς επανέρχεται με πλήθος αφορμών στη δημόσια σφαίρα. Προκειμένου να προσεγγίσουμε το ζήτημα είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι οι ψηφιακές εφαρμογές δεν υφίστανται χωρίς τα δεδομένα μας. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελευταία έχουν χαρακτηριστεί το ‘πετρέλαιο της εποχής μας’.
Γράφει η Δώρα Κοτσακά*
Σήμερα οι πλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις στον πλανήτη, οι Big Tech, δραστηριοποιούνται στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας. Η κυριαρχία του τομέα στην πληροφορία και στην κερδοφορία έχει ως αποτέλεσμα να είναι σε θέση να δίνει τις κατευθύνσεις ως προς τις επενδύσεις στην τεχνολογία, την ψηφιακή οικονομία και τη σχετική ακαδημαϊκή έρευνα. Το δημόσιο χρήμα είναι απαραίτητο στο συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο, προκειμένου να αυξήσει την εμβέλεια και τις υποδομές που υποστηρίζουν τη διαρκή του επέκταση. Ιδιαίτερα μετά την πανδημική κρίση η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών παρουσιάστηκε ως πανάκια για πάσα νόσο.
Ταχύτατα και με απουσία δημόσιου διαλόγου τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος διοχετεύτηκαν στην ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών, τις οποίες στη συνέχεια αξιοποίησαν οι τεχνολογικοί κολοσσοί με στόχο τον πλουτισμό τους. Για ποιο λόγο η ανθρωπότητα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα την περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης έναντι της υγείας και της παιδείας, της καθαρής από υδρογονάνθρακες ενέργειας, της εξάλειψης της πείνας, της θεραπείας του καρκίνου, της απαλλαγής των ωκεανών από τα πλαστικά;
Το δημόσιο χρήμα είναι πεπερασμένο και τα οικονομικά lobbies ανταγωνίζονται σθεναρά για τον έλεγχο διάθεσης των δημόσιων επενδύσεων. Οι επιλογές σχετικά με τις δημόσιες επενδύσεις είναι θέμα αμιγώς πολιτικό.
Την ίδια στιγμή καθοριστικό ρόλο παίζει η μονοπωλιακή θέση των τεχνολογικών κολοσσών στην αγορά. Ως στρατηγική απέναντι στη διάβρωση που προκαλεί στην οικονομική αξία η ιδιαίτερη συνθήκη αφθονίας της πληροφορίας, επιλέγουν τη δημιουργία μονοπωλίων πληροφορίας, την ολοκληρωτική κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση της κοινωνικά παραγόμενης πληροφορίας, όπως τα συμπεριφορικά δεδομένα των χρηστών. Το πλήθος των δραστηριοτήτων που συγκεντρώνονται σε μονοπωλιακούς παίκτες δεν βοηθάει στον έλεγχό τους και επιπλέον έχει ως αποτέλεσμα τη γιγάντωση της εξουσίας τους επί της πολιτικής σφαίρας. Οι πρόσφατες εξελίξεις στις ΗΠΑ είναι ενδεικτικές. Οι αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις είναι απαραίτητες και σε αυτό το κομμάτι της οικονομίας, όπως σε προηγούμενες δεκαετίες συνέβη και για τους κολοσσούς των media ή παλαιότερα για τα πετρελαϊκά καρτέλ. Τα παραπάνω πρέπει να ενταχθούν στην πολιτική ατζέντα σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο και να αποτελέσουν αντικείμενο διεκδίκησης στη βάση τεκμηριωμένων ρυθμιστικών αιτημάτων.
Όπως οι αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις, έτσι και το νομικό πλαίσιο για την προστασία της ιδιωτικότητας και της δημοκρατίας είναι ανεπαρκές. Στην πραγματικότητα, παλεύουμε να κρυφτούμε μέσα στις ίδιες τις ζωές μας χωρίς κανένα νομικό μέσο προστασίας.
Για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα απαιτείται η νομική κατοχύρωση των νέων γνωσιακών δικαιωμάτων τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Τέτοιου τύπου δικαιώματα θα διέκοπταν την αδιάλειπτη παροχή δεδομένων στις εταιρείες, περιφρουρώντας τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας.
Τα δεδομένα είναι πολύτιμος πόρος, καίριας σημασίας για το νέο μοντέλο παραγωγής που συγκροτείται, αλλά και για τη δημοκρατική λειτουργία. Το κατάλληλο θεσμικό μοντέλο για τη διαχείρισή τους ως κοινό αγαθό, όπως το νερό, η γλώσσα ή το ανθρώπινο γονιδίωμα συνιστά μία κρίσιμη πρόκληση.
Η ρύθμιση ως πολιτικό πρόταγμα
Πλέον η συζήτηση έχει ανοίξει και νέοι ορισμοί σχετικά με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των χρηστών επί των δεδομένων τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενδυναμώνουν αυτή την τάση. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα προσωπικά μας δεδομένα θα πρέπει να γίνονται σεβαστά ως εργασία και η ιδιοκτησία τους να αποδίδεται στον παραγωγό τους, προκειμένου να τα διαφυλάξει ή να τα εμπορευτεί. Η αυξανόμενη ικανότητα των ψηφιακών εφαρμογών θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται ως μία νέα πηγή καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας ή συμπλήρωσης εισοδήματος. Η επίγνωση από την πλευρά των χρηστών της σημασίας του ρόλου τους είναι που κάνει τη μεγάλη διαφορά. Για παράδειγμα, όπως ήδη συμβαίνει σε διαφορετικούς τομείς της αγοράς, οι χρήστες μπορούν να δημιουργήσουν Σωματεία Παραγωγών Δεδομένων (Data Unions) και να οργανωθούν με αίτημα μία δίκαιη αποζημίωση που θα αναλογεί στον πλούτο που παράγουν. Οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας αλλοιώνουν τη φύση της εργασίας, καθιστούν ασαφή τη διάκριση εργασίας και ελεύθερου χρόνου και μας ζητούν να γίνουμε δια βίου συμμέτοχοι στην παραγωγή αγαθών και εκτός του χώρου εργασίας.
Είναι σημαντικό να αντιπαλέψουμε τις ψευδαισθήσεις που σκοπίμως καλλιεργούν οι κολοσσοί της ψηφιακής τεχνολογίας, ώστε να μη δώσουμε τις λάθος μάχες. Η φιλελεύθερη πεποίθηση ότι οι οικονομικές και κοινωνικές δυσλειτουργίες που προκύπτουν από τις ψηφιακές εξελίξεις θα αυτορυθμιστούν από κάποιο διορθωτικό ‘αόρατο χέρι’, συνιστά αποκύημα φαντασίας. Σε μία πιο πραγματιστική εκδοχή, οι εταιρείες προσπάθησαν να λανσάρουν τον ‘αυτοέλεγχό’ τους ως διορθωτικό μέσο χωρίς καμία έξωθεν ρυθμιστική επέμβαση, ισχυριζόμενες ότι θα κατέστρεφε τη δυναμική τους. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι μία εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία θα μπορούσε να ‘ενσωματώσει’ το κοινό καλό στις στρατηγικές της επιλογές και να αποδεχτεί αυτοβούλως να περιορίσει τα έσοδά της, προκειμένου να βελτιωθεί η κοινή μας ζωή, είναι τόσο παράλογο που καταλήγει μάλλον ύποπτο.
Σε τελική ανάλυση η χρήση των συμπεριφορικών μας δεδομένων και τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνων επιλογών. Το κρίσιμο ερώτημα σχετίζεται με την ανάθεση αυτών των επιλογών όχι σε κάποια εξωτερική ρυθμιστική αρχή υπό δημόσιο έλεγχο, αλλά στις εταιρείες ψηφιακής τεχνολογίας. Άλλωστε συνιστά βασική αρχή της δημοκρατίας ότι ο ρυθμιστής δεν μπορεί να είναι ο ρυθμιζόμενος.
Το αίτημα θέσπισης κανόνων σχετικά με τη λειτουργία των αλγορίθμων αιχμαλώτισης της προσοχής και διαχείρισης των συμπεριφορικών μας δεδομένων συνιστά μία ρυθμιστική πρόταση. Μπορούμε, για παράδειγμα, να εστιάσουμε στους παραμετροποιημένους αλγορίθμους που στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της οικονομικής αποδοτικότητας των αναρτήσεων και παρέχουν πρόσθετη ορατότητα σε περιεχόμενα που προκαλούν θυμό ή συγκίνηση. Αντίστοιχες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως όρια στην αιχμαλώτιση της προσοχής μέσω του brain hacking των αλγορίθμων, ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους των οποίων η εξάρτηση, η πιθανότητα να εμφανίσουν κατάθλιψη και η κόπωση από την αδιάλειπτη χρήση των social media, αποτελούν συμπτώματα που γίνονται όλο και περισσότερο γνωστά. Η ανοιχτότητα και η διαφάνεια του τρόπου λειτουργίας των αλγορίθμων πρέπει να συνοδεύεται από περιορισμό της εμβέλειας και του πεδίου εφαρμογής τους.
Το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των πλατφορμών πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δημοσίου διαλόγου, αφήνοντας πίσω το άκρως επικίνδυνο για τη δημοκρατία και την ψυχική υγεία μοντέλο της μη ευθύνης των παρόχων φιλοξενίας επί του αναρτώμενου περιεχομένου. Ενδεικτικά, τα κλασικά μέσα ενημέρωσης αναπτύχθηκαν διαχωρίζοντας αυστηρά τη διαφήμιση από τη πληροφορία ή την υπόλοιπη επιλογή ύλης, ενώ παράλληλα όλες οι χώρες θέσπισαν κανόνες για τους όρους διοχέτευσης των διαφημιστικών μηνυμάτων. Δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ψηφιακές πλατφόρμες να εξαιρούνται του κανόνα.
Αναμφίβολα πρόκειται για μία διαδικασία αντιφατική και δύσκολη, ωστόσο η συζήτηση έχει ξεκινήσει, έστω και με τρόπο άτακτο και χαοτικό. Η σαφής και τεκμηριωμένη τοποθέτηση των πολιτικών δυνάμεων συνιστά προϋπόθεση, προκειμένου η σχετική συζήτηση να συγκροτηθεί και να οδηγήσει σε ρυθμιστικά αποτελέσματα. Ο προοδευτικός πολιτικός κόσμος, καθώς και οι νομοθέτες και διαμορφωτές πολιτικών, θα χρειαστεί να προασπίσουν νέες μορφές συλλογικής δράσης, κατά τον ίδιο τρόπο που σχεδόν έναν αιώνα πριν η νομική προστασία του δικαιώματος στην οργάνωση, την απεργία και τη συλλογική διαπραγμάτευση δημιούργησε κοινό μέτωπο με τους εργαζόμενους στην προσπάθεια περιορισμού της εξουσίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι απαραίτητη η δημιουργία νέων συμμαχιών με πολίτες και κινήματα που παλεύουν για τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης εξουσίας των ψηφιακών μονοπωλίων και με εργαζομένους που ζητούν δίκαιους μισθούς και εργασιακή αξιοπρέπεια.
Το πλαίσιο που οικοδομούν οι ψηφιακοί κολοσσοί είναι νέο, οικοδομείται εδώ και λιγότερο από μία 20ετία, αλλά η δημοκρατία είναι παλιά. Έχει ρίζες σε πολλές γενιές ελπίδας και αγώνων. Είναι πλούσιοι και ισχυροί, αλλά δεν είναι άτρωτοι. Οι εταιρείες αυτές είναι νεοσύστατες, έχουν αναπτυχθεί και προσαρμόσει το επιχειρηματικό τους μοντέλο σε ένα κόσμο παντελούς απουσίας ορίων. Το να τις αλλάξουμε δεν είναι ανέφικτο, ούτε το να αλλάξουμε το επιχειρηματικό τους μοντέλο που στηρίζεται στα συμπεριφορικά μας δεδομένα. Το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε είναι αν αυτή η τεχνολογία θα υπάγεται σε δημοκρατικό πλαίσιο και δημόσιο έλεγχο ή θα λειτουργεί παραληρηματικά σε καθεστώς εξαίρεσης.
*Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Ερευνήτρια