Το ήθος απέναντι στην αμετροέπεια. Επιζώντες και συγγενείς θυμάτων μίλησαν στην DW. Και κατάφεραν αυτό, που κανένα κόμμα δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα: να ενώσουν τους Έλληνες πολίτες
Μαρτυρικά πέρασαν αυτά τα δύο χρόνια, μου απάντησε μια μητέρα που έχασε τον μοναχογιό της. Ο αβάσταχτος αυτός πόνος δεν επέτρεψε όμως ούτε σε εκείνην ούτε σε κανέναν άλλο από τους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων, που μας έκαναν την τιμή να μας μιλήσουν, να χάσουν το μέτρο. Μέτρο στον λόγο και την έκφραση. Λέξεις διαλεγμένες με προσοχή, γιατί ο στόχος τους δεν είναι να απευθυνθούν στο θυμικό, αλλά στη λογική. Στοιχεία και επιχειρήματα συγκεντρωμένα με ανείπωτο κόπο μετατρέπουν την καθημερινότητά τους σε έναν Γολγοθά, που συχνά τους έχει στερήσει ακόμα και τον χρόνο να πενθήσουν. Άνθρωποι τόσο ετερόκλητοι ηλικιακά, κοινωνικά και οικονομικά κατάφεραν να ενωθούν και να αποτελέσουν ένα παράδειγμα αγωνιστικότητας σε μια κοινωνία που βούλιαζε στην απάθεια.
Και φαίνεται πως ο αγώνας αυτός, μετά από δύο χρόνια και παρά τις δυσκολίες που συναντά, με ένα κράτος που δεν στέκεται αρωγός τους, αλλά αντίπαλός τους -όπως οι ίδιοι λένε- αποδίδει. Κατάφεραν αυτό, που κανένα κόμμα δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα. Να ενώσουν τους Έλληνες πολίτες με ένα κοινό και καθολικό αίτημα: δικαιοσύνη.
Απονομή δικαιοσύνης, όχι μόνο για το έγκλημα των Τεμπών, αλλά και ουσιαστική ισονομία σε όλα τα επίπεδα. Ο κόσμος, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, πλημμυρίζει τους δρόμους και ζητά τη λειτουργία ενός κράτους που δεν θα τον κάνει να ντρέπεται, που θα του διασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, που θα τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής, που η αναξιοκρατία, η κακοδιοίκηση, η αδιαφορία, ο παράνομος πλουτισμός δεν θα είναι κοινό μυστικό. Ναι, έχουν και οι πολίτες τις ευθύνες τους, όμως το κράτος είναι αυτό που θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκείνοι επιτρέπεται να λειτουργούν.
Οι επιζώντες και οι οικογένειες των θυμάτων που έθεσαν στόχο ζωής να διαλευκάνουν πλήρως τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα πέτυχαν ήδη πολλά, και όχι μόνο για τους ίδιους. Έδωσαν ένα νόημα και ένα τόσο αναγκαίο όραμα. Μακάρι να μην αποδειχθεί προσωρινό. Κατάφεραν αυτό, που μέχρι σήμερα θεωρούνταν ανέφικτο: μια μαζική κινητοποίηση με ένα καθολικό αίτημα για δικαιοσύνη.
Δυο χρόνια τώρα, το ήθος των επιζώντων και των συγγενών των θυμάτων στέκεται με θάρρος απέναντι στην αμετροέπεια πολλών. Τους οφείλουμε σεβασμό. Όλοι, αλλά πρωτίστως η Πολιτεία.
Μαχητικός και πρόθυμος να μιλήσει για όλα. Ο λόγος δικός του:
Είμαι ο πατέρας της Αναστασίας Παπαγγελή που την σκότωσαν στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Στις 11 και 20 το βράδυ. Σε αυτό το τραγικό δυστύχημα που ευθύνονται πάρα πολλοί και που ακόμη δεν έχουμε κανένα σημείο ότι θα δικαιωθούμε από αυτή την υπόθεση.
Θέλω να πω ότι είναι τόσο μεγάλη και τόσο βαριά η απώλεια, που δεν θα αναπληρωθεί ποτέ. Θυμάμαι κάθε μέρα το παιδάκι μου, την Αναστασία μου. Θυμάμαι τα γέλια της, τις αγκαλιές της, τα φιλιά της, το χιούμορ της. Νιώθω, επειδή δεν θα την ξαναδώ, ότι έχω μια τρύπα στο μέρος της καρδιάς μου. Και όταν περπατάω στον δρόμο και τη σκέφτομαι, λυγίζουν τα πόδια μου.
Ο απολογισμός των δύο χρόνων
Δύο χρόνια μετά, στην Ελλάδα μας που εμφύσησε τη δικαιοσύνη στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο και έδωσε τόσες άλλες αξίες, για αυτό το δυστύχημα όμως δεν υπάρχει κανένας τιμωρημένος. Όπως το ακούτε, κανένας τιμωρημένος. Είναι όλοι στα σπίτια τους, είναι όλοι με τις οικογένειές τους και εμείς ψάχνουμε να βρούμε τι πήγε στραβά. Ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία, να βοηθήσουμε τη δικαιοσύνη. Μια δικαιοσύνη που επειδή είναι διορισμένη και όλοι το ξέρουν αυτό και επειδή και ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση μας λέει: «αφήστε μην κάνετε τίποτα, θα το λύσει η Δικαιοσύνη», όμως η δικαιοσύνη απ’ ό,τι φάνηκε βάζει εμπόδια, αντί να ψάχνει και η ίδια, αντί να στρώνει τον δρόμο να βρεθούν οι υπαίτιοι, ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Πώς συμπαρίσταται το κράτος στους συγγενείς των θυμάτων; Έχουν ψυχολογική, οικονομική υποστήριξη; Υποστηρίχθηκαν και υποστηρίζονται με κάποιο τρόπο γενικότερα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη Γερμανία σε παρόμοιες καταστάσεις;
Το κράτος είναι απέναντί μας, το κράτος και όλη η κυβέρνηση, διότι είναι σαν να φταίξαμε εμείς. Έτσι μας έχουν κάνει να αισθανόμαστε. Το πρώτο εξάμηνο, δηλαδή από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβρη του 2023, δεν ακουγόταν τίποτα πουθενά για τα Τέμπη και για τη σύγκρουση και για τα τρένα. Μετά μάθαμε ότι είχε δοθεί εντολή στα μέσα ενημέρωσης – τα οποία τα χρηματοδοτεί η κυβέρνηση για να μιλάνε όλη τη μέρα για το έργο της – να μην ακούγεται η λέξη «Τέμπη» και η λέξη «τρένα». Ο λόγος είναι γιατί ήταν εκλογική χρονιά. Τον Ιούνιο του 2023 είχαμε εκλογές. Μετά άρχιζε καλοκαίρι και τότε άρχισαν κάποιοι να ασχολούνται με τα Τέμπη.
Πώς δρα ο σύλλογος που έχουν ιδρύσει επιζώντες και συγγενείς θυμάτων με την επωνυμία «ΤΕΜΠΗ 2023 – Σύλλογος Πληγέντων Δυστυχήματος»;
Ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία. Διάφορα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε από μόνη της η δικαιοσύνη να βρει, αλλά είναι γυμνή και η δικαιοσύνη. Στοιχεία που έχουν σχέση με τη σύγκρουση, στοιχεία που έχουν σχέση με την έκρηξη. Στοιχεία που έχουν σχέση με την όλη αυτή προσπάθεια απόκρυψης και συγκάλυψης και κουκουλώματος που γίνεται. Από τότε μέχρι τώρα τα στοιχεία είναι πάρα πολλά, παρότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται καθημερινά και σε κάθε ευκαιρία ότι δεν έχουν να συγκαλύψουν τίποτα, όμως δεν βοηθάνε στο να εξιχνιαστεί η υπόθεση … Θα είδατε και τα σχετικά με τα βίντεο τελευταία. Θα ακούσατε ότι πάρα πολλές χιλιάδες στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από την προηγούμενη ανακρίτρια κυρία Σούρλα δεν περιελήφθησαν στη δικογραφία. Και σε ερώτηση που έγινε από συγγενείς στον εφέτη ανακριτή για ποιον λόγο δεν συμπεριελήφθησαν, είπε ότι «τα ξέχασα»! Αυτό είπε ο εφέτης ανακριτής. Ο υπεύθυνος για την τραγωδία των Τεμπών που διαχειρίζεται να διαλευκάνει όλη αυτή την υπόθεση.
Σημαντικά αναπάντητα ερωτήματα
Πρέπει να διαλευκανθούν όλες αυτές οι υποθέσεις, οι κρυφές υποθέσεις, αυτές που κρύβει η κυβέρνηση. Δηλαδή γιατί έγινε το μπάζωμα και γιατί ξεκίνησε αμέσως τη νύχτα από τις 02:00 – 03:00 η ώρα το πρωί της 1ης Μαρτίου; Δεν δικαιολογείται σε κανένα περιβάλλον εγκλήματος. Εκείνο το βράδυ στα Τέμπη ήταν όλα ελεύθερα. Εθεάθησαν άνθρωποι που δεν ήταν ούτε διασώστες, ούτε πυροσβέστες, ούτε αστυνομικοί. Άγνωστοι που ακόμη δεν ξέρουμε ποιοι ήταν, που έψαχναν στις γραμμές τα βαγόνια και δεν ξέρουμε γιατί έγινε αυτό το μπάζωμα. Βγήκαν πάρα πολλά κυβικά, 300 φορτηγά χώματα και πήγανε σε άλλα σημεία πριν ακόμη ξημερώσει και πριν ακόμη δουν τι έχει συμβεί γύρω από αυτό. Γιατί έγινε νύχτα; Και γιατί όλη τη νύχτα οι φορτωτές και τα φορτηγά μετέφεραν χώματα; Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι σε αυτά τα χώματα εμπεριέχονταν και οι ιστοί των παιδιών, των ανθρώπων που σκοτώθηκαν εκείνο το βράδυ. Αυτό είναι ιεροσυλία! Δεν έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να ξημερώσει, να περιφρουρηθεί ο χώρος, να πάνε οι ερευνητές να δουν τι συμβαίνει και μετά να γίνουν όλα αυτά. Δεν πάρθηκαν οι τοξικολογικές εξετάσεις από τα θύματα, ούτε από τον περιβάλλοντα χώρο. Αυτό έγινε ένα με ενάμιση μήνα μετά, και παρόλα αυτά, παρότι είχε περάσει ενάμισης μήνας, βρέθηκε ξυλόλιο (σ.σ. πρόκειται για μία ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης) 400 φορές παραπάνω. Αδικαιολόγητο για την περιοχή. Με εντολή του εφέτη ανακριτή του κυρίου Μπακαΐμη πετάχτηκε το ιστολογικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί για να γίνει η διασταύρωσή του. Γιατί για ένα τέτοιο έγκλημα, ενώ μπορεί να διατηρηθεί στους μείον 80 βαθμούς Κελσίου; Θα έπρεπε να διατηρηθεί. Γιατί μπορεί κάποιος να είχε μια αμφιβολία, εφόσον τα φέρετρα δεν ανοίχτηκαν. Μπορεί κάποιος γονιός να ήθελε μετά από καιρό, με καθαρό μυαλό, γιατί τον πρώτο καιρό ήμασταν όλοι σοκαρισμένοι, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε καθαρά, δεν ξέραμε τι μας έχει συμβεί – κάποιος γονιός μπορεί να θέλει να κάνει ξανά μια ταυτοποίηση για το παιδί του. Τώρα χάθηκε αυτή η ευκαιρία. Δεν τηρήθηκε κανένα πρωτόκολλο εκείνο το βράδυ. Κανένα. Ούτε από τους ιατροδικαστές, ούτε από τη δικαιοσύνη, από τον εισαγγελέα, ούτε από τους διασώστες, ούτε από την Πυροσβεστική, την Αστυνομία. Ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε.
Γιατί δεν τηρήθηκαν τα πρωτόκολλα και γιατί δεν έγιναν συντονισμένες ενέργειες;
Ίσως εκείνο το βράδυ και μέχρι το σημείο του μπαζώματος, ίσως τις πρώτες ώρες να ήταν ένα δυνατό σοκ – γιατί στη χώρα μας, ευτυχώς και μακάρι ποτέ να μην ξανασυμβεί, δεν έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τόσο μεγάλες καταστροφές. Μπορεί όντως να έγινε αυτό το μπάχαλο επειδή δεν ήξεραν τι και πώς. Όμως δεν δικαιολογείται η αφαίρεση των χωμάτων και η μεταφορά τους σε άλλα σημεία. Το ανακαλύψαμε μετά από ενάμιση χρόνο. Κι αν η κυβέρνηση λέει ‘ότι εμείς δεν θέλουμε τη συγκάλυψη, είμαστε μαζί σας’, αφού ήξερε ότι ψάχνουμε αυτά τα χώματα, γιατί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν μας είπανε «εκεί βρίσκονται τα χώματα, πηγαίνετε να τα δείτε» και τα ανακαλύψαμε τυχαία από μόνοι μας;
Τι φοβάται η κυβέρνηση; Τι δεν θέλει να αποκαλυφθεί;
Φοβάται έναν σκοτεινό ρόλο – και δεν είναι μόνο αυτή η κυβέρνηση, αλλά όλες οι κυβερνήσεις. Τα διαβάζουμε κάθε μέρα και τα ακούμε. Η παθολογική σχέση που υπάρχει μεταξύ της κυβερνητικής εξουσίας κάθε φορά με τους επιχειρηματίες που κάνουν τα σιδηροδρομικά έργα, με τις μίζες που παίρνουν, με τις διευκολύνσεις. Εκεί ξεκινάνε και τα αίτια του δυστυχήματος. Κρίνοντας από αυτά που διαβάζουμε, ότι δηλαδή οι εταιρείες που ανέλαβαν να φτιάξουν τα ηλεκτρονικά συστήματα των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα είναι πέντε εταιρείες και τα λογισμικά μεταξύ τους δεν συμβαδίζουν. Δόθηκαν πάρα πολλές παρατάσεις χωρίς λόγο, δεν επιβλήθηκαν πρόστιμα. Γιατί στον χρόνο που είχαν θέσει οι ίδιες οι εταιρείες ότι θα τέλειωναν τα έργα, αντί για πρόστιμα που δεν παρέδωσαν το έργο όπως έπρεπε, τους έδιναν επιδοτήσεις. Όλη αυτή λοιπόν η άρρωστη σχέση μάς έφτασε εκείνο το βράδυ να μη λειτουργεί κανένα σύστημα ασφαλείας, ούτε τηλεδιοίκησης, ούτε η επικοινωνία μεταξύ των μηχανοδηγών, ούτε η σηματοδότηση, ούτε η αυτόματη πέδηση. Δεν λειτουργούσε εκείνο το βράδυ τίποτα. Πέραν αυτού, λόγω της λιτότητας, της οικονομικής κρίσης, είχε ξεκινήσει μια αποψίλωση στους σιδηροδρόμους και ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί με 2.000 ή 3.000 υπαλλήλους, σταθμάρχες κ.λπ. λειτουργεί σήμερα που μιλάμε με 600 έως 700 υπαλλήλους. Και αυτό οδηγεί σε πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, υπερωρίες, εξάντληση.
Και να πούμε και για τον σταθμάρχη ότι τοποθετήθηκε εκεί σε ένα κρίσιμο βράδυ με πάρα πολλή κίνηση. Ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν είχε την εμπειρία και ήταν λάθος που έμεινε μόνος του για να βγάλει τη βάρδια εκείνο το βράδυ. Τώρα ποιος τον τοποθέτησε εκεί; Ούτε αυτό μας το λένε. Ενώ δεν είχε τα προσόντα, πήγε σε αυτή τη θέση. Επίσης αυτός ο σταθμάρχης, εκείνο το βράδυ, είχε μπροστά του μια κονσόλα, η οποία λειτουργούσε μισή. Όταν ενός υπαλλήλου του αφαιρείς τα εργαλεία για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του, είναι δεδομένο ότι δεν θα την κάνει σωστά, ότι θα κάνει κάποιο λάθος. Άρα δεν λειτουργούσε ούτε η τοπική διαχείριση που μπορούσε να του δώσει αυτός ο πίνακας, γιατί τα μισά λαμπάκια ήταν καμένα απ’ ό,τι ακούστηκε και απ’ ό,τι μας είπαν.
Το μήνυμα στους συμπολίτες
Έχω σκεφτεί την τελευταία μέρα των δικαστηρίων που θα ακούσουμε τις ποινές και κάποιος θα φάει πέντε χρόνια, άλλος επτά, άλλος δώδεκα χρόνια. Δεν ξέρω και δεν νομίζω ότι θα χαρώ, γιατί όταν γυρίσω στο σπίτι μου, το δωμάτιο του παιδιού μου θα είναι άδειο. Πρέπει όμως να τιμωρηθούν όλοι όσοι έφταιξαν, για να μην ξανασυμβεί, γιατί έρχονται και άλλες γενιές. Αυτό που θέλουμε λοιπόν είναι να τιμωρηθούν όλοι οι υπεύθυνοι και να αλλάξει η κουλτούρα της χώρας μας. Δηλαδή να μην είμαστε της προχειρότητας και του οικονομικού οφέλους και να μην υπολογίζουμε την ανθρώπινη ζωή. Πρέπει όλα αυτά να ξεκινήσουν από την παιδεία, από τα σπίτια, από τον κάθε γονιό. Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που εκλέγονται οι βουλευτές. Να μην είναι υποχρεωμένοι στους οικονομικούς παράγοντες της χώρας, ώστε αφού εκλεγούν μετά να κάνουν ό,τι τους λένε αυτοί οι παράγοντες. Πρέπει η δικαιοσύνη να εκλέγει την ηγεσία της από μόνη της, ώστε να μην είναι στην υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης, του εκάστοτε πρωθυπουργού, όπως είναι σήμερα. Πρέπει να αλλάξουν πολλά. Η χώρα βρίσκεται σε ένα σκοτάδι. Πρέπει να βγούμε από το σκοτάδι. Πρέπει να βγούμε στο φως. Πρέπει να αναπνεύσουμε οξυγόνο. Μας έκλεψαν το οξυγόνο των παιδιών μας εκείνο το βράδυ. Κλέβουν και το δικό μας οξυγόνο κάθε μέρα. Αυτό πρέπει να αλλάξει».Μαχητικός και πρόθυμος να μιλήσει για όλα. Ο λόγος δικός του:
Είμαι ο πατέρας της Αναστασίας Παπαγγελή που την σκότωσαν στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Στις 11 και 20 το βράδυ. Σε αυτό το τραγικό δυστύχημα που ευθύνονται πάρα πολλοί και που ακόμη δεν έχουμε κανένα σημείο ότι θα δικαιωθούμε από αυτή την υπόθεση.
Θέλω να πω ότι είναι τόσο μεγάλη και τόσο βαριά η απώλεια, που δεν θα αναπληρωθεί ποτέ. Θυμάμαι κάθε μέρα το παιδάκι μου, την Αναστασία μου. Θυμάμαι τα γέλια της, τις αγκαλιές της, τα φιλιά της, το χιούμορ της. Νιώθω, επειδή δεν θα την ξαναδώ, ότι έχω μια τρύπα στο μέρος της καρδιάς μου. Και όταν περπατάω στον δρόμο και τη σκέφτομαι, λυγίζουν τα πόδια μου.
Ο απολογισμός των δύο χρόνων
Δύο χρόνια μετά, στην Ελλάδα μας που εμφύσησε τη δικαιοσύνη στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο και έδωσε τόσες άλλες αξίες, για αυτό το δυστύχημα όμως δεν υπάρχει κανένας τιμωρημένος. Όπως το ακούτε, κανένας τιμωρημένος. Είναι όλοι στα σπίτια τους, είναι όλοι με τις οικογένειές τους και εμείς ψάχνουμε να βρούμε τι πήγε στραβά. Ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία, να βοηθήσουμε τη δικαιοσύνη. Μια δικαιοσύνη που επειδή είναι διορισμένη και όλοι το ξέρουν αυτό και επειδή και ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση μας λέει: «αφήστε μην κάνετε τίποτα, θα το λύσει η Δικαιοσύνη», όμως η δικαιοσύνη απ’ ό,τι φάνηκε βάζει εμπόδια, αντί να ψάχνει και η ίδια, αντί να στρώνει τον δρόμο να βρεθούν οι υπαίτιοι, ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Πώς συμπαρίσταται το κράτος στους συγγενείς των θυμάτων; Έχουν ψυχολογική, οικονομική υποστήριξη; Υποστηρίχθηκαν και υποστηρίζονται με κάποιο τρόπο γενικότερα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη Γερμανία σε παρόμοιες καταστάσεις;
Το κράτος είναι απέναντί μας, το κράτος και όλη η κυβέρνηση, διότι είναι σαν να φταίξαμε εμείς. Έτσι μας έχουν κάνει να αισθανόμαστε. Το πρώτο εξάμηνο, δηλαδή από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβρη του 2023, δεν ακουγόταν τίποτα πουθενά για τα Τέμπη και για τη σύγκρουση και για τα τρένα. Μετά μάθαμε ότι είχε δοθεί εντολή στα μέσα ενημέρωσης – τα οποία τα χρηματοδοτεί η κυβέρνηση για να μιλάνε όλη τη μέρα για το έργο της – να μην ακούγεται η λέξη «Τέμπη» και η λέξη «τρένα». Ο λόγος είναι γιατί ήταν εκλογική χρονιά. Τον Ιούνιο του 2023 είχαμε εκλογές. Μετά άρχιζε καλοκαίρι και τότε άρχισαν κάποιοι να ασχολούνται με τα Τέμπη.
Πώς δρα ο σύλλογος που έχουν ιδρύσει επιζώντες και συγγενείς θυμάτων με την επωνυμία «ΤΕΜΠΗ 2023 – Σύλλογος Πληγέντων Δυστυχήματος»;
Ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία. Διάφορα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε από μόνη της η δικαιοσύνη να βρει, αλλά είναι γυμνή και η δικαιοσύνη. Στοιχεία που έχουν σχέση με τη σύγκρουση, στοιχεία που έχουν σχέση με την έκρηξη. Στοιχεία που έχουν σχέση με την όλη αυτή προσπάθεια απόκρυψης και συγκάλυψης και κουκουλώματος που γίνεται. Από τότε μέχρι τώρα τα στοιχεία είναι πάρα πολλά, παρότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται καθημερινά και σε κάθε ευκαιρία ότι δεν έχουν να συγκαλύψουν τίποτα, όμως δεν βοηθάνε στο να εξιχνιαστεί η υπόθεση … Θα είδατε και τα σχετικά με τα βίντεο τελευταία. Θα ακούσατε ότι πάρα πολλές χιλιάδες στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από την προηγούμενη ανακρίτρια κυρία Σούρλα δεν περιελήφθησαν στη δικογραφία. Και σε ερώτηση που έγινε από συγγενείς στον εφέτη ανακριτή για ποιον λόγο δεν συμπεριελήφθησαν, είπε ότι «τα ξέχασα»! Αυτό είπε ο εφέτης ανακριτής. Ο υπεύθυνος για την τραγωδία των Τεμπών που διαχειρίζεται να διαλευκάνει όλη αυτή την υπόθεση.
Σημαντικά αναπάντητα ερωτήματα
Πρέπει να διαλευκανθούν όλες αυτές οι υποθέσεις, οι κρυφές υποθέσεις, αυτές που κρύβει η κυβέρνηση. Δηλαδή γιατί έγινε το μπάζωμα και γιατί ξεκίνησε αμέσως τη νύχτα από τις 02:00 – 03:00 η ώρα το πρωί της 1ης Μαρτίου; Δεν δικαιολογείται σε κανένα περιβάλλον εγκλήματος. Εκείνο το βράδυ στα Τέμπη ήταν όλα ελεύθερα. Εθεάθησαν άνθρωποι που δεν ήταν ούτε διασώστες, ούτε πυροσβέστες, ούτε αστυνομικοί. Άγνωστοι που ακόμη δεν ξέρουμε ποιοι ήταν, που έψαχναν στις γραμμές τα βαγόνια και δεν ξέρουμε γιατί έγινε αυτό το μπάζωμα. Βγήκαν πάρα πολλά κυβικά, 300 φορτηγά χώματα και πήγανε σε άλλα σημεία πριν ακόμη ξημερώσει και πριν ακόμη δουν τι έχει συμβεί γύρω από αυτό. Γιατί έγινε νύχτα; Και γιατί όλη τη νύχτα οι φορτωτές και τα φορτηγά μετέφεραν χώματα; Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι σε αυτά τα χώματα εμπεριέχονταν και οι ιστοί των παιδιών, των ανθρώπων που σκοτώθηκαν εκείνο το βράδυ. Αυτό είναι ιεροσυλία! Δεν έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να ξημερώσει, να περιφρουρηθεί ο χώρος, να πάνε οι ερευνητές να δουν τι συμβαίνει και μετά να γίνουν όλα αυτά. Δεν πάρθηκαν οι τοξικολογικές εξετάσεις από τα θύματα, ούτε από τον περιβάλλοντα χώρο. Αυτό έγινε ένα με ενάμιση μήνα μετά, και παρόλα αυτά, παρότι είχε περάσει ενάμισης μήνας, βρέθηκε ξυλόλιο (σ.σ. πρόκειται για μία ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης) 400 φορές παραπάνω. Αδικαιολόγητο για την περιοχή. Με εντολή του εφέτη ανακριτή του κυρίου Μπακαΐμη πετάχτηκε το ιστολογικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί για να γίνει η διασταύρωσή του. Γιατί για ένα τέτοιο έγκλημα, ενώ μπορεί να διατηρηθεί στους μείον 80 βαθμούς Κελσίου; Θα έπρεπε να διατηρηθεί. Γιατί μπορεί κάποιος να είχε μια αμφιβολία, εφόσον τα φέρετρα δεν ανοίχτηκαν. Μπορεί κάποιος γονιός να ήθελε μετά από καιρό, με καθαρό μυαλό, γιατί τον πρώτο καιρό ήμασταν όλοι σοκαρισμένοι, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε καθαρά, δεν ξέραμε τι μας έχει συμβεί – κάποιος γονιός μπορεί να θέλει να κάνει ξανά μια ταυτοποίηση για το παιδί του. Τώρα χάθηκε αυτή η ευκαιρία. Δεν τηρήθηκε κανένα πρωτόκολλο εκείνο το βράδυ. Κανένα. Ούτε από τους ιατροδικαστές, ούτε από τη δικαιοσύνη, από τον εισαγγελέα, ούτε από τους διασώστες, ούτε από την Πυροσβεστική, την Αστυνομία. Ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε.
Γιατί δεν τηρήθηκαν τα πρωτόκολλα και γιατί δεν έγιναν συντονισμένες ενέργειες;
Ίσως εκείνο το βράδυ και μέχρι το σημείο του μπαζώματος, ίσως τις πρώτες ώρες να ήταν ένα δυνατό σοκ – γιατί στη χώρα μας, ευτυχώς και μακάρι ποτέ να μην ξανασυμβεί, δεν έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τόσο μεγάλες καταστροφές. Μπορεί όντως να έγινε αυτό το μπάχαλο επειδή δεν ήξεραν τι και πώς. Όμως δεν δικαιολογείται η αφαίρεση των χωμάτων και η μεταφορά τους σε άλλα σημεία. Το ανακαλύψαμε μετά από ενάμιση χρόνο. Κι αν η κυβέρνηση λέει ‘ότι εμείς δεν θέλουμε τη συγκάλυψη, είμαστε μαζί σας’, αφού ήξερε ότι ψάχνουμε αυτά τα χώματα, γιατί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν μας είπανε «εκεί βρίσκονται τα χώματα, πηγαίνετε να τα δείτε» και τα ανακαλύψαμε τυχαία από μόνοι μας;
Τι φοβάται η κυβέρνηση; Τι δεν θέλει να αποκαλυφθεί;
Φοβάται έναν σκοτεινό ρόλο – και δεν είναι μόνο αυτή η κυβέρνηση, αλλά όλες οι κυβερνήσεις. Τα διαβάζουμε κάθε μέρα και τα ακούμε. Η παθολογική σχέση που υπάρχει μεταξύ της κυβερνητικής εξουσίας κάθε φορά με τους επιχειρηματίες που κάνουν τα σιδηροδρομικά έργα, με τις μίζες που παίρνουν, με τις διευκολύνσεις. Εκεί ξεκινάνε και τα αίτια του δυστυχήματος. Κρίνοντας από αυτά που διαβάζουμε, ότι δηλαδή οι εταιρείες που ανέλαβαν να φτιάξουν τα ηλεκτρονικά συστήματα των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα είναι πέντε εταιρείες και τα λογισμικά μεταξύ τους δεν συμβαδίζουν. Δόθηκαν πάρα πολλές παρατάσεις χωρίς λόγο, δεν επιβλήθηκαν πρόστιμα. Γιατί στον χρόνο που είχαν θέσει οι ίδιες οι εταιρείες ότι θα τέλειωναν τα έργα, αντί για πρόστιμα που δεν παρέδωσαν το έργο όπως έπρεπε, τους έδιναν επιδοτήσεις. Όλη αυτή λοιπόν η άρρωστη σχέση μάς έφτασε εκείνο το βράδυ να μη λειτουργεί κανένα σύστημα ασφαλείας, ούτε τηλεδιοίκησης, ούτε η επικοινωνία μεταξύ των μηχανοδηγών, ούτε η σηματοδότηση, ούτε η αυτόματη πέδηση. Δεν λειτουργούσε εκείνο το βράδυ τίποτα. Πέραν αυτού, λόγω της λιτότητας, της οικονομικής κρίσης, είχε ξεκινήσει μια αποψίλωση στους σιδηροδρόμους και ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί με 2.000 ή 3.000 υπαλλήλους, σταθμάρχες κ.λπ. λειτουργεί σήμερα που μιλάμε με 600 έως 700 υπαλλήλους. Και αυτό οδηγεί σε πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, υπερωρίες, εξάντληση.
Και να πούμε και για τον σταθμάρχη ότι τοποθετήθηκε εκεί σε ένα κρίσιμο βράδυ με πάρα πολλή κίνηση. Ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν είχε την εμπειρία και ήταν λάθος που έμεινε μόνος του για να βγάλει τη βάρδια εκείνο το βράδυ. Τώρα ποιος τον τοποθέτησε εκεί; Ούτε αυτό μας το λένε. Ενώ δεν είχε τα προσόντα, πήγε σε αυτή τη θέση. Επίσης αυτός ο σταθμάρχης, εκείνο το βράδυ, είχε μπροστά του μια κονσόλα, η οποία λειτουργούσε μισή. Όταν ενός υπαλλήλου του αφαιρείς τα εργαλεία για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του, είναι δεδομένο ότι δεν θα την κάνει σωστά, ότι θα κάνει κάποιο λάθος. Άρα δεν λειτουργούσε ούτε η τοπική διαχείριση που μπορούσε να του δώσει αυτός ο πίνακας, γιατί τα μισά λαμπάκια ήταν καμένα απ’ ό,τι ακούστηκε και απ’ ό,τι μας είπαν.
Το μήνυμα στους συμπολίτες
Έχω σκεφτεί την τελευταία μέρα των δικαστηρίων που θα ακούσουμε τις ποινές και κάποιος θα φάει πέντε χρόνια, άλλος επτά, άλλος δώδεκα χρόνια. Δεν ξέρω και δεν νομίζω ότι θα χαρώ, γιατί όταν γυρίσω στο σπίτι μου, το δωμάτιο του παιδιού μου θα είναι άδειο. Πρέπει όμως να τιμωρηθούν όλοι όσοι έφταιξαν, για να μην ξανασυμβεί, γιατί έρχονται και άλλες γενιές. Αυτό που θέλουμε λοιπόν είναι να τιμωρηθούν όλοι οι υπεύθυνοι και να αλλάξει η κουλτούρα της χώρας μας. Δηλαδή να μην είμαστε της προχειρότητας και του οικονομικού οφέλους και να μην υπολογίζουμε την ανθρώπινη ζωή. Πρέπει όλα αυτά να ξεκινήσουν από την παιδεία, από τα σπίτια, από τον κάθε γονιό. Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που εκλέγονται οι βουλευτές. Να μην είναι υποχρεωμένοι στους οικονομικούς παράγοντες της χώρας, ώστε αφού εκλεγούν μετά να κάνουν ό,τι τους λένε αυτοί οι παράγοντες. Πρέπει η δικαιοσύνη να εκλέγει την ηγεσία της από μόνη της, ώστε να μην είναι στην υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης, του εκάστοτε πρωθυπουργού, όπως είναι σήμερα. Πρέπει να αλλάξουν πολλά. Η χώρα βρίσκεται σε ένα σκοτάδι. Πρέπει να βγούμε από το σκοτάδι. Πρέπει να βγούμε στο φως. Πρέπει να αναπνεύσουμε οξυγόνο. Μας έκλεψαν το οξυγόνο των παιδιών μας εκείνο το βράδυ. Κλέβουν και το δικό μας οξυγόνο κάθε μέρα. Αυτό πρέπει να αλλάξει».
Η συνάντηση με την κυρία Γκανίδου έγινε στο σπίτι της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Ένα σπίτι όμορφο, ζεστό και φιλόξενο. Με χαμηλή αλλά και σίγουρη φωνή εξιστορεί τα όσα τραγικά συνέβησαν εκείνο το βράδυ και τονίζει πως δεν πρέπει να εστιάζουμε τόσο στο εάν το τρένο μετέφερε παράνομο ή όχι φορτίο – ακόμα και αν το παιδί της απανθρακώθηκε και είναι η πρώτη που θα ήθελε να γνωρίζει – αλλά στους λόγους που προκάλεσαν τη σύγκρουση. «Εστιάζοντας μόνο στη φωτιά, ξεχνάμε τις ευθύνες του υπουργείου, των πολιτικών προσώπων, των κυβερνήσεων», υπογραμμίζει. Ο λόγος δικός της:
Είμαι η Δέσποινα Γκανίδου. Ήμουν εκπαιδευτικός, δίδασκα πληροφορική, συνταξιούχος πλέον. Είμαι η μητέρα ενός από τα νέα παιδιά που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα των Τεμπών. Η μητέρα του Γιώργου Παπάζογλου. Ο γιος μου, ο Γιώργος, ήταν 22 χρονών. Ήταν φοιτητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στο Φυσικό Τμήμα. Είχε ολοκληρώσει και το τέταρτο έτος σπουδών και σύντομα θα έπαιρνε πτυχίο. Ήθελε να συνεχίσει για μεταπτυχιακές σπουδές και να κάνει διδακτορική διατριβή στη σωματιδιακή φυσική και να ασχοληθεί με την έρευνα. Είχε κατέβει με τη φίλη του για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα. Ταξίδευαν στο βαγόνι με αριθμό 3, κάπου στο πίσω μέρος του βαγονιού. Οι θέσεις τους ήταν 80 ή 82 αν θυμάμαι καλά. Μίλησα μαζί του γύρω στις 11 το βράδυ. Καταρχάς μου είχε στείλει ένα μήνυμα ξεκινώντας από την Αθήνα. Του ευχήθηκα καλό ταξίδι. Στις 11:00 μ.μ. μίλησα μαζί του για να δω αν έχουν φτάσει. Ήταν ακόμη στη Λάρισα. Ήταν ιδιαίτερα εκνευρισμένος, γιατί είχαν καθυστέρηση τουλάχιστον μιας ώρας. Του ευχήθηκα καλό υπόλοιπο ταξίδι και του ζήτησα να μου στείλει ένα μήνυμα όταν φτάσει, γιατί θα έφταναν πολύ αργά. Με το που έφυγε το τρένο από τη Λάρισα, ο γιος μου σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε στο κυλικείο για να πάρει ένα μπουκάλι νερό. Δυστυχώς, τη στιγμή της σύγκρουσης ήταν στο κυλικείο. Και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Καθολική σύνθλιψη και απανθράκωση.
[…] Περάσαμε γύρω στις 2 το πρωί από τον τόπο του δυστυχήματος. Είδαμε τη φωτιά ακόμη να καίει. Δεν μας επέτρεψαν να κατέβουμε, να πλησιάσουμε, αλλά μας έστειλαν σε κάποιο σημείο όπου μας περίμενε η κοπέλα του Γιώργου. Την πήραμε. Της είχαν δώσει μια από αυτές τις κουβέρτες αλουμινίου, η οποία ανέμιζε. Το παιδί ήταν παγωμένο, φοβισμένο. Μας έστειλαν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, όπου επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση. Ασθενοφόρα κατέβαιναν το ένα μετά το άλλο, τα πρώτα μεταφέροντας τραυματίες. Πολύ σύντομα όμως μετέφεραν μόνο σορούς.
Υπήρχαν ειδικοί να σας βοηθήσουν και να σας στηρίξουν;
Υπήρχε κάποιος ψυχίατρος και ήδη είχαν έρθει κάποιοι κοινωνικοί λειτουργοί. Μας συγκέντρωσαν όλους μέσα στο αμφιθέατρο του νοσοκομείου και γύρω στις τρεισήμισι – τέσσερις ανακοίνωσαν τα ονόματα των τραυματιών. Από εκεί και πέρα περιμέναμε και άλλη ανακοίνωση. Την επομένη, στις 6:00 το πρωί, μας είπαν ότι τελείωσε η εφημερία τους και ότι θα έπρεπε να πάμε στο Γενικό Νοσοκομείο. Πήγαμε το πρωί γύρω στις 7:00 στο κρατικό νοσοκομείο της Λάρισας, όπου επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση, κυριολεκτικά χαώδης.
Οι συγγενείς ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα μικρό αμφιθέατρο. Μείναμε μέχρι τις 10:00 το βράδυ. Και μετά πήγαμε σε κάποιο ξενοδοχείο στη Λάρισα, όπου μας περίμενε πάλι ο ψυχίατρος και μια κοινωνική λειτουργός, η οποία παρέμεινε μαζί μας μέχρι να φύγουμε από τη Λάρισα. Στο ξενοδοχείο περιμέναμε δύο μέρες, Πέμπτη και Παρασκευή, για να μας ειδοποιήσουν το βράδυ της Παρασκευής τηλεφωνικά ότι ταυτοποιήθηκε ο Γιώργος και φύγαμε το Σάββατο. Η κηδεία του έγινε την Τρίτη, μία εβδομάδα μετά.
Το διάστημα που ακολούθησε πώς σας στήριξε το κράτος και ποιος είναι γενικότερα ο απολογισμός των δύο αυτών χρόνων όπως τον βιώσατε εσείς και η οικογένειά σας;
Ήταν ένα πολύ βίαιο γεγονός, το οποίο κατέστρεψε τη ζωή μας, διέλυσε τη ζωή μας, ανατράπηκε η ζωή μας. Όσο για τη στήριξη; Στήριξη είχαμε μόνο τις δύο μέρες που μείναμε στο ξενοδοχείο στη Λάρισα. Από εκεί και πέρα όμως, νομίζω ότι η πολιτεία ήταν αμείλικτη απέναντί μας. Ξεκινώντας από την ανάκριση με όλα αυτά που ακολούθησαν, με όλα τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν, με όλες τις προσπάθειες συγκάλυψης που έγιναν.
Τι συνέβη στην ανάκριση; Τι εννοείτε;
Καταρχάς μέσα σε ελάχιστες μέρες αλλοιώθηκε εντελώς ο χώρος του δυστυχήματος, με αποτέλεσμα να έχουν περάσει δύο χρόνια και να μη γνωρίζω, να μη γνωρίζουμε από τι προήλθε η φωτιά, από τι απανθρακώθηκε το παιδί μου, από τα έλαια σιλικόνης ή από κάτι άλλο. Ο δικός μας πραγματογνώμονας λέει ότι δεν μπορούν να καούν τα έλαια σιλικόνης. Είναι έτσι κατασκευασμένα, ώστε να αντέχουν σε τέτοιες συνθήκες. Απλά δεν μπορεί να προσδιορίσει ποια ήταν η καύσιμη ύλη που προκάλεσε αυτή την πυρκαγιά.
Εδώ βέβαια θέλω να τονίσω το εξής, ότι δίνεται -ειδικά τον τελευταίο καιρό- μία τρομερή έμφαση στο θέμα αυτό, στο τι προκάλεσε την πυρκαγιά και από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας αποπροσανατολισμός νομίζω, γιατί το πρωταρχικό θέμα είναι τα αίτια της σύγκρουσης. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε κανένα σύστημα ασφαλείας. Με αποτέλεσμα να βρεθούν για 12 λεπτά τα τρένα στην ίδια γραμμή, χωρίς κανείς να μπορεί να τα εντοπίσει, παρόλο που είχαν ξοδευτεί δισεκατομμύρια ευρώ. Αν λοιπόν τα τρένα δεν συγκρούονταν, οτιδήποτε και αν μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία δεν θα γίνονταν η έκρηξη και η πυρκαγιά. Άρα το πρωταρχικό είναι η σύγκρουση. Το άλλο είναι δευτερογενές. Παρόλο που θέλω να μάθω γιατί απανθρακώθηκε το παιδί μου, είναι δευτερογενές. Εστιάζοντας λοιπόν μόνο στη φωτιά, ξεχνάμε τις ευθύνες του υπουργείου, των πολιτικών προσώπων, των κυβερνήσεων, την κατάντια του σιδηροδρόμου που οδήγησε στο δυστύχημα.
Γίνεται πολύς λόγος για επιχείρηση συγκάλυψης. Ποιος θέλει να συγκαλύψει τι;
Καταρχάς θέλουν να προστατεύσουν τα πολιτικά πρόσωπα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και με το γεγονός ότι ο ανακριτής δύο χρόνια τώρα διερευνά την υπόθεση και μόλις τον Δεκέμβριο έφθασε στις ευθύνες των στελεχών του υπουργείου. Και από την άλλη, από ό,τι φαίνεται με όλο αυτό το μπάζωμα, τη μεταφορά των χωμάτων των ανθρώπων μας σε ιδιωτικό χώρο. Φαίνεται ότι θέλουν να αποκρύψουν κάτι για τη φωτιά, για την έκρηξη.
Επίσης, δεν υπήρχε κανένα βίντεο από την εμπορική αμαξοστοιχία. Και ξαφνικά, μετά από δύο χρόνια βρέθηκαν τρία βίντεο, ενώ είχαν κατασχεθεί οι σκληροί δίσκοι και είχαν σταλεί σε ειδικά εργαστήρια στην Αγγλία για ανάκτηση των δεδομένων. Κατασχέθηκαν 6 μήνες μετά το δυστύχημα, οπότε όμως οι επανεγγραφές είχαν σβήσει τα αρχεία της 28ης Φεβρουαρίου. Στην Αγγλία δεν μπόρεσε να γίνει ανάκτηση δεδομένων. Μετά από ενάμιση χρόνο διαπιστώθηκε ότι έδωσαν τα βίντεο από τον Επιβατικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης και όχι από τον Εμπορικό, όπου φορτώθηκε η εμπορική αμαξοστοιχία. Και ξαφνικά τώρα εμφανίζονται δύο, τρία βίντεο. Ύστερα από δύο χρόνια, τα οποία μια εταιρεία πήρε από τον κάδο ανακύκλωσης και τα οποία δείχνουν ότι δεν μεταφέρει τίποτα η εμπορική αμαξοστοιχία. Και περιμένουμε να δούμε αν είναι γνήσια;
Ποιο είναι το αποτύπωμα του δυστυχήματος στη δική σας καθημερινότητα και της οικογένειάς σας;
Ο Γιώργος δεν φεύγει στιγμή από το μυαλό μου και της υπόλοιπης οικογένειας. Είναι στιγμές που όταν σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει, δεν ζει, ότι δεν θα τον ξαναδώ, νιώθω ότι θα εκραγώ. Προσπάθησα πάρα πολύ να διαχειριστώ όλα αυτά τα συναισθήματα, τη λύπη, τον πόνο, την οδύνη, την οργή επίσης, για αρκετό καιρό, αλλά τελικά ήταν πάρα πολύ δύσκολο, και για να μπορέσω να ισορροπήσω και να στηρίξω την υπόλοιπη οικογένεια, κατέφυγα σε φαρμακευτική αγωγή αντικαταθλιπτικών.
Ο Γιώργος ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί. Ένα παιδί που του άρεσε πάρα πολύ η μουσική, ο κινηματογράφος, διάβαζε πάρα πολύ. Ήθελε να εξερευνήσει τον κόσμο της τέχνης, της ζωγραφικής, της φιλοσοφίας. Διάβαζε φιλοσοφία της επιστήμης σε αυτή την ηλικία. Από πολύ μικρός διάβαζε μυθολογία. Ήταν ένα χαρούμενο παιδί, αισιόδοξο. Είχε πάρα πολλά όνειρα για το μέλλον. Ήταν ευγενικός και διακριτικός.
Εσείς τώρα τι θα θέλατε; Τι ελπίζετε; Τι ζητάτε;
Εμείς ζητάμε να γίνει πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης, των αιτιών της σύγκρουσης, των αιτιών της έκρηξης και μια δίκη στην οποία θα τιμωρηθούν οι ένοχοι.
Τέλος, θα θέλατε να στείλετε κάποιο μήνυμα; Κάτι που θέλετε ιδιαίτερα να ακουστεί;
Όλοι μαζί πρέπει να παλέψουμε για μια καλύτερη χώρα, για δικαιοσύνη, για ασφάλεια, για να αφήσουμε ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μας.
Πηγή: Μαρία Ρηγούτσου – Deutsche Welle