Του Γιάννη Κωνσταντινίδη*
«Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», επανέλαβε σιβυλλικά τη γνωστή ρήση ο Πρωθυπουργός στην καθιερωμένη του κυριακάτικη ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δύο μέρες μετά τις συγκλονιστικές ως προς τον όγκο τους συγκεντρώσεις της Παρασκευής σε ολόκληρη την επικράτεια. Η φράση ευθυγραμμίζεται απολύτως με την όψιμη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης να αποδώσει την κινητοποίηση των πολιτών στα γενικευμένα παράπονά τους για τη λειτουργία του κράτους και τις χρόνιες παθογένειες, διαχέοντας τις δικές της ευθύνες της επί του συγκεκριμένου ζητήματος της διερεύνησης του δυστυχήματος των Τεμπών στο σύνολο των μηχανισμών εξουσίας διαχρονικά και μάλιστα επί ενός απροσδιόριστου συνόλου ζητημάτων.
Η γενίκευση αυτή δεν είναι άστοχη, καθώς πράγματι οι έρευνες κοινής γνώμης καταγράφουν το χαμηλότατο επίπεδο εμπιστοσύνης στους θεσμούς του κράτους και την έντονη πεποίθηση ότι το πολιτικό προσωπικό ενδιαφέρεται μόνο για την αναπαραγωγή του και όχι για την εκπροσώπηση των πολιτών. Συνδυαστικά, τα δύο αυτά ευρήματα αποδεικνύουν την κρίση νομιμοποίησης και την κρίση εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει το σύγχρονο πολιτικό μας σύστημα. Και είναι αυτή ακριβώς η κρίση που θέτει τη δημοκρατία μας σε αδιέξοδο. Γιατί ποιες λύσεις μπορούν να υπάρξουν όταν μια σχετικά προσφάτως εκλεγμένη κυβέρνηση έχει οριστικά απέναντί της το 75% της κοινής γνώμης, αλλά καμία εναλλακτική διακυβέρνησης δεν συγκεντρώνει τη λαϊκή υποστήριξη που απαιτείται για την εκλογική ανατροπή; Και επίσης ποιες λύσεις μπορούν να υπάρξουν όταν παρά την πρακτική απονομιμοποίηση της κυβέρνησης στις δημοσκοπήσεις και στους δρόμους της Παρασκευής, η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος παραμένει συμπαγής, χωρίς την παραμικρή διάθεση αμφισβήτησης της ηγεσίας;
Η σύνδεση μεταξύ της κινητοποίησης της Παρασκευής και των πολιτικών εξελίξεων είναι εξαιρετικά αχνή. Οι προανακριτικές επιτροπές που θα εκκινήσουν τις εργασίες τους τις επόμενες εβδομάδες θα λήξουν με τον τρόπο που θα επιλέξει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ. Σιωπηλά και αναίμακτα. Η πρόταση δυσπιστίας που αναμένεται να καταθέσει τις επόμενες μέρες η αντιπολίτευση θα πέσει μετά βεβαιότητας στο κενό, όπως έχει συμβεί δεκάδες φορές στον μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτικό βίο της χώρας, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ισχύ (και το ανάθεμα) της κομματικής πειθαρχίας που φυσικά εξυπηρετεί τα συνδικαλιστικού πλέον τύπου συμφέροντα του πολιτικού προσωπικού. Η κυβέρνηση θα αγοράσει λοιπόν χρόνο ώστε να διαβάσει τα ευρήματα των επόμενων ερευνών και να επιβεβαιώσει τη διατήρηση αυτού του 25% των πολιτών που στηρίζουν τη στάση της κυβέρνησης σε όλη τη διάρκεια και σε όλο το εύρος της διαχείρισης του τραγικού δυστυχήματος. Το πιθανότερο είναι ότι το ποσοστό αυτό θα το διατηρήσει. Όσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης -και πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ- εκλαμβάνονται ως δείγματα της κρίσης νομιμοποίησης και οι ηγεσίες τους δεν συναρπάζουν, τα ποσοστά τους θα παραμένουν χαμηλά. Σε μια τέτοια συνθήκη, ο Πρωθυπουργός -ο μόνος που έχει σε αυτήν τη χώρα το προνόμιο προκήρυξης εκλογών- θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό καταγραφής της μειωμένης αλλά πάντως υπαρκτής υπεροχής σε νέες κάλπες, με τίμημα τη συμμετοχή στην κυβέρνηση ενός μικρού και πιθανώς βραχύβιου κόμματος που θα απορροφηθεί σε δεύτερο χρόνο από τον μεγαλύτερο εταίρο του. Μια τέτοια κατάληξη θα οδηγήσει στη ματαίωση. Και η αίσθηση μη νομιμοποίησης και μη εκπροσώπησης των πολιτών θα οξύνεται.
Όλοι οι δημοκρατικοί κανόνες θα έχουν ακολουθηθεί. Προανακριτικές και εξεταστικές επιτροπές, πρόταση δυσπιστίας, εκλογές, πιθανώς σχηματισμός συμμαχικής κυβέρνησης. Και όμως το αδιέξοδο θα παραμείνει το ίδιο. Γιατί αιτία του αδιεξόδου είναι η υπαγωγή του συλλογικού συμφέροντος στο κομματικό και του κομματικού συμφέροντος στο συμφέρον της εκάστοτε ηγετικής ομάδας. Όσο δεν σπάει το καλούπι του κομματισμού και της εξυπηρέτησης των ημετέρων στον κύκλο του κόμματος, στον κύκλο της οικονομίας, στον κύκλο της κοινωνίας, τόσο θα διατηρείται το αδιέξοδο της τυπικής δημοκρατίας μας. Και το σπάσιμο του καλουπιού είναι μόνο το ίδιο το πολιτικό προσωπικό σε θέση να το πράξει. Έχει όμως τη μεγαθυμία να το κάνει;
*Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας