Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου*
Όταν στις 22 Φεβρουαρίου του 2022 οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία όλος ο πλανήτης ερχόταν ενώπιον μιας νέας πραγματικότητας. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά ο πολύ πιθανός τερματισμός του πολέμου, υπό τις έντονες πιέσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θα επιβεβαιώσει μία σειρά ιστορικών ανατροπών που αφορούν την παγκόσμια τάξη.
Η προσέγγιση και η συνεννόηση του προέδρου Τραμπ με τον Ρώσο ομόλογό του Βλάντιμιρ Πούτιν αποτελεί έναν επιταχυντή πολλαπλών αλλαγών. «Σπάει» το μπλοκ της Δύσης, με τον ισχυρότερο παράγοντά του, τις ΗΠΑ, να απομακρύνεται τόσο από τη στήριξη της Ουκρανίας για συνέχιση της άμυνας απέναντι στη Ρωσία όσο και από την Ευρώπη, για την υποστήριξη του Κιέβου. Κι αν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε επισημοποιηθεί το 1989 με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το ενδεχόμενο μεταπολεμικό «μοίρασμα» της Ουκρανίας μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών (σπάνιες γαίες) και Ρωσίας (εδάφη), διαμορφώνοντας ένα προτεκτοράτο Ουάσιγκτον και Μόσχας, θα αποτελέσει ένα ιστορικό σημείο αναφοράς.
Η στρατηγική Τραμπ, όμως, σφραγίζει όμως και την ολική στροφή στην προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Από την ήπια ισχύ, τη συνεργασία μέσω διεθνών οργανισμών, μέσα σε ένα φιλελεύθερο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο, η προεδρία Τραμπ κάνει στροφή 180 μοιρών, επιλέγοντας σκληρή ισχύ, διμερείς διαπραγματεύσεις υπό το πνεύμα παιγνίου μηδενικού αθροίσματος με επιχειρηματικού τύπου μεθόδους, νεο-μερκαντιλισμό και νεο-ιμπεριαλιστικές πρακτικές. Οι πιέσεις της υπερδύναμης δεν ασκούνται πλέον πίσω από κλειστές πόρτες και μέσω τηλεφώνου, αλλά μπροστά στις κάμερες σε ένα είδος επικοινωνιακού και τηλεοπτικού σόου, όπως αυτό που παίχθηκε προ ημερών στο Οβάλ Γραφείο με τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ, τον Αντιπρόεδρο Βανς και τον πρόεδρο της Ουκρανίας Ζελένσκι σε θέση άμυνας (και ταπείνωσης).
Μία άλλη ανατροπή αφορά τη Διατλαντική Σχέση, στην οποία πλέον εμπεδώνεται η απομάκρυνση ΗΠΑ και Ευρώπης. Η Γηραιά Ήπειρος καλείται να στηρίξει μόνη της την Ουκρανία εφόσον συνεχιστεί η αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από την αρωγή σε εξοπλισμούς, υπηρεσίες πληροφοριών και χρηματοδότηση προς το Κίεβο. Τι σημαίνει η απεξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ σε σχέση με την ασφάλεια και την άμυνα; Μα φυσικά περαιτέρω στρατιωτικοποίηση, κούρσα εξοπλισμών, νέες δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ την ώρα που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βλέπουν ανάγκες τους (υγεία, εκπαίδευση, υποδομές, κ.ά.) να τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Η έγκριση του προγράμματος ReArm Europe ύψους 800 δισ. ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται το ποσό των 150 δισεκατομμυρίων σε κοινό δανεισμό των κρατών-μελών δείχνει τον δρόμο που θα ακολουθήσει η ΕΕ τα επόμενα χρόνια, μία «επένδυση» χρημάτων πρωτοφανής για τη μεταπολεμική Ευρώπη.
Οι ανατροπές αφορούν και την ίδια την πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας, η οποία υπό την προεδρία Μπάιντεν θεώρησε δεδομένη και διαρκή τη στήριξη της Δύσης, υπερεκτιμώντας τις προοπτικές στήριξης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Οι παραπάνω ανατροπές έχουν διαμορφώσει μία νέα παρτίδα πια στη σκακιέρα του ουκρανικού ζητήματος. ΗΠΑ και Ρωσία έχουν πλέον το πάνω χέρι, ενώ η Ευρώπη αναζητεί εναγωνίως ρόλο στις εξελίξεις που αφορούν τη γειτονιά της. Έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολος να αναληφθεί από την Ευρώπη, η οποία βλέπει αδύναμες ηγεσίες (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία) να προσπαθούν να αναλάβουν κρίσιμες πρωτοβουλίες, καθώς και κατακερματισμό στο εσωτερικό της ΕΕ (βλ. Σλοβακία και Ουγγαρία) και διχογνωμία σχετικά με την προοπτική συνέχισης στήριξης της Ουκρανίας. Για την Ευρώπη, ασφαλώς, και εξακολουθούν να εκφράζονται δύσκολα ερωτήματα σχετικά με την επόμενη ημέρα στην Ουκρανία, όπως οι εγγυήσεις ασφαλείας και η αποστολή στρατευμάτων και το ετήσιο κόστος της στήριξης (250 δισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με μελέτη των Bruegel και Kiel Institute).
Σε κάθε περίπτωση, οι έως τώρα εξελίξεις και οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται θα φέρουν ΗΠΑ, Ευρώπη, Ρωσία, Κίνα και γενικότερα τον πλανήτη σε μία νέα σκακιέρα, ενός ρευστού, πολυπολικού κόσμου, με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς που δημιούργησαν οι διασκέψεις της Γιάλτας και του Μπρέτον Γουντς στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
** Βαγγέλης Βιτζηλαίος, συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πειραιώς