Ένας από τους σημαντικότερους σχεδιαστές κόμικς και βινιετίστας της Ιταλίας, αλλά και του διεθνούς ορίζοντα, που ξεχωρίζει για το καυστικό του χιούμορ και την εύστοχη πολιτική του κριτική, ο Φραντσέσκο Τούλιο Αλτάν (Altan), βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένος του Ιταλικού Ινστιτούτου, όπου την Πέμπτη 6 Μαρτίου συμμετείχε σε εκδήλωση και συνομίλησε με το κοινό.
Ο δημιουργός εμβληματικών έργων και ηρώων, όπως ο Κολόμβος, η Άντα, η σκυλίτσα με τις κόκκινες βούλες Πίμπα–που οι ιστορίες της έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές παιδιών στην Ιταλία–ο αδέξιος χαμελαίοντας Καμίλο Κρόμο, ο Φραντς Μελόνε, αλλά και ο πικρόχολα απαισιόδοξα αισιόδοξος βιομηχανικός εργάτης Τσιπούτι, συνέπραξε στην εκδήλωση με τους γνωστούς Έλληνες κομικογράφους Σπύρο Δερβενιώτη και Δημήτη Μητσομπόνο , ενώ μία εισαγωγή στο έργο και την τεχνοτροπία του σκιαγράφησε για το κοινό ο ιστορικός τέχνης Δημήτρης Κουκούλας.

Ο Altan, ο κομικογράφος με το διαβρωτικό σχόλιο και την αντισυμβατική τεχνοτροπία, που αναδεικνύουν τις μικροπρέπειες και την ποταπότητα μίας φαινομενικής κανονικότητας του καθημερινού βίου και των ανθρώπων, με την ευκαιρία της επίσκεψής του στην Αθήνα, παραχώρησε συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ακολουθεί η συνέντευξη του ALTAN στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Γιώργη-Βύρωνα Δάβο.
Δάσκαλε, μέσα στην μακρά τούτη περίοδο της δημιουργίας σας, που κινήθηκε ανάμεσα στο κόμικς και την πολιτική βινιέτα-γελοιογραφία, ποιοί θεωρείτε πως ήσαν οι κυριότεροι σταθμοί και ποιούς ήρωές σας θα ξεχωρίζατε;
Οι δύο μου δραστηριότητες, το κόμικ και η βινιέτα, ήσαν μεν διαφορετικές αλλά είχαν πάντα μεγάλη σχέση με το πώς έβλεπα τα πράγματα. Βέβαια όλα μου τα έργα κι όλοι μου οι ήρωες είναι δικά μου δημιουργήματα και δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο-κάποιον με τρόπο απλό. Φυσικά εκείνα τα έργα που με έχουν χαρακτηρίσει είναι όσα δημιούργησαν χαρακτήρες όπως ο Κολόμβος, η Άντα, αναμφίβολα η Πίμπα (το σκυλάκι με τις κόκκινες βούλες), ο Φραντς Μελόνε κι ο Καμίλο Κρόμο (ΣτΣ. ο χαμαιλέων που δεν μπορούσε να αλλάξει χρώμα για να προστατευθεί, αλλά μπορούσε να αλλάξει το χρώμα των άλλων) και φυσικά τον βιομηχανικό εργάτη Τσιπούτι. Αλλά , μεταξύ όλων αυτών, ίσως η Άντα να κατέχει πιο σημαντική θέση. Άλλωστε σε αυτήν και τις περιπέτειές της έχω αφιερώσει περισσότερες ιστορίες.
Εσείς ανδρωθήκατε ως κομίστας μέσα σε μία γενιά που έδωσε χαρισματικούς σχεδιαστές όχι μόνο στον χώρο της Ιταλίας, αλλά και παγκοσμίως, όπως τον Ούγκο Πρατ, τον Γκουΐντο Κρέπαξ, τον Αντρέα Πιατσέντσα, τον Μίλο Μανάρα, ποιά ήταν η σχέση σας, καλλιτεχνικά μιλώντας, με όλα αυτά τα «ιερά τέρατα»;
Όταν είχα δημοσιεύσει τον Κολόμβο, που ήταν η πρώτη μου ιστορία, είχα πάει στη Λούκκα, την πόλη που φιλοξενεί το Φεστιβάλ Κόμιξ, κι εκεί ήσαν όλες αυτές οι προσωπικότητες. Ήταν ο Πρατ, οι Αμερικάνοι, η ελίτ του χώρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι εγώ τους κοίταζα με το δέος του νεοεισερχόμενου στην ‘επιχείρηση’ . Στη συνέχεια κέρδισα το πρώτο βραβείο (το Yellow Kit) και σιγά σιγά με υποδέχθηκαν στον κύκλο τους. Όμως πάντοτε εγώ διατηρούσα μία συμπεριφορά μαθητή προς τον δάσκαλο.
Οι σχέσεις σας με άλλους κομίστες, από τη Γαλλία για παράδειγμα, που είχε κι έχει μία μεγάλη σχολή, ποιές ήσαν;
Γνώρισα πολλούς από αυτούς, αλλά εκείνον με τον οποίο σχετίσθηκα περισσότερο ήταν ο Βολίνσκι, με τον οποίο καταλήξαμε με τον καιρό να μας συνδέει μία στενή φιλία.
Άλλωστε είχατε μία συγγένεια και στο πνεύμα της δουλειάς σας.
Ασφαλώς. Εγώ συνηθίζω να αφηγούμαι πως όταν είδα όσα δημοσίευε ο Βολίνσκι στο Linus έλεγα: «Μα πώς γίνεται να δημοσιεύουν έναν που σχεδιάζει τόσο άσχημα». Κατόπιν ανακάλυψα πως αυτός σχεδίαζε καταπληκτικά και το έκανε επίτηδες για να αναδείξει εκείνο που ήθελε. Και στις δικές μου τις δημιουργίες, τρόπον τινά τον μιμούμαι στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.
Αυτή ακριβώς η τεχνοτροπία, από πού προέρχεται, ποιά είναι η ανάγκη να βλέπετε και να σχεδιάζετε τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και να τους δίνετε αυτή τη σημασία;
Δεν ξαίρω εάν πηγάζει από κάποια ανάγκη. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν απλά. Κάποιος σχεδιάζει κάτι, μετά σχεδιάζει κάτι άλλο που έχει σχέση με το πρώτο και το πράγμα μετά κυλάει από μόνο του, δεν μπορεί κανείς να τα ελέγξει όλα. Ίσως ακολουθείς κάτι που σου αρέσει, σε εκπλήσσει ακόμη και εσένα τον ίδιο και ανοίγει τότε ένα δρομάκι για να καταλάβεις προς τα πού πηγαίνει το πράγμα.
Και η σχέση σας με τους ήρωες των ιστοριών σας, ακόμη και στις βινιέτες σας, ποιά είναι;
Η απάντηση που θα δώσω για τη σχέση μου μαζί τους θα είναι κοινότοπη, αλλά όλοι τους είναι παιδιά μου. Κάποιος από αυτούς μου αρέσει περισσότερο, άλλος λιγότερο. Είναι μέρος της ζωής, αλλά και της ζωής μου, κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να τους επικρίνεις, να μη σου αρέσουν αλλά είναι αυτό που είναι, τίποτε άλλο.
Όπως για παράδειγμα έναν από τους πιο εμβληματικούς ήρωές σας, που ήταν ο βιομηχανικός εργάτης Τσιπούτι; Σήμερα, που έχει αλλάξει και ο τρόπος παραγωγής, πόσο έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια κι ο Τσιπούτι;
Ο Τσιπούτι είναι ένας ενδεικτικός τύπος του εργάτη που ξέρει να κάνει τη δουλειά του και την κάνει καλά. Κι αυτού του είδους οι εργαζόμενοι υπάρχουν ακόμη, έστω κι εάν δεν δουλεύουν πια στα εργοστάσια και ασκούν άλλα επαγγέλματα. Όμως, είναι άνθρωποι που είναι περήφανοι για τη δουλειά τους και την κάνουν καλά. Αυτή ίσως είναι μία από τις αχνές ελπίδες για τις οποίες κάναμε λόγο νωρίτερα.
Οι νέες γενιές πώς υποδέχονται το έργο σας;
Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Βλέπετε οι νέες γενιές δε διαβάζουν τις εφημερίδες, όπου συνήθως δημοσιεύω τις βινιέτες μου.
Ναι αλλά υπάρχουν και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Που εγώ όμως δεν παρακολουθώ.
Ωστόσο, μέσα από τα δίκτυα αυτά δημοσιεύονται και κυκλοφορούν οι βινιέτες σας και κάνουν πάντα μεγάλη εντύπωση.
Είμαι πολύ ευτυχής που γίνεται αυτό κι ελπίζω να με παρακολουθούν και να συνεχίζουν να με διαβάζουν, όμως εγώ δεν έχω άμεση επαφή με αυτό.

Θα ήταν πολύ τολμηρό να ρωτήσω εάν σχεδιάζετε κάποιο μεγάλη ιστορία, ένα grafic novel όπως ο Κολόμβος ή η Άντα;
Δυστυχώς, για τέτοια πράγματα χρειάζεται σκληρή κι επίπονη δουλειά για να τα κάνεις. Εγώ δεν έχω πια την ενέργεια, που είχα όταν ήμουν 30 ετών.
Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα σε εκείνη τη γενιά και τους καινούργιους δημιουργούς; Υπάρχουν σήμερα πρόσωπα που μπορούνε να σταθούν στο ύψος εκείνων; πχ ο Zerocalcare;
Οι καιροί έχουν αλλάξει εντελώς. Εκείνοι έρχονταν απ’ ευθείας μέσα από μία μακρά παράδοση, η οποία σήμερα πάνω κάτω έχει τελειώσει. Έχουν επίσης και άλλες τεχνικές. Ο Zerocalcare, όπως είπατε, είναι χαρακτηριστικός του πνεύματος των νέων καιρών, ξεκινάει κι εκφράζει θέσεις καινούργιες, διαφορετικές. Εμένα προσωπικά μου αρέσουν αυτά που κάνει, αν και πολλές φορές δυσκολεύομαι να τα κατανοήσω, γιατί είναι πολύ τοπικιστής, ως Ρωμαίος, έχει έναν δικό του κόσμο που δεν είναι πολύ κοντινός στον δικό μου. Όμως εκείνοι, οι μεγάλοι του παλιού καιρού είχαν στις πλάτες τους μία μακρόχρονη παράδοση. Βρισκόμαστε στο τέλος μίας εποχής, που είχε τη δική της εποχή. Σήμερα όλα ξεκινούν από την αρχή, εκείνο που ξέραμε παλιά έχει τελειώσει.
Οι λόγοι που έχει τελειώσει αυτή η μακρά ιστορία οφείλεται στην αλλαγή της κοινωνίας και του τρόπου που αντιμετωπίζει κανείς το κόμικ;
Ξεκίνησα να σχεδιάζω βινιέτες στα τέλη της δεκαετίας του ’70 για βιοποριστικούς λόγους. Ήταν, όπως είπατε, χρόνια ταραχώδη, στιγμές μεγάλης κοινωνικής έντασης, στην Ιταλία βιώναμε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, το «Θερμό Φθινόπωρο» (ΣτΣ του 1969), τις μεγάλες απεργίες, ήταν μία έντονη περίοδος από πολιτική άποψη. Και ξεκίνησα από εκεί. Σιγά-σιγά περάσαμε σε περιόδους κανονικότητας, αλλά πάντοτε οδεύοντας προς το χειρότερο. Και σήμερα έχουμε φθάσει στο χείριστο του χείριστου σημείου.
Είσαστε τόσο απαισιόδοξος; Λόγω του Τραμπ;
Όταν, δε θυμάμαι πια τη χρονιά (ΣτΣ το 1994), ο Μπερλουσκόνι είχε κερδίσει τις εκλογές είχα σχεδιάσει μία βινιέτα, όπου δύο αριστεροί σχολίαζαν την κατάσταση. Ο ένας έλεγε: «θα μπορούσε να είχε πάει και χειρότερα» κι ο άλλος απαντούσε «όχι». Δυστυχώς, ήταν μία βινιέτα κατά το μάλλον ή ήττον αισιόδοξη.
Το χιούμορ σας πάντοτε ήταν δεικτικό, ακόμη και απέναντι σε χαρακτήρες, όπως οι συνταξιούχοι, οι εργάτες, οι γυναίκες, ακόμη και τα παιδιά, βγάζοντας τη μικροπρέπεια και τα αρνητικά που έχει η καθημερινότητα μέσα της. Σάμπως να ηθικολογείτε μέσα από την ανηθικότητα. Αισθάνεστε ένας «ηθικολόγος»;
Όχι, ειλικρινά όχι. Αλλά υπάρχουν κάποιες αξίες στη ζωή, που κατά την άποψή μου δεν μπορούμε να ποδοπατούμε. Κι αυτό περισσότερο έχει να κάνει με μία κοσμοθεωρία, που θα μπορούσαμε να την ταυτίσουμε με αυτό που λέμε ανοικτό πνεύμα. Και που όλο και γίνεται πιο δύσκολο να δεις να πραγματώνεται, γιατί το αντίθετο κίνημα δυναμώνει όλο και περισσότερο την παρούσα στιγμή, που αφαιρεί κάθε δυνατότητα σε όποιον σκέφτεται διαφορετικά από αυτούς να μιλά, να πράττει, να αντιδρά. Γιατί αγοράζουν τα μυαλά όλων.
Αυτό είναι ένα σφάλμα της δημοκρατίας, τόσο στην Ιταλία, όσο και στην Ευρώπη, ώστε να έχει ως αποτέλεσμα να χάσει τη δυνατότητα να εμπνεύσει ελπίδα;
Κοιτάξτε, ασχολούμαι μεν με την πολιτική, αλλά αυτό δε σημαίνει πως κατανοώ πολλά πράγματα από την πολιτική. Αλλά έχω την εντύπωση πως κατά τη διάρκεια τόσων αιώνων οι Ιταλοί δεν απέκτησαν ποτέ την αίσθηση του Κράτους, την πραγματική έννοια της κοινότητας. Είναι μια χώρα της οικογενειοκρατίας, εγωϊστών. Μόλις η όποια ελπίδα χάνει τον δυναμισμό της πολλοί άνθρωποι απλώς μετακομίζουν στην άλλη πλευρά. Χωρίς καν να αντιδρά. Απλώς επιδιώκει να βρει ένα προσωπικό όφελος, έναν πιο απλό δρόμο.
Είναι μόνο εξαιτίας της κοινωνίας.
Είναι δύσκολο κατά τη γνώμη μου να αποδώσεις το φταίξιμο κάπου. Είναι πράγματα που συμβαίνουν, δεν είναι επειδή κάποιος που δεν θέλει να γίνουν μπορεί να κάνει κάτι εσκεμμένα για να μη συμβούν. Η Ιστορία κινείται έτσι, θέλουμε δε θέλουμε. Στην Ιστορία έχουνε συμβεί πράγματα που κάποιος τα βλέπει πολύ μετά, όπως τον Φασισμό στην Ιταλία, τον Ναζισμό στη Γερμανία, φαινόμενα που δεν ήσαν κατά κάποιον τρόπο προβλέψιμα κι όμως συνέβησαν. Σήμερα βρισκόμαστε σε μία κατρακύλα που κανένας μας δεν μπορεί να καταλάβει πού θα τελειώσει όλο αυτό. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να την αντικρούσουμε, γιατί χρησιμοποιούν μεθόδους που μοιάζουνε παράλογες, εντελώς ξένες στην κοινή λογική κι οι οποίες όμως λειτουργούν ή τις κάνουν να λειτουργούν.

Αυτό οφείλεται και σε πρόσωπα, όπως ο Μπερλουσκόνι ή ο Τραμπ, επιχειρηματίες που ανέλαβαν τα ηνία του κράτους;
Έχουν αγοράσει την εξουσία, με τα χρήματα σήμερα αγοράζεις τα πάντα. Και έχουν τόσα χρήματα που είναι δύσκολο να τους αντιμετωπίσεις. Κι είναι λίγοι κι αυτό, η υπερσυγκέντρωση του πλούτου, είναι προβληματικό κι έχει γίνει τρομακτικό επίσης.
Και η τέχνη, η σάτιρα, η δυνατότητά της να ασκήσει κριτική μπορεί να το αντιμετωπίσει και να προσφέρει μία ελπίδα και μια ηθική ματιά στην κοινωνία;
Θα ήθελα πολύ να μπορούσε να εμπνεύσει ελπίδα, όμως είμαι πολύ σκεπτικιστής σχετικά μ’ αυτό τη συγκεκριμένη στιγμή. Όμως μπορεί να βοηθήσει να διατηρήσουμε αυτές τις ελπίδες έως ότου η κατάσταση αλλάξει κάπως και τα πράγματα να ξαναφτιάξουν, ίσως. Τουλάχιστον να τις κρατήσουμε ζωντανές κι αυτό είναι το καθήκον που έχουμε όσοι ασχολούμαστε με αυτή τη δουλειά.
Πολλά από τα έργα σας, ιδίως τα κοινωνικά σχόλια, είναι επίκαιρα ακόμη και σήμερα. Αυτό σημαίνει πως η κοινωνία δεν έχει αλλάξει;
Αυτό μου το λένε πολλοί. Βλέπουνε μία βινιέτα που σκιτσάρισα πριν 30 χρόνια και μου λένε πως και σήμερα είναι το ίδιο ζωντανή. Αλλά αυτό δεν είναι δική μου αρετή, αυτό οφείλεται στον κόσμο, στην ιταλική κοινωνία, η οποία κινείται–εάν κινείται–πολύ αργά. Ή ακόμη κάνει βήματα πίσω και για τον λόγο αυτό λειτουργούν ακόμη οι βινιέτες μου, γιατί δεν έχει αλλάξει αρκετά και μοιάζει να μην αλλάζει άλλο. Δεν ξέρω, είμαι κάπως απαισιόδοξος σε αυτό το σημείο.
Ποιά είναι η σχέση της τέχνης σας με το politically correct πνεύμα, που μάλλον σήμερα με τον Τραμπ παύει να υφίσταται, αλλά για πολύ καιρό ωθούσε σε μία αυτολογοκρισία; Εσάς σας επηρέασε ποτέ;
Όχι. Γιατί υπάρχει ένα σημείο που εμένα μου φαίνεται σωστό, να μαθαίνουν οι άνθρωποι με κάποιον τρόπο, ακόμη και από φόβο, να μην κάνουν ή να λένε κάποια πράγματα. Αυτό μπορεί να βοηθήσει ώστε να μην τα σκέπτονται. Σε περίπτωση όμως μίας υπερβολής στο σημείο αυτό, ελλοχεύει ο κίνδυνος για το αντίθετο αποτέλεσμα. Και προσωπικότητες όπως ο Τραμπ επωφελούνται από αυτήν την κατάσταση, την δυσφορία που νοιώθουν οι άνθρωποι όταν πρέπει να προσέχουν υπέρ το δέον για το τι πρέπει να πουν. Και τους λένε, «εκφρασθείτε όπως θέλετε, είσθε ελεύθεροι». Όμως, υπό αυτήν την έννοια δεν πρόκειται για μία πραγματική ελευθερία. Είναι ελευθερία για να κάνεις βρωμιές, δεν είναι μία ουσιαστική ελευθερία.
Ζούμε στο άκρον άωτον του χείριστου, που όπως λέτε μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη, όμως υπάρχει κάποια ικμάδα φωτός που να χαράσσει σε τούτον τον σκοτεινό ορίζοντα;
Πρέπει να υπάρχει. Εγώ το θεωρώ ως δεδομένο και δεν θα έκανα τούτη τη δουλειά εάν δεν πίστευα πως θα υπήρχε μία μικρή ελπίδα πως τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν και να γίνουν διαφορετικά. Όμως, τούτη τη στιγμή δυσκολεύομαι πολύ να δώ πως κάτι θα χαράξει.
Πηγή: ΑΠΕ – Γιώργης-Βύρων Δάβος