Με συνέντευξη του στο Βήμα της Κυριακής ο συνταγματολόγος και πρώην Υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος χαρακτηρίζει ως “καταστρατήγηση του Συντάγματος” την κυβερνητική μεθόδευση στην προανακριτική επιτροπή για τον Χρήστο Τριαντόπουλο.
Αναλυτικά το χαρακτηριστικό μέρος της συνέντευξης από το Βήμα:
Ο Χρήστος Τριαντόπουλος ζήτησε να παρακαμφθεί το στάδιο της κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ώστε η υπόθεσή του να παραπεμφθεί το ταχύτερο ενώπιον του «φυσικού» ή μάλλον του νόμιμου δικαστή του. Η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποδέχθηκαν πανηγυρικά την επιλογή αυτή που είχε προτείνει και ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και οι οικογένειες των θυμάτων αντιδρούν έντονα θεωρώντας ότι πρόκειται για μεθόδευση που παραβιάζει το Σύνταγμα. Ποια είναι η θέση σας ως συντάκτη της σχετικής συνταγματικής διάταξης;
«Αντιλαμβάνομαι τις πολιτικές σκοπιμότητες και ανάγκες, αλλά σας δίνω μια απάντηση νομική, όπως θα την έδινα σε ένα απαιτητικό ακροατήριο μεταπτυχιακών φοιτητών. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».
Ενώ τώρα τι συνέβη;
«Στην προκειμένη περίπτωση υποβλήθηκε η πρόταση των τριάντα βουλευτών και αποφασίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία η συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Συνεπώς, για να αχθεί η υπόθεση Τριαντόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο και στον αρεοπαγίτη ανακριτή του Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει να υποβληθεί πόρισμα της επιτροπής και να αποφασίσει η Ολομέλεια της Βουλής την άσκηση δίωξης.
Μάλιστα ο εκτελεστικός νόμος 3126/2003 ορίζει στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 ότι «η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και λειτουργεί ως άρση της ασυλίας, εάν ο υπουργός έχει και τη βουλευτική ιδιότητα». Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η άσκηση ποινικής δίωξης πάσχει από ακυρότητα και αυτή μπορεί να διαπιστωθεί από το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, τα πέντε μέλη του οποίου (τρία από τον Αρειο Πάγο και δύο από το Συμβούλιο της Επικρατείας) θα κληρωθούν».
Θεωρείτε ότι η κυβέρνηση παραγνωρίζει αυτόν τον κίνδυνο;
«Η κυβέρνηση προφανώς γνωρίζει ότι αν το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου κρίνει ότι η ποινική δίωξη (δηλαδή η παραπομπή του κ. Τριαντόπουλου ενώπιόν του) είναι άκυρη, θα προκύψει μια κατάσταση μη διαχειρίσιμη πολιτικά από αυτή. Συνεπώς προσπαθεί να κάνει στην επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης και στην Ολομέλεια τις ελάχιστες διαδικαστικές πράξεις που δίνουν την εντύπωση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 86 παράγραφος 3 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παράγραφος 3 του νόμου 3126/2003. Ετσι εξηγείται η θέση της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι της αρκεί η δικογραφία που διαβίβασε στη Βουλή η Εισαγγελία Λάρισας και με βάση την οποία ασκήθηκε δίωξη για την ίδια υπόθεση στα υπηρεσιακά πρόσωπα που είναι συμμέτοχοι του κ. Τριαντόπουλου.
Με τον τρόπο αυτόν δεν θα εξεταστούν μάρτυρες και δεν θα αναζητηθούν έγγραφα και άλλα στοιχεία. Αλλά καλείται για παροχή εξηγήσεων ο κ. Τριαντόπουλος προκειμένου να τηρηθεί ο τύπος του άρθρου 244 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ομως όλη αυτή η «απλουστευμένη» διαδικασία πρέπει να καταλήξει σε πόρισμα υπέρ της άσκησης δίωξης για συγκεκριμένες πράξεις και με βάση συγκεκριμένη ποινική διάταξη. Το πόρισμα αυτό πρέπει να συζητηθεί (φοβούμαι υπό συνθήκες ακραίας πολιτικής έντασης) στην Ολομέλεια και αυτή να ψηφίσει μυστικά την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του κ. Τριαντόπουλου με τουλάχιστο 151 ψήφους. Πρόκειται για προφανή καταστρατήγηση του Συντάγματος, δηλαδή για περιγραφή του τύπου και για παραβίαση της ουσίας του στο πεδίο της ποινικής δικονομίας που είναι κατ’ εξοχήν ευεπίφορο σε ακυρότητες που ελέγχονται δικαστικά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο».