Κωνσταντίνα Σκλάβου*
Η γυναικοκτονία δεν είναι απλώς ένας ακόμη αριθμός σε μια στατιστική καταγραφή εγκλημάτων· είναι μια τραγική πραγματικότητα που διαλύει ολόκληρο το περιβάλλον γύρω από αυτή, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια της έμφυλης βίας και του μίσους. Ανάμεσα στα (έμμεσα) θύματα του μικρo-περιβάλλοντος αυτού που συστηματικά παραβλέπονται, είναι τα παιδιά, που καλούνται να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τη δολοφονία της μητέρας τους. Ως επιζήσαντα αυτής της τραγωδίας, βιώνουν και στη συνέχεια συνθήκες διαρκούς θυματοποίησης, επανατραυματισμού και κοινωνικού στιγματισμού.
Επομένως, η γυναικοκτονία, ως ακραία μορφή έμφυλης βίας, δεν σηματοδοτεί μόνο το θάνατο μιας γυναίκας, αλλά επιφέρει βαθιές κοινωνικές, ψυχολογικές και θεσμικές συνέπειες, επηρεάζοντας δραματικά τον στενό περίγυρο του θύματος αλλά και ολόκληρη την κοινωνία μας. Παρά τη σοβαρότητα του φαινομένου, η ελληνική πολιτεία δεν διαθέτει ακόμη ένα εξειδικευμένο και συνεκτικό πλαίσιο προστασίας για τα παιδιά αυτά. Η ενασχόλησή μας με τις γυναικοκτονίες εστιάζει κυρίως στο ίδιο το έγκλημα (και πάλι σε «ορισμένο χρόνο» τηλεθέασης), αφήνοντας στην αφάνεια τις μακροχρόνιες επιπτώσεις για τους/τις ανήλικους/ες και την ανάγκη θεσμοθέτησης και εφαρμογής ολιστικών μακροπρόθεσμων πολιτικών στήριξής τους.
Οι επιπτώσεις της γυναικοκτονίας στα παιδιά: Ένα αόρατο τραύμα
Τα παιδιά που επιβιώνουν των γυναικοκτονιών δεν αντιμετωπίζουν μόνο το πένθος και το τραύμα τους, αλλά και τη ριζική ανατροπή της καθημερινότητάς τους, καθώς συχνά απομακρύνονται από το οικείο περιβάλλον τους. Οι ανάγκες και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα, το οποίο περιλαμβάνει ψυχοσυναισθηματικές, κοινωνικές και θεσμικές διαστάσεις, απαιτώντας ολοκληρωμένες παρεμβάσεις, τόσο σε επίπεδο πολιτικών παιδικής προστασίας όσο και σε επίπεδο θέσπισης ειδικών νομικών μέτρων και ψυχοκοινωνικών υποστηρικτικών μηχανισμών. Η αιφνίδια και τραυματική απώλεια της μητέρας τους προκαλεί ένα σύνθετο και μακροχρόνιο τραύμα, ενώ η απουσία του πατέρα λόγω θανάτου, σύλληψης ή φυλάκισης δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις, εντείνοντας το αίσθημα της εγκατάλειψης και τον κοινωνικό στιγματισμό. Ουσιαστικά, τα παιδιά αυτά χάνουν και τους δύο γονείς –τον έναν λόγω φυσικής απώλειας και τον άλλο λόγω ποινικής δίωξης (ή και φυσικής απώλειας, π.χ. αυτοκτονία)–, καθώς και τη σταθερότητα της ζωής και της ρουτίνας τους, δεδομένου ότι συχνά μεταφέρονται σε συγγενικά πρόσωπα, ανάδοχες οικογένειες ή ιδρύματα.
Το πολλαπλό αυτό τραύμα αναμένεται να οδηγήσει σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, επηρεάζοντας τη συναισθηματική, συμπεριφορική και γνωστική ανάπτυξη των ανηλίκων. Ένα παιδί που έχει υπάρξει μάρτυρας μιας τόσο ακραίας πράξης ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να εμφανίσει μετατραυματικό στρες, άγχος, κατάθλιψη, αισθήματα εγκατάλειψης και ενοχής, καθώς και διαταραχές στη σίτιση, τον ύπνο και μια σειρά από άλλες δυσλειτουργίες στη γενικότερη συμπεριφορά και ανάπτυξή του. Επιπλέον, ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες στη σχολική προσαρμογή και τη μαθησιακή του επίδοση, λόγω των σοβαρών συναισθηματικών και κοινωνικών προβλημάτων.
Συχνά δε, η αποσταθεροποίηση που βιώνουν αυτά τα παιδιά δεν περιορίζεται μόνο στο άμεσο συναισθηματικό σοκ, αλλά επεκτείνεται και στη συνολική πορεία της ζωής τους, καθώς έρχονται αντιμέτωπα με ένα εχθρικό ή αδιάφορο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο είτε αγνοεί τις ανάγκες τους, είτε τα (επανα)στιγματίζει ως «τα παιδιά της τραγωδίας». Η έλλειψη υποστηρικτικών δομών και δικτύων υπηρεσιών μπορεί επιπλέον να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση, δυσκολίες στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αντικοινωνικών ή αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Τέλος, το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο συχνά αποτυγχάνει να παρέχει στα παιδιά και στο περιβάλλον τους μακροπρόθεσμη φροντίδα και στήριξη, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα σε διαρκή ανασφάλεια και κίνδυνο. Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη να αναγνωριστεί η ιδιαίτερη ευαλωτότητα αυτής της ομάδας και να θεσπιστούν ολοκληρωμένες πολιτικές προστασίας που θα διασφαλίζουν τη σταθερότητα, την ψυχική ανθεκτικότητα και τις ίσες ευκαιρίες για ένα καλύτερο μέλλον. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η έλλειψη έγκαιρης παρέμβασης μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και τη λειτουργικότητα των παιδιών αυτών και στην ενήλικη ζωή τους.
Η ελληνική πραγματικότητα και η ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση
Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, η δημόσια συζήτηση γύρω από τις γυναικοκτονίες έχει ενταθεί, ωστόσο η προστασία των ανήλικων παιδιών των θυμάτων παραμένει ένα ζήτημα που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση και θεσμική αντιμετώπιση. Η αναφορά στα παιδιά αυτών των εγκλημάτων περιορίζεται συχνά σε περιγραφές της τραγικής τους κατάστασης (π.χ. «έμειναν ορφανά», «μάρτυρες της δολοφονίας»), χωρίς να δίνεται έμφαση στην ανάγκη κοινωνικής ή ψυχολογικής υποστήριξής τους, όπως προείπαμε. Παρά τις αυξανόμενες αναφορές στις γυναικοκτονίες, η ελληνική πολιτεία, κωφεύοντας, δεν διαθέτει ακόμη ένα συνεκτικό και εξειδικευμένο σύστημα προστασίας για τα ανήλικα θύματα. Στο υπάρχον πλαίσιο παιδικής προστασίας και στα λίγα προγράμματα υποστήριξης ανηλίκων που διαθέτουμε, οι διαδικασίες δεν είναι δομημένες και προσαρμοσμένες ώστε να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες αυτών των παιδιών. Αντιμετωπίζονται ως «παράπλευρες απώλειες».
Η απουσία εξειδικευμένων δομών στήριξης, πρωτοκόλλων και εργαλείων σημαίνει ότι πολλά από αυτά τα παιδιά δεν λαμβάνουν την απαιτούμενη ψυχοκοινωνική υποστήριξη. Οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι φορείς ψυχικής υγείας συχνά στερούνται πόρων και κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού για να διαχειριστούν τις σύνθετες ανάγκες των ανηλίκων και του περιβάλλοντός τους. Επιπλέον, η έλλειψη συντονισμένης θεσμικής παρέμβασης καθιστά δυσχερή την παροχή σταθερής φροντίδας και μακροπρόθεσμης υποστήριξης για τα παιδιά αυτά. Η αντιμετώπισή τους παραμένει αποσπασματική, εξαρτώμενη από την ευαισθητοποίηση μεμονωμένων κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων ή εκπαιδευτικών, χωρίς να υπάρχει ένα ενιαίο πλαίσιο προστασίας και αποκατάστασης. Ακόμα και όταν τοποθετούνται σε συγγενικές ή ανάδοχες οικογένειες, η στήριξη που λαμβάνουν δεν είναι πάντα επαρκής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτουν και νομικά ζητήματα, όπως η επιμέλεια και η οικονομική τους κάλυψη. Η ανάγκη για μια συνεκτική πολιτική που θα περιλαμβάνει τόσο ψυχολογική φροντίδα όσο και κοινωνική ενσωμάτωση είναι επιτακτική, ώστε τα παιδιά αυτά να μην μετατραπούν σε «αόρατα θύματα» μέσα σε ένα σύστημα που αδυνατεί να τα προστατεύσει ουσιαστικά.
Όταν μια μητέρα δολοφονείται από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της, η επιμέλεια των παιδιών συχνά ανατίθεται σε συγγενικά πρόσωπα, κυρίως στους παππούδες και τις γιαγιάδες. Ωστόσο, αυτοί οι φροντιστές/ριες, πέρα από το γεγονός ότι μπορεί να είναι προχωρημένης ηλικίας και να μη διαθέτουν την απαραίτητη φυσική/ψυχική αντοχή, δεν είναι πάντοτε προετοιμασμένοι/ες να διαχειριστούν το βαθύ ψυχικό τραύμα των παιδιών. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι/ες θρηνούν την απώλεια της κόρης τους, βιώνοντας μια διπλή τραγωδία: την απώλεια του παιδιού τους και την ανάγκη να αναλάβουν ξανά γονεϊκά καθήκοντα σε μια περίοδο της ζωής τους που δεν το ανέμεναν. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, η κηδεμονία μπορεί να διεκδικείται και από την οικογένεια του δράστη, κάτι που εντείνει το ψυχικό τραύμα του παιδιού και μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο επαναθυματοποίησής του, ειδικά αν το περιβάλλον αυτό δεν αναγνωρίζει τη βία και την ευθύνη του δράστη.
Για να διασφαλιστεί η ψυχοκοινωνική προστασία των ανηλίκων, απαιτούνται τόσο άμεσες όσο και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις από το κράτος και την κοινωνία. Δεν αρκεί η περιστασιακή δημοσιογραφική κάλυψη αυτών των περιπτώσεων· αντίθετα, είναι αναγκαία η θεσμική θωράκιση μέσα από ένα συνεκτικό πλαίσιο υποστήριξης. Αυτό συνεπάγεται τη συστηματική καταγραφή των περιστατικών, τη δημιουργία ειδικών προγραμμάτων φροντίδας και την παροχή εξατομικευμένης ψυχοκοινωνικής υποστήριξης που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κάθε παιδιού. Επιπλέον, είναι σημαντικό να διαμορφωθούν μηχανισμοί παρακολούθησης της ψυχοκοινωνικής πορείας τους, ώστε να διασφαλιστεί ότι λαμβάνουν τη συνεχή φροντίδα και υποστήριξη που χρειάζονται για να ξαναχτίσουν τη ζωή τους.
Η δημιουργία ενός πλαισίου προστασίας και υποστήριξης για αυτά τα παιδιά αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Οι υπηρεσίες υγείας και οι κοινωνικές υπηρεσίες πρέπει να στελεχωθούν με εξειδικευμένους/ες επαγγελματίες, όπως παιδοψυχιάτρους, παιδοψυχολόγους, κοινωνικούς/ές λειτουργούς κ.ο.κ., οι οποίοι/ες θα παρέχουν στοχευμένη και μακροχρόνια θεραπευτική βοήθεια μέσω συγκεκριμένων πρωτοκόλλων θεραπείας και παρέμβασης. Παράλληλα, η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει την ισότιμη πρόσβασή τους σε προγράμματα εκπαίδευσης, κοινωνικής ένταξης και σταθερής οικονομικής ενίσχυσης, ώστε να τους προσφέρει τις προϋποθέσεις για ένα ισορροπημένο και ασφαλές μέλλον.
Διεθνείς συνεργασίες και βέλτιστες πρακτικές: Το ΠΑΔΑ στο Παγκόσμιο Ερευνητικό Δίκτυο
Από το 2024, το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΠΑΔΑ συμμετέχει σε ένα διεθνές πανεπιστημιακό δίκτυο, με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Eva Alisic. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, πραγματοποιήθηκε ερευνητικό εργαστήριο στην πόλη Caen της Νορμανδίας με θέμα «Homicide at Home: Minimising the Impact on Young Survivors», στο οποίο συμμετείχαν ακαδημαϊκοί, εξειδικευμένοι/ες επαγγελματίες στο πεδίο και ερευνητές/ριες από 12 χώρες. Το εργαστήριο εστίασε στην ανταλλαγή ερευνητικών ευρημάτων και τεχνογνωσίας από τις συμμετέχουσες χώρες, στη συζήτηση για αποτελεσματικές παρεμβάσεις και στη διαμόρφωση πολιτικών που μπορούν να μειώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στα παιδιά που επιβιώνουν από τις γυναικοκτονίες.
Αυτή η πρωτοβουλία ενισχύει τη διεθνή συνεργασία και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη χάραξη μιας συνεκτικής και εξειδικευμένης εθνικής στρατηγικής για την προστασία των ανηλίκων. Παράλληλα, αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου που θα διασφαλίζει τη στήριξη αυτών των παιδιών, τόσο σε ψυχοκοινωνικό όσο και σε νομικό επίπεδο. Η συστηματική διεθνής συνεργασία και η υιοθέτηση επιστημονικά τεκμηριωμένων πολιτικών μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη για ουσιαστικές αλλαγές, ώστε κανένα παιδί που έχει επιβιώσει μιας τέτοιας τραυματικής εμπειρίας να μη μείνει αβοήθητο.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η προστασία των παιδιών που επιβιώνουν από γυναικοκτονίες δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην καλή θέληση της κοινωνίας ή στις πρωτοβουλίες μεμονωμένων φορέων. Απαιτείται μια ολοκληρωμένη και εγγυημένη κρατική στρατηγική, που θα περιλαμβάνει την άμεση ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη, τη νομική προστασία και τη μακροχρόνια φροντίδα τους σε όλα τα επίπεδα. Η πολιτεία οφείλει να θεσπίσει διαδικασίες και να καθιερώσει μηχανισμούς, να δημιουργήσει δομές στήριξης και να εξασφαλίσει επαρκείς πόρους για την εκπαίδευση των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με αυτά τα παιδιά. Μόνο μέσα από μια συντονισμένη και θεσμικά κατοχυρωμένη προσέγγιση μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι αυτά τα παιδιά δεν θα βρεθούν στο περιθώριο, αλλά θα έχουν την ευκαιρία να ξαναχτίσουν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια, υποστήριξη και ελπίδα για το μέλλον.
* Το παρόν άρθρο βασίζεται σε στοιχεία που παρουσιάστηκαν στις εργασίες του Συνεδρίου με Διεθνή Συμμετοχή Κοινωνική εργασία στην εποχή των «ρευστών βεβαιοτήτων»: Συνδέοντας την εμπειρία από το πεδίο με την έρευνα. Σκλάβου, Κ. (2024). Τα παιδιά θύματα των γυναικοκτονιών. Μια ιστορία από τα παλιά, με νέους/ες πρωταγωνιστές/ες. Ανακοίνωση στις εργασίες του στρογγυλού τραπεζιού 13, «Ένα Άλλο Σύστημα Παιδικής Προστασίας είναι Εφικτό». Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας Πα.Δ.Α., Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος (ΣΚΛΕ-ΝΠΔΔ). Αθήνα, 22 – 23/11/2024.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Alisic, E., Groot, A., Snetselaar, H., Stroeken, T., & van de Putte, E. (2017). Children bereaved by fatal intimate partner violence: A population-based study into demographics, family characteristics and homicide exposure. PLOS ONE, 12(10), e0183466.
Alisic, E., Krishna, R.N., Groot, A., & Frederick, A.W. (2015). Children’s Mental Health and Well-Being After Parental Intimate Partner Homicide: A Systematic Review. Clinical Child and Family Psychological Review, 18, 328–345. https://doi.org/10.1371/journal.pone.0183466
Arai, L., Shaw, A., Feder, G., Howarth, E., MacMillan, H., Moore, T. H. M., Stanley, N., & Gregory, A. (2021). Hope, agency, and the lived experience of violence: A qualitative systematic review of children’s perspectives on domestic violence and abuse. Trauma, Violence, & Abuse, 22(3), 427–438. https://doi.org/10.1177/1524838019849582
Burman, S., & Allen-Meares, P. (1994). Neglected victims of murder: Children’s witness to parental homicide. Social Work, 39, 28–34.
Gomersall, A., Alisic, E., Devaney, J., Humphreys, C., Stanley, N., Trickey, D., & Howarth, E. (2024). Professional support for children bereaved by domestic homicide in the uk. Journal of Family Violence. Advance online publication. https://doi.org/10.1007/s10896-024-00704-0
Stanley, N., Chantler, K., & Robbins, R. (2019). Children and domestic homicide. British Journal of Social Work, 49, 59–76.
*Eπίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής