Η ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στη Συρία. Μετά από πάνω από μισό αιώνα διακυβέρνησης από την οικογένεια Άσαντ, η εξουσία πέρασε στα χέρια μιας συμμαχίας, με ισχυρότερο εταίρο την ισλαμιστική/τζιχαντιστική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ. Επικεφαλής του νέου καθεστώτος τέθηκε ο Αχμέντ αλ-Σαράα, περισσότερο γνωστός έως τότε με το πολεμικό ψευδώνυμο Αμπού Μοχάμεντ αλ-Τζολάνι.
Γράφει ο Αντώνης Κλάψης*
Από την πρώτη κιόλας στιγμή ήταν φανερό ότι η Τουρκία είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή των εσωτερικών ισορροπιών στη Συρία. Η Άγκυρα υποστήριξε ποικιλοτρόπως (προσφέροντας, μεταξύ άλλων, και στρατιωτική ενίσχυση) τη συριακή αντιπολίτευση, η οποία εν τέλει επικράτησε εις βάρος του Άσαντ. Προφανώς, η τουρκική στάση δεν προσδιορίστηκε από συναισθηματικούς παρορμητισμούς, αλλά πολύ περισσότερο από στρατηγικούς υπολογισμούς που σχετίζονται με τον τρόπο που η τουρκική πολιτική ηγεσία βλέπει τη διαμόρφωση του γεωπολιτικού σκηνικού στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν η εγκαθίδρυση ενός φιλοτουρκικού καθεστώτος στη Συρία αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ενίσχυση της θέσης της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, η Συρία δεν είναι η πρώτη χώρα στην οποία επιχειρεί να δημιουργήσει ένα οιονεί τουρκικό προτεκτοράτο. Την ίδια φιλοδοξία είχε και στην περίπτωση της Λιβύης, χρησιμοποιώντας κι εκεί ως όχημα τζιχαντιστικές ομάδες που διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Η ανάληψη σε διάφορες χώρες της εξουσίας από κυβερνήσεις που θα είναι προσδεμένες (από πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική άποψη) στο άρμα της Άγκυρας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγεμονική δύναμη. Στην αντίληψη του Τούρκου προέδρου, αυτή είναι μία εξέλιξη απολύτως συμβατή με τους νεοοθωμανικούς του οραματισμούς: αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορεί να ανασυσταθεί με όρους εδαφικούς, θα μπορούσε να επανέλθει –προσαρμοσμένη στη σύγχρονη πραγματικότητα– με τη μορφή ανάπτυξης τουρκικών σφαιρών επιρροής στον ίδιο γεωγραφικό χώρο.
Ωστόσο, η τουρκική επιτυχία στη Συρία σκιάζεται από την αντίδραση ενός ισχυρού εξωτερικού παράγοντα: του Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί εύχονταν και επιδίωκαν επί χρόνια την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, καθώς αυτό διατηρούσε πολύ στενές επαφές με το Ιράν. Στην πράξη, οι Ιρανοί χρησιμοποιούσαν τη Συρία του Άσαντ ως μέσο ανάπτυξης τους αντιισραηλινής της πολιτικής. Μέσω της Συρίας, η Τεχεράνη είχε τη δυνατότητα να ασκεί πίεση στο Ισραήλ από τον βορρά και επιπλέον να αποκτά άμεση δίοδο πρόσβασης στον Λίβανο έτσι ώστε να διευκολύνεται στην ενίσχυση της Χεζμπολάχ.
Όσο ο παραμερισμός του Άσαντ είναι ευπρόσδεκτος για το Ισραήλ, άλλο τόσο είναι απευκταία για το Τελ Αβίβ η εγκατάσταση τουρκικού προτεκτοράτου στη Συρία. Οι απειλές που κατ’ επανάληψη έχει εκτοξεύσει ο κ. Ερντογάν εις βάρος του Ισραήλ επιτείνουν τον προβληματισμό των Ισραηλινών για τις τουρκικές προθέσεις. Πολύ περισσότερο που η Άγκυρα τάσσεται σταθερά στο πλευρό αντιπάλων του Ισραήλ, όπως είναι για παράδειγμα η Χαμάς. Πριν από λίγες ημέρες, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γκίντεον Σάαρ δεν άφησε πολλές αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνησή του αντιμετωπίζει τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Τουρκίας: το Ισραήλ, δήλωσε ο κ. Σάαρ, ανησυχεί για τον «αρνητικό ρόλο» που διαδραματίζει η Τουρκία στη Συρία.
Με φόντο τις συνθήκες ρευστότητας που επικρατούν στη Μέση Ανατολή και την αναδιάταξη των ισορροπιών που αυτές πιθανώς κυοφορούν, το Ισραήλ δεν θα είναι εύκολο να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η Τουρκία κερδίζει πόντους στη γεωπολιτικό παιχνίδι, στον βαθμό που αυτά τα κέρδη συνεπάγονται απώλειες για το Τελ Αβίβ. Μία από τις μεγάλες αδυναμίες των νεοοθωμανικών σχεδίων του κ. Ερντογάν είναι ότι η προοπτική υλοποίησής τους δημιουργεί εκ των πραγμάτων ισχυρές αντιδράσεις από άλλους σημαντικούς δρώντες στην ίδια περιοχή. Συνέβη με την Αίγυπτο στην περίπτωση της Λιβύης, συμβαίνει και τώρα με το Ισραήλ στην περίπτωση της Συρίας.
*Ο Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συνιδρυτής του Strategic Governance Lab.