Τουλάχιστον 20 χρόνια θα χρειαστούν προτού η ανεργία στην Ελλάδα επιστρέψει στα προ-κρίσης επίπεδα – δηλαδή στο 7,3% (2008) – εκτιμά το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, στην ετήσια έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Στην έκθεση του Ινστιτούτου, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα στη Ρόδο, επισημαίνεται ότι η συνέχιση της λιτότητας αποσταθεροποιεί το μακροοικονομικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και δε δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και αύξησης της απασχόλησης
Η προοπτική δημιουργίας βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και εξόδου από την κρίση είναι αρνητική, προσθέτει η ΓΣΕΕ, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα αλλαγής του υφιστάμενου υποδείγματος οικονομικής πολιτικής
Την ετήσια έκθεση παρουσίασε ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου και αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Αργείτης. Σημειώνεται ότι η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 36ου Πανελλαδικού Συνεδρίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος.
Όπως επισημάνθηκε, η έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση έχει ως βασικό της στόχο να αναδείξει τη σημασία άσκησης οικονομικής πολιτικής που θα χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακό πραγματισμό. Επίσης, επιδιώκει να καταθέσει στο δημόσιο διάλογο ιδέες και προτάσεις για το σχεδιασμό των βασικών πυλώνων παραγωγικής αναδόμησης της οικονομίας και τη δημιουργία ενός βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που θα δημιουργεί διατηρήσιμες ροές εισοδήματος, ρευστότητας και απασχόλησης.
Τα εμπειρικά ευρήματα, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής της έκθεσης δείχνουν αφενός την αποτυχία της λιτότητας και αφετέρου τη δυνατότητα αναδόμησης ενός βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Η έκθεση, σύμφωνα με το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, αξιολογεί τις αρνητικές δημοσιονομικές και τις μακροοικονομικές εξελίξεις για το 2015 και τις υφεσιακές επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής στην αγορά εργασίας.
Το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε., η ποιότητα των θέσεων εργασίας συνεχίζει να χειροτερεύει, οι άτυπες και μη ηθελημένες μορφές μερικής απασχόλησης αυξάνονται, όπως και το ποσοστό της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας.
Στην έκθεση προτείνεται τέλος, ο επαναπροσδιορισμός του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, αναδεικνύοντας τα κλαδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια νέα στρατηγική επενδύσεων, αύξησης της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών.
Κατά την ομιλία του ο κ. Αργείτης δήλωσε ότι «η ελληνική οικονομία συνεχίζει να είναι εγκλωβισμένη στη λιτότητα με μη βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα και υψηλό πιστωτικό ρίσκο και δεσμευμένη στα νέα υφεσιακά μέτρα που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2016 και απαιτούνται από τους δανειστές μέχρι το 2018».
Την ίδια στιγμή, συνέχισε, η ελληνική κοινωνία βιώνει πρωτόγνωρη σε ένταση και έκταση κρίση με ευρύτερες κοινωνικές ομάδες να αντιμετωπίζουν βίαια φαινόμενα φτωχοποίησης και εργασιακής επισφάλειας. «Το 2015 ήταν ένα έτος ραγδαίων οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, που σημαδεύτηκε από τη διάψευση των προσδοκιών για αλλαγή σελίδας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής» πρόσθεσε.
Στη συνέχεια, επισήμανε ότι η εφαρμογή προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής με τεράστιο έλλειμμα αναπτυξιακού πραγματισμού και με άξονες τη βίαιη δημοσιονομική λιτότητα και την εσωτερική υποτίμηση, κυρίως μέσω της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημία στο μακροοικονομικό και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς και οδυνηρές κοινωνικές συνέπειες.
Συμπλήρωσε δε, ότι «η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από τη δημιουργία μιας νέας αναπτυξιακής κουλτούρας η οποία θα είναι αποδεσμευμένη από νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και θα βασίζεται στη διασύνδεση των δημοσιονομικών, των χρηματοπιστωτικών και των μακροοικονομικών επιδόσεων της οικονομίας με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης, και ειδικά με την παραγωγική ικανότητα και δυναμική της χώρας να δημιουργεί απασχόληση».