Τα τρία πιθανά σενάρια για τα επόμενα βήματα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παραθέτει το τμήμα οικονομικών μελετών της Eurobank.
Μόλις μία ημέρα πριν τη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ και τις επίσημες ανακοινώσεις του Μάριο Ντράγκι, η ελληνική τράπεζα εκτιμά τα εξής:
Αύξηση του πλαφόν του 33% που έχει θέσει η ΕΚΤ για κάθε έκδοση
Η ΕΚΤ, σύμφωνα με τα ισχύοντα, δεν μπορεί να διακρατά στο χαρτοφυλάκιό της πάνω από το 33% κάθε μίας έκδοσης ομολόγων. Κατά το πρόσφατο παρελθόν, η ΕΚΤ έχει αυξήσει αυτό το όριο δύο φορές, δηλαδή από 25% σε 33% για τα περιουσιακά στοιχεία χωρίς ρήτρες συλλογικής ευθύνης και από 33% σε 50% για ομόλογα που έχουν εκδόσει υπερεθνικά θεσμικά όργανα της Ε.Ε.
Η ΕΚΤ, σύμφωνα με την Eurobank, θα μπορούσε να αυξήσει το όριο για τα ομόλογα χωρίς ρήτρες συλλογικής ευθύνης από 33% σε 40 – 50%, προκειμένου να αυξηθεί το φάσμα των επιλέξιμων ομολόγων. Δεδομένου ότι η συνολική αξία της αγοράς ευρωπαϊκών ομολόγων διάρκειας 2 έως 31 ετών, ανέρχεται σήμερα σε περίπου 6 τρισ. ευρώ και περίπου το 61% εξ αυτών δεν διαθέτει ρήτρες συλλογικής ευθύνης (CAC), μία αύξηση του ανώτατου ορίου από 33% έως 50%, θα προσθέσει περίπου ένα επιπλέον απόθεμα ομολόγων 620 δισ. ευρώ στη λίστα των επιλέξιμων τίτλων.
Απόσυρση της ελάχιστης αποδεκτής απόδοσης για τα ομόλογα που εντάσσονται στο πρόγραμμα
Σύμφωνα με τα ισχύοντα, σήμερα για να εντάξει η ΕΚΤ κάποια ομόλογα θα πρέπει η απόδοση τους να μην είναι χαμηλότερη από το -0,4%. Η απόσυρση του συγκεκριμένου ορίου εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη μείωση των αποδόσεων των πιο μακροπρόθεσμων ομολόγων.
Κατανομή των ομολόγων που αγοράζει η ΕΚΤ, ανάλογα με το χρέος της κάθε χώρας και όχι το μέγεθος της εθνικής κεντρικής τράπεζας
Σήμερα, η κατανομή των ομολόγων που αγοράζει η ΕΚΤ, μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών, γίνεται σύμφωνα με το «κλειδί» που διαθέτει η κάθε μία. Στην πράξη, όσο περισσότερα κεφάλαια διαθέτει η εθνική κεντρική τράπεζα, τόσο περισσότερα ομόλογα από τη συγκεκριμένη χώρα μπορεί να απορροφήσει η ΕΚΤ. Αυτά τα «κλειδιά» αναπροσαρμόζονται κάθε πέντε χρόνια. Η στροφή από το κριτήριο της κεντρικής τράπεζας στο μέγεθος του δημοσίου χρέους θα ευνοούσε, όπως είναι αναμενόμενο, τις πιο υπερχρεωμένες χώρες.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα δεν συμμετέχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με τη σχετική απόφαση να αναμένεται μετά τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης Βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.