Πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι της ανακοίνωσης του Eurogroup για το ελληνικό πρόγραμμα αναδεικνύεται εκ νέου η διελκυστίνδα μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε. Απότοκο του εκλογικού κύκλου στον οποίο έχει βυθιστεί η Γερμανία αλλά και της πολιτικής αστάθειας στην οποία έχει περιέλθει ολόκληρη η Ευρώπη μετά το ιταλικό δημοψήφισμα και ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων σε Ολλανδία, Γαλλία και ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας πριν την τελική αναμέτρηση του φθινοπώρου στην ισχυρότερη χώρα της Γηραιάς Ηπείρου.
“Επίδικο” σ’ αυτή την αναμέτρηση ισχύος αλλά και ουσίας είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να επιτύχει η ελληνική οικονομία μετά το 2018.
«Το ΔΝΤ καλωσορίζει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους αλλά θεωρεί ότι δεν είναι επαρκή» προειδοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πρώτη του αντίδραση μετά την απόφαση του Eurogroup.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, αξιωματούχος, ο οποίος δεν κατονομάζεται, επεσήμανε πως το ΔΝΤ επιμένει οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 να μην ξεπερνούν το 1,5%, εκτιμώντας ότι οποιοσδήποτε υψηλότερος στόχος είναι μη ρεαλιστικός.
Παράλληλα, κάλεσε Αθήνα και Βρυξέλλες να παρουσιάσουν τα μέτρα που θα λάβουν, εφόσον συμφωνήσουν ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα να παραμείνει στο 3,5%, μετά το 2018.
Την ίδια ώρα ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε απαντά με την απαίτηση για πλεονάσματα 3,5% έως και δέκα χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος, ήτοι μέχρι το 2028! Κάτι που ακόμα και πρωτοετείς των Οικονομικών αντιλαμβάνονται πως δεν μπορεί να ισχύσει.
Την ίδια ώρα αξιωματούχος του ΔΝΤ τον οποίο επικαλούνται οι Financial Times, δήλωσε ότι στο Eurogroup δεν σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος για τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, προσθέτοντας ότι «είμαστε ακόμη πολύ μακριά από μία συμφωνία».
Ο ίδιος αξιωματούχος του ΔΝΤ υπογράμμισε ότι το Ταμείο χρειάζεται «σαφήνεια» σε ότι αφορά τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των FT, το ΔΝΤ προειδοποίησε τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει σε βαθύτερες συζητήσεις, μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ Αθήνας και θεσμών για τη β’ αξιολόγηση.
«Ενώ η γερμανική κυβέρνηση πιέζει να παραταθεί για άλλα δέκα χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα που συμφωνήθηκε μέχρι το 2018, η Γαλλία και η Ιταλία βλέπουν σε αυτό κίνδυνο για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της χώρας και αντ΄ αυτού επιθυμούν την προώθηση συζητήσεων για την ελάφρυνση του χρέους», γράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας Süddeutsche Zeitung στις Βρυξέλλες.
Η εφημερίδα εξηγεί στους αναγνώστες την αιτία γι’ αυτή τη διαφωνία που ανάγεται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την άπωσή του να συμμετάσχει στο τρέχον πρόγραμμα, απαράβατος όρος για τη Γερμανία και την Ολλανδία. «Επειδή η Γερμανία είναι διατεθειμένη να συζητήσει για ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018, ζητά από τώρα να αποφασιστούν δεσμευτικά μακροχρόνιοι δημοσιονομικοί στόχοι.
Μέχρι τώρα οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν σε πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%. Αυτόν τον στόχο θέλει η Γερμανία να τον επιβάλει για άλλα δέκα χρόνια, κάτι που το Ταμείο το θεωρεί μη ρεαλιστικό, όπως κι ένα μεγάλο τμήμα του Eurogroup. Από κύκλους της ΕΕ μάλιστα λέγεται ότι οικονομικά δεν έχει νόημα, γιατί θα οδηγούσε σε στραγγαλισμό της ανάπτυξης».
Ο αρθρογράφος αναφέρεται και στον αυτόματο μηχανισμό λήψης μέτρων, τον λεγόμενο «κόφτη», σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν εφαρμόζει τους όρους του προγράμματος, μέτρο που θα μπορούσε να παραταθεί, όπως γράφει, για να δώσει μεγαλύτερη βεβαιότητα στο Ταμείο.
Η εφημερίδα Tageszeitung του Βερολίνου σχολιάζει την «απαίτηση» του Σόιμπλε γράφοντας «Οι Ευρωπαίοι απαιτούν πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%. (…) ακόμη και οι φετιχιστές των μηδενικών ελλειμμάτων όπως ο Σόιμπλε δεν μπορεί να επιτύχει πλεονάσματα άνω του 1%, παρά το χαμηλό ποσοστό ανεργίας, παρά τους φόρους που αναβλύζουν. Πώς θα καταφέρει λοιπόν η Ελλάδα ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα, που το ΔΝΤ θεωρεί μη ρεαλιστικό;».
Που μπορεί να οδηγήσει η αντιπαράθεση αυτή; Θεωρητικά θα ήταν χρήσιμη για τα ελληνικά συμφέροντα καθώς αναδεικνύει το προφανές: ότι, δηλαδή, δεν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% σε βάθος δεκαετίας. Σχεδόν καμία οικονομία στον κόσμο δεν έχει επιτύχει ποτέ κάτι τέτοιο.
Μετατρέπεται, όμως, σε βρόγχο για την Ελλάδα καθώς είναι μάλλον απίθανο να δεχθεί η Γερμανία κάτι τέτοιο. Η υποκατάσταση του στόχου με τη δέσμευση για διατήρηση του “κόφτη” εις το διηνεκές ίσως είναι μία ενδιάμεση λύση, αν και κάτι τέτοιο είναι επισφαλές.
Αυτή η αντιπαράθεση, όμως, επιτείνει την αστάθεια και απειλεί να αφαιρέσει τη δυναμική της απόφασης για τα μέτρα απομείωσης του χρέους.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος