Νέο κύκλο επαφών και πρωτοβουλίες προγραμματίζει για τις επόμενες μέρες ο πρωθυπουργός καθώς διαβλέπει πως η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να εισέλθει σε νέα φάση αστάθειας εξαιτίας της διελκυστίνδας μεταξύ Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Το δεύτερο διαμηνύει πως δεν πρόκειται να αποφασίσει για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα πριν τα τέλη Φεβρουαρίου δείτε σχετικό ρεπορτάζ σε άλλη στήλη), ο δε πρώτος είναι εμφανές πως κωλυσιεργεί, πιεζόμενος και από βουλευτές του CDU αλλά και του κυβερνητικού εταίρου, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Bild.
Στο Μέγαρο Μαξίμου δεν κρύβουν πως αυτή η “περίεργη” ταύτιση μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την μέχρις ώρας “σιωπή” της Άγγελα Μέρκελ, ίσως υποκρύπτει μία παρασκηνιακή συνεννόηση ώστε να πιεσθεί η Αθήνα να δεχθεί το πιο ακραίο σενάριο: και πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για αρκετά χρόνια (ίσως όχι για 10 αλλά πάντως περισσότερα από δύο) αλλά και νέα μέτρα, όπως απαιτεί το Ταμείο, και τα οποία έχουν προσδιοριστεί στα 4,2 δις ευρώ για τη διετία 2018-2019.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κατέστησε σαφές κατά τη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, την Τετάρτη, πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχθεί υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια, ο δε πρωθυπουργός επισημαίνει σε συνομιλητές του πως η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης (κι ενώ έχουν απομείνει ελάχιστα που δεν έχει ακόμα υλοποιήσει η Αθήνα) δημιουργεί συνθήκες πολιτικής και οικονομικής αστάθειας και τείνει να ακυρώσει την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση όσο το δυνατόν «αναίμακτα». Με τις συνομιλίες με τους δανειστές να είναι σε αδιέξοδο, ο κ. Τσίπρας- σύμφωνα με πληροφορίες- προτίθεται να έχει επαφές με Ευρωπαίους ηγέτες -την Ανγκελα Μέρκελ και τον Φρανσουά Ολάντ- Ευρωπαίους αξιωματούχους , αλλά ενδεχομένως και με ισχυρούς παράγοντες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Ο Ολάντ βρίσκεται σε πολιτική αποδρομή, με τη δημοτικότητά του στο ναδίρ και τη Γαλλία να έχει εισέλθει σε τροχιά προεδρικών εκλογών. Στις ΗΠΑ υπάρχει “κενό μετάβασης” και ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος πως ο Ντόναλντ Τραμπ που θα αναλάβει στις 20 Ιανουαρίου θα βάλει την Ελλάδα υψηλά στην ατζέντα των πρώτων μηνών της προεδρίας του και θα πιέσει το ΔΝΤ να είναι πιο ευέλικτο. Η Άγγελα Μέρκελ, από την άλλη, δύσκολα θα διακινδυνεύσει τις εύθραυστες ισορροπίες στο κόμμα της και τη σχέση της με τον πάντοτε ισχυρό Σόϊμπλε. Η Ιταλία, από την άλλη, έχει περιέλθει κι αυτή σε μία ιδιότυπη πολιτική εσωστρέφεια και ο σύμμαχος Ματέο Ρέντζι βρίσκεται, πλεόν, εκτός πολιτικού νυμφώνος.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο κ. Τσακαλώτος, αναλύοντας την απόφαση του τελευταίου Eurogroup στο πολιτικό συμβούλιο χαρακτήρισε επιτυχία την λήψη βραχυπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση του χρέους, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν θα αποδεχτεί παράλογες απαιτήσεις όπως την πρόταση της Γερμανίας για επιβολή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% για δέκα έτη.
Η θέση αυτή βεβαίως αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να συμφωνήσει σε αυτά τα πλεονάσματα για λιγότερα χρόνια. Σε ανάλογη γραμμή ήταν άλλωστε και ο Γιώργος Σταθάκης που δήλωσε πως εάν επιτευχθεί μία χρονιά ο στόχος του 3,5% μπορεί να διατηρηθεί για τα επόμενα χρόνια.
Ακόμα κι αυτό, όμως, αποτελεί μεγάλο πολιτικό βάρος που είναι αμφίβολο εάν μπορεί να το σηκώσει η κυβέρνηση, έχοντας μάλιστα την αξιωματική αντιπολίτευση απέναντί της και δη με σκληρές θέσεις. Η ΝΔ έχει εγκαίρως θέσει τον πήχη των πλεονασμάτων στο 2% και ασχέτως εάν εκείνη θα μπορούσε ως κυβέρνηση να επιτύχει κάτι τέτοιο, μπορεί να καταγγείλει τον Αλέξη Τσίπρα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών αποκτά λογική υπόσταση αν και δεν είναι στις προθέσεις του πρωθυπουργού.