Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να χάσει τις εκλογές ή έστω να βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση βρίσκεται, πλέον, η Άγκελα Μέρκελ μετά το μακελειό στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου. Το δόγμα των “ανοικτών συνόρων” που εγκαινίασε η Γερμανίδα καγκελάριος, την άνοιξη του 2015, βάλλεται, πλέον, πανταχόθεν, με τους πιο σκληρούς επικριτές της να βρίσκονται εντός του δίκού της κόμματος, του CDU, αλλά και του κυβερνητικού της εταίρου, του GSU (Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας).
Η Μέρκελ χειρίστηκε έως τώρα το προσφυγικό στο εσωτερικό της Γερμανίας με αυτό που ονομάστηκε Willcomenkultur (κουλτούρα του καλωσορίσματος) και βρέθηκε συχνά σε δύσκολη θέση δημοσκοπικά αλλά και πολιτικά καθώς δέχθηκε φίλια πυρά, ενώ την ίδια ώρα οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Γερμανίας, η Αυστρία αλλά και οι χώρες- δορυφόροι της Αν. Ευρώπης έκλειναν τα σύνορά τους.
Το πολύνεκρο αιματηρό χτύπημα του Ανίς Αμρί στο Βερολίνο πυροδότησε σειρά εξελίξεων στη Γερμανία η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον φόβο. Στην οργανωμένη γερμανική κοινωνία τα σφάλματα και οι αδυναμίες του συστήματος γίνονται συνεχώς πιο εμφανή και εύλογα ζημιώνουν την εικόνα και τα ποσοστά της Μέρκελ. Έτσι, η καγκελάριος “σπεύδει” να αναγγείλει αλλαγές στον αντιτρομοκρατικό νόμο και απελάσεις.
Και, παράλληλα, βρίσκεται αντιμέτωπη με δριμεία κριτική για τα τεράστια κενά ασφαλείας που παρουσίασε η Γερμανία αλλά και το φιάσκο του πρώτου 24ώρου των διωκτικών αρχών.
Ίσως όμως κατόπιν εορτής, καθώς υπάρχει μείζον πρόβλημα με τις απελάσεις Βορειοαφρικανών, αφού σημειώνονται μεγάλες καθυστερήσεις ελέω… γραφειοκρατίας αλλά και άρνησης συνεργασίας με τα αφρικανικά κράτη. Και όλα αυτά ενώ το ξενοφοβικό AfD αυξάνει τα ποσοστά και την επιρροή του.
Τώρα μιλά για περισσότερες απελάσεις
Παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά, μετά την τρομοκρατική επίθεση στην οποία η γερμανική αστυνομία φαίνεται να έχει υποπέσει σε σωρεία λαθών, η κ. Μέρκελ “έτρεξε” να εκφράσει τη βούλησή της να αυξήσει τις απελάσεις μεταναστών που δεν δικαιούνται άσυλο. Το ζήτημα τέθηκε και στη συνομιλία της κ. Μέρκελ με τον πρόεδρο της Τυνησίας Μπέτζι Κάιντ Εσσέμπσι, νωρίτερα την Παρασκευή.
Η επίθεση στο Βερόλινο εγείρει σημαντικά ερωτήματα και η κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει μέτρα βελτίωσης του τομέα της ασφάλειας, σημείωσε με νόημα η καγκελάριος.
«Κάναμε πρόοδο το 2016 στο σημαντικό ζήτημα της απέλασης Τυνήσιων οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να μένουν στη Γερμανία», είπε, αυτό όμως απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Απίστευτες καθυστερήσεις στις απελάσεις μεταναστών χωρίς άδεια
Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί το μακελειό εάν ο Τυνήσιος Ανίς Αμρί είχε απελαθεί; Το ερώτημα πλανάται σε όλη τη γερμανική πολιτική σκηνή και κοινωνία, σε συνδυασμό με το κρίσιμο ζήτημα της επίσπευσης της απέλασης των παράνομων Βορειοαφρικανών μεταναστών.
Η Γερμανία επικεντρώνεται στο να “τα βρει” με τους Βορειοαφρικανούς ηγέτες στο ζήτημα αυτό. Η καγκελάριος τηλεφώνησε φέτος στον βασιλιά του Μαρόκου γι’ αυτό το θέμα, ενώ ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ επισκέφθηκε αρχές του χρόνου τόσο το Μαρόκο, όσο και την Αλγερία και την Τυνησία.
Υπήρξε καταρχήν συμφωνία, ότι μέσω ενός συστήματος δακτυλικών αποτυπωμάτων εντός 45 ημερών θα μπορούσε να ταυτοποιηθεί κάποιος Μαροκινός χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα. Μάλιστα ο υπουργός Εσωτερικών της χώρας Μοχάμεντ Χασάντ υποσχέθηκε στον Γερμανό ομόλογό του την πλήρη στήριξη της χώρας του.
«Συμφωνήσαμε επίσης», είπε μετά από συνάντησή τους, «ότι θα ενεργήσουμε εναντίον εκείνων που εκμεταλλεύονται το μεταναστευτικό κύμα προς τη Γερμανία με το να εμφανίζονται ως πρόσφυγες».
Όμως, η πραγματικότητα των αριθμών δείχνει μία τελείως άλλη εικόνα. Τους πρώτους μήνες της χρονιάς που φεύγει απελάθηκαν μόνο 238, όσοι ακριβώς και πέρυσι. Μόνο προς την Τυνησία υπήρξε μία σχετική αύξηση των απελάσεων. Οι χώρες του Μαγκρέμπ δεν δείχνουν σπουδή να συνεργαστούν. Και έχουν σοβαρούς λόγους γι’ αυτό.
Η Τυνησία θεωρείται προπύργιο των τζιχαντιστών, με την κυβέρνηση να υπολογίζει ότι από το 2011 3.000 Τυνήσιοι έχουν φύγει από τη χώρα για να πολεμήσουν στη Συρία στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους. Οι 1500 από αυτούς είναι καλά εκπαιδευμένοι. Εάν λοιπόν επιστρέψουν δημιουργούν έναν εξαιρετικό κίνδυνο, όπως τονίζει ο Μοχάμεντ Ιγκμέλ Ρετζέμπ, που ασχολείται με συγγενείς, των οποίων τα παιδιά έχουν ασπαστεί το ακραίο Ισλάμ και έχουν γίνει τρομοκράτες.
«Υπάρχουν τζαμιά που είναι κάτι πέρα από χώρο προσευχής, όπου οι εξτρεμιστές έχουν βρει καταφύγιο. Επιπλέον υπάρχουν πολλοί που επιστρέφουν από την εξορία και είναι ισλαμιστές», λέει. Αυτοί οι νέοι χρειάζονται προοπτική που δεν μπορεί να τους δώσει η Τυνησία.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι οι πολύπλοκες διαδικασίες στην ταυτοποίηση των υπό απέλαση Βορειοαφρικανών. Άμοιρη ευθυνών δεν είναι και η Γερμανία με τις εκατοντάδες υπηρεσίες αλλοδαπών, τα τοπικά υπουργεία Εσωτερικών και την ομοσπονδιακή αστυνομία. Η συνεργασία ανάμεσα σε αυτό το τρίγωνο είναι εξαιρετικά πολύπλοκη.
Ανοδος του ξενοφοβικού AfD μετά την επίθεση στο Βερολίνο
Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται ως γνωστόν, οπότε και στη Γερμανία η δημοτικότητα του γερμανικού ξενοφοβικού, αντιμεταναστευτικού κόμματος Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) ενισχύθηκε σημαντικά. Συγκέντρωσε ποσοστό άνω του 15% στην πρόθεση ψήφου, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που θα δημοσιευθεί το Σάββατο και διεξήχθη μετά την επίθεση στην χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου.
Το AfD εξασφαλίζει ποσοστό 15,5% στην πρόθεση ψήφου για τις βουλευτικές εκλογές του 2017, όπερ και σημαίνει άνοδο 2,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα, όπως κατέδειξε η δημοσκόπηση που θα δημοσιεύσει η εφημερίδα Bild και διεξήχθη από το ινστιτούτο Insa.
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που λαμβάνει το αντιισλαμικό κόμμα από τον Σεπτέμβριο, όταν άρχισε να καταγράφεται πτώση στα ποσοστά του.
Οι εκλογές
Η Μέρκελ βρίσκεται τώρα ενώπιον ενός σκληρού διλήμματος. Εάν διολισθήσει σε πιο σκληρή ρητορική θα εμφανιστεί να σύρεται από τους ακραίους του GSU και τον ξενοφοβικό AfD, γεγονός που ίσως ενισχύσει αυτό το κόμμα αφού θα φανεί ότι είναι αυθεντικός εκφραστής μιας πολιτικής που η Μέρκελ αναγκάζεται εκ των υστέρων να υιοθετήσει.
Σε μια τέτοια περίπτωση, μάλιστα, οι Γερμανοί πολίτες που παραμένουν υπέρ της πολυπολιτισμικότητας της χώρας τους ίσως οδηγηθούν σε εναλλακτικές πολιτικές επιλογές, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι. Ταυτόχρονα, το ευρωπαϊκό δόγμα της Γερμανίδας καγκελαρίου θα καταστεί διάτρητο και η ίδια θα περιθωροποιηθεί από το ρόλο της εγγυήτριας της ευρωπαϊκής ισορροπίας που θέλει να διαδραματίσει.
Εάν από την άλλη παραμείνει στην πολιτική του Willkomenkultur, τότε κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές.
Με πληροφορίες από το thetoc.gr