Όλοι ελπίζουμε πως το 2017 θα είναι μια καλύτερη χρονιά για την πατρίδα. Οικονομικά και ψυχολογικά εξοντωμένη η ελληνική κοινωνία μετά από έξι χρόνια οικονομικής ασφυξίας, ύφεσης και τρομακτικά υψηλής ανεργίας αναζητά εναγωνίως διέξοδο από την κρίση. Διέξοδο, όχι, προφανώς, για την επιστροφή στο 2009, αλλά για τον προσδιορισμό κάποιων σταθερών κανόνων και, κυρίως, για να υπάρξει ελπίδα ανάταξης.
Οι Έλληνες, όπως δείχνουν όλες οι έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ο περισσότερο απογοητευμένος λαός. Κι όλα αυτά σε μία Ευρώπη που παλινωδεί και οδηγείται στην αποδόμηση όλων εκείνων των “σταθερών” που την καθιστούσαν γοητευτική: αλληλεγγύη, κοινωνικό κράτος, ίσες -ή περίπου ίσες- ευκαιρίες στην ανάπτυξη και την ευμάρεια.
Το χειρότερο, όμως, σ’ αυτή την έναρξη της νέας χρονιάς, είναι πως η χώρα μας έχει περιέλθει σε συνθήκες διχασμού, αποτέλεσμα της τυφλής και ανούσιας πολιτικής σύγκρουσης. Οι πολιτικές δυνάμεις δείχνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την “τακτοποίηση πολιτικών λογαριασμών”, για την απόδοση ευθυνών σχετικά με το χθες, και για τον διαμοιρασμό των ιματίων μιας σχεδόν ρακένδυτης πατρίδας.
Η κατάσταση χειροτερεύει εάν λάβει κανείς υπόψη του πως στο ελληνικό γεωπολιτικό πεδίο αντιμάχονται αυτή την ώρα δυνάμεις πολύ ισχυρές. Δυνάμεις που δοκιμάζουν οι αντοχές η μία της άλλης αδιαφορώντας για τις αντοχές της ίδιας της κοινωνίας.
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, για παράδειγμα, η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους και η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ έχουν μετατραπεί σε μοντέλο επίδειξης ισχύος της Γερμανίας και του ΔΝΤ. Υπάρχουν, δυστυχώς, συστήματα εξουσίας που επιδιώκουν να σύρουν τη χώρα σε μια μακρά κατάσταση πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, αξιοποιώντας προς όφελός τους το γεγονός ότι το 2017 είναι εκλογικό έτος στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την μεταβατική περίοδο αλλαγής εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι χαρακτηριστικό πως αρκετοί προβλέπουν (σχετική είναι και η πρόβλεψη του πρώην εκπροσώπου μας στο ΔΝΤ Θάνου Κατσάμπα) πως ο κύκλος της αβεβαιότητας ίσως να μην κλείσει πριν τον Ιούνιο, όταν η οικονομία θα έχει εξαντληθεί και θα έχει περιέλθει σε κατάσταση ασφυξίας ρευστότητας, με όλα τα σενάρια επί τάπητος, ακόμα και εκείνου για έξοδο από την Ευρωζώνη.
Μακάρι να μην συμβεί τίποτε απ΄ όλα αυτά. Ευχόμαστε όλοι το καλύτερο -να κλείσει, δηλαδή, σχετικά ομαλά η αξιολόγηση έως τα τέλη Φεβρουαρίου, το αργότερο- αλλά πρέπει να προετοιμαζόμαστε και για το χειρότερο.
Τον Ιανουάριο, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός θα βρεθεί παράλληλα και ταυτόχρονα να διαπραγματεύεται αφενός το κλείσιμο της αξιολόγησης υπό την ασφυκτική πίεση του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και του ΔΝΤ (σε συμπαιγνία) και αφετέρου την επίλυση του Κυπριακού εν μέσω σύγκρουσης φαραωνικών γεωπολιτικών και ενεργειακών συμφερόντων. Είναι μια εξίσωση δυσεπίλυτη και εθνικά ριψοκίνδυνη. Μια συγκυρία που απαιτεί σθένος, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα εκ μέρους της κυβέρνησης αλλά και αρραγές εθνικό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν φαίνεται. Η αξιωματική αντιπολίτευση κλείνει αισίως ένα χρόνο κρατώντας το “λάβαρο” των εκλογών -κάτι καταφανώς επικίνδυνο για τη χώρα-, κυβέρνηση και Ν.Δ ανταλλάσσουν βαρύτατες κατηγορίες που βαθαίνουν τον διχασμό, ενώ την ίδια ώρα μιντιακά και επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν λάβει θέσεις για να αλλάξουν το στάτους κβο και να επαναφέρουν τα πράγματα στην εποχή των προνομίων και της ασυδοσίας.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί τις εμφανείς αδυναμίες της, τα τεράστια λάθη της και τις εμμονές κάποιων στελεχών της και κάποιοι εξ όσων την αντιπολιτεύονται προσπαθούν να πείσουν πως είναι άλλοι από εκείνους που προκάλεσαν τη χρεοκοπία της χώρας και βάθυναν την κρίση.
Θα ήταν άστοχο να ζητά κανείς οικουμενικές κυβερνήσεις που συνήθως στόχο έχουν – γι αυτούς που τις επιζητούν- τη συγκάλυψη και τον μηδενισμό των ευθυνών. Απαιτείται, όμως, μια μίνιμουμ συνεννόηση. Τα εθνικά θέματα και δη το Κυπριακό είναι ένα τέτοιο πεδίο. Η ανάγκη άμεσης εκπόνησης ενός αναπτυξιακού μετα-μνημονιακού αναπτυξιακού σχεδίου είναι ένα δεύτερο.
Αυτά πρέπει να επιδιώκουν και να απαιτούν οι πολίτες. Κι όχι να παρασύρονται σε μανιχαϊστικές προσεγγίσεις που καλλιεργούνται ένθεν κακείθεν.
Ας ελπίζουμε λοιπόν -ενεργά δρώντες και όχι ως παθητικοί δέκτες- το καλύτερο για το 2017. Προετοιμασμένοι, όμως, και για το χειρότερο…