Γράφει ο Σεραφείμ Κοτρώτσος:
Εάν παρακολουθήσει κανείς τις πρώτες κινήσεις και δηλώσεις του νέου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές στερέωμα οδηγείται στα πρώτα συμπεράσματα για την “Trump trap” (την παγίδα του Τραμπ), όπως χαρακτηρίζουν κάποιοι τη στρατηγική που εξυφαίνεται στην Ουάσιγκτον.
Με το “καλημέρα”, ο Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε μέτωπο με το Μεξικό, σε τέτοιο βαθμό που να χαρακτηρισθεί περίπου “personna non gratta” ο πρόεδρος της χώρας αυτής για τις ΗΠΑ. Η αφορμή μπορεί να είναι η άρνηση του Μεξικό να δεχθεί να συνεισφέρει οικονομικά στην ανέγερση του τείχους, όμως, όπως επισημαίνουν κάποιοι αναλυτές, η γειτονική αυτή χώρα μπαίνει στο στόχαστρο όχι μόνο γιατί αποτελεί είσοδο μεταναστών προς τις ΗΠΑ αλλά, κυρίως, γιατί στο έδαφός της είναι εγκατεστημένες επιχειρήσεις που “εισβάλλουν” οικονομικά στην Αμερική.
Παράδειγμα, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες που κατασκευάζουν εκεί αυτοκίνητα με χαμηλό κόστος και πλημμυρίζουν την αγορά των ΗΠΑ πλήττοντας σοβαρά την παρακμάζουσα αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Το Μεξικό, η Γερμανία και η Κίνα αναδείχθηκαν στους πρώτους στόχους της ρητορικής Τραμπ, ακριβώς γι αυτό το λόγο. Το σχέδιο για ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας και η δέσμευση για δημιουργία 25.000.000 θέσεων εργασίας στην επόμενη δεκαετία εδράζεται στην συρρίκνωση των εισαγωγών (προϊόντων και υπηρεσιών) και στην ενίσχυση της αμερικανικής παραγωγικής μηχανής και της εσωτερικής κατανάλωσης.
Αυτός ο σχεδιασμός, άλλωστε, πρέπει κατά τον Ντόναλντ Τραμπ να υλοποιηθεί όχι από την παρηκμασμένη αμερικανική (πολιτική και διοικητική) γραφειοκρατία αλλά από ανθρώπους των αγορών και της οικονομίας. Γι αυτό, άλλωστε, επιστρατεύει στελέχη της Goldman Sachs, της Exxon Mobil και άλλων αμερικανικών πολυεθνικών και περιθωριοποιεί ακόμα και το πολιτικό προσωπικό της παραδοσιακής φρουράς του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Την ίδια ώρα, ο γεωπολιτικός σχεδιασμός του Ντόναλντ Τραμπ έχει, απ΄ ότι φαίνεται, ανάλογη στόχευση.
Δηλώνει, για παράδειγμα, πως επιθυμεί να μεταφέρει την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ενισχύοντας, έτσι, τη σχέση του με το Ισραήλ, την ώρα που η Exxon Mobil ( ο πρώην CEO της οποίας Ρεξ Τίλερσον είναι πια υπουργός Εξωτερικών- διόλου τυχαίο…), ενώ η αμερικανικών συμφερόντων Vitol ( energy and commodities company) επενδύει 300.000.000 $ σε αποθηκευτικές δεξαμενές πετρελαίου στο Μάρι της Κύπρου και στην Αδριατική, ενώ η ίδια εταιρεία έχει ήδη τα δικαιώματα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου σε δύο από τα “οικόπεδα” της Κύπρου. Οι πληροφορίες του anatropinews.gr θέλουν, μάλιστα, τον αμερικανικό κολοσσό να επεκτείνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, κατά τρόπο που να αφορά άμεσα τα ελληνικά και κυπριακά γεωπολιτικά συμφέροντα.
Η πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν (στις 28/1, όπως ανακοινώθηκε) εγκαινιάζει μία νέα εποχή στις αμερικανορωσικές σχέσεις. Η Exxon Mobil του Τίλερσον έχει συνεργαστεί στρατηγικά με τη ρωσική Rosneft και ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ σύντομα, όπως λέγεται, θα συναντηθεί με τον Σεργκέϊ Λαβρόφ για να δρομολογήσουν μία διακριτική ( win win) συνεργασία σε πολλά μέτωπα.
Αυτή η νέα στρατηγική του Τραμπ δεν φαίνεται να υπολογίζει την Ευρώπη, όπως έκαναν οι διοικήσεις Ομπάμα.
Ο προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ επέλεξε συμβολικά ως σταθμό του τελευταίου επίσημου ταξιδιού του το Βερολίνο. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιλέγει να είναι η Τερέζα Μέϊ του “σκληρού Brexit”, η πρώτη ξένη ηγέτης που θα περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Οι αναλογίες είναι ενδιαφέρουσες.
‘Αλλωστε ο καθηγητής Ταχόλ που θα είναι ο εκλεκτός του νέου προέδρου στη θέση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ε.Ε, όχι μόνο προεξόφλησε την διάλυση της Ένωσης και την κατάρρευση του ευρώ εντός 18 μηνών, αλλά εμμέσως πλην σαφώς κάλεσε τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα να “σορτάρουν” κατά του ευρώ.
Οι ψηφίδες αρχίζουν και σχηματίζουν την εικόνα της εποχής Τραμπ. Απέναντι σε μία Ευρώπη που “αυτοκαταστρέφεται” μέσα σε μια δαιμονική οικονομική ασφυξία και στην άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ξεδιπλώνει το σχεδιασμό του.
Όσοι με ευκολία περιόρισαν την ανάλυσή τους για όσα συμβαίνουν στην Ουάσιγκτον σε επιθετικούς προσδιορισμούς τύπου “γραφικός”, “λαϊκιστής” ή “επικίνδυνος”, βλέπουν ή νομίζουν ότι βλέπουν ένα μικρό μόνο τμήμα του μεγάλου (παγκόσμιου) κάδρου. Για την Ελλάδα, τέλος, υπάρχουν αρκετά πράγματα για τα οποία πρέπει να ανησυχεί, υπάρχουν, όμως, και άλλα που υπό προϋποθέσεις προσφέρουν ευκαιρίες για το status της χώρας στην ευρύτερη περιοχή…