Οι ομαδικές απολύσεις και η «προσωπική διαφορά», δηλ. μείωση συντάξεων είναι δύο από τα βασικά αγκάθια στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τη β’ αξιολόγηση.
Από την προηγούμενη κιόλας επίσκεψή τους στην Αθήνα, οι δανειστές είχαν κάνει ξεκάθαρο ότι θέλουν αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων από 5% σε 10%, αλλά και την κατάργηση της διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων που διατηρεί ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας. Παράλληλα, δεν δέχονται την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης και της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, που θέτει το υπουργείο Εργασίας.
Στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων οι εκπρόσωποι των δανειστών αφήνουν μόνο ένα παράθυρο ανοικτό για μελλοντικές παρεμβάσεις ενώ ένα μικρό παράθυρο αφήνεται στην δυνατότητα επέκτασης των συμβάσεων από 3 σε 6 μήνες, όπως ίσχυε πριν από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά. Κι ενώ αρνούνται να συζητήσουν αλλαγές στις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, ζητούν αλλαγές και στη διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας, ώστε να είναι «αντικειμενική και αμερόληπτη»..
Επίσης μια πιθανή περικοπή των «προσωπικών διαφορών» που έχουν μπει στο στόχαστρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα οδηγούσε σε μειώσεις που μεσοσταθμικά αγγίζουν το 20% ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν ακόμη και το 35%, για 1,4 εκατ. ήδη συνταξιούχους.
Τόσο η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου όσο και ο αρμόδιος υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τάσος Πετρόπουλος αποκλείουν οποιαδήποτε υπαναχώρηση από τις κυβερνητικές θέσεις. Άλλωστε, όσο οι διαπραγματεύσεις γίνονται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, οι δύο αρμόδιοι υπουργοί δεν έχουν συμμετοχή. Οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν, εφόσον οι εκπρόσωποι των θεσμών αποφασίσουν να έρθουν στην Αθήνα, κάτι που αν συμβεί πριν από τις 20 Φεβρουαρίου θα σηματοδοτήσει και την αρχή της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης.
ΠΗΓΗ: Euro2day