Ο Ευάγγελος Βενιζέλος δηλώνει “ποτέ με τον ΣΥΡΙΖΑ” αλλά την ίδια ώρα δεν θέλει, όπως λέει, να προσφέρει στη Ν.Δ τη δυνατότητα της αυτοδυναμίας. Ο Σταύρος Θεοδωράκης, ακόμα πιο κατηγορηματικός, είχε πει, πρόσφατα, “καλύτερα νεκρός παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ”. Για τη Ν.Δ, τίποτα. Προφανώς και νεκρός, και ζωντανός και νεκροζώντανος (ζόμπι), αυτό το αφήνει ορθάνοιχτο. Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, έλεγε, πως “καλύτερα καλόγερος σε μοναστήρι, παρά κυβέρνηση με τον Δένδια (σ.σ ήταν στο ίδιο πάνελ)”. Ο Νίκος Φίλης, πάλι, καλοβλέπει -και δικαίως κατά τη γνώμη μου- μια συνεργασία με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, θυμάται, όμως, με μεγάλη καθυστέρηση πως δεν του ταιριάζει η “μενταλιτέ” του Πάνου Καμμένου. Η Φώφη Γεννηματά τάσσεται υπέρ εθνικής κυβερνήσεως που θα έχει και Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ, και φυσικά ΠΑΣΟΚ στην εκδοχή της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Και ο Κώστας Σκανδαλίδης δηλώνει πως “το ΠΑΣΟΚ δεν παίζει σε δυάδες, ούτε με τη Ν.Δ, ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ”.
Ποτέ τόσοι πολλοί δεν έκαναν και δεν είπαν τόσα πολλά για να ναρκοθετήσουν πιθανές συνεργασίες που ίσως, εν τέλει, τις επιβάλλει το εκλογικό σώμα και οι συνθήκες (μνημονιακές αλλά και γεωπολιτικές).
Το κακό είναι πως το πολιτικό σύστημα δεν μαθαίνει από τα θηριώδη λάθη του. Αυτοί που θέλουν να θυμούνται είναι βέβαιο πως εύκολα ανακαλούν στη μνήμη τους όσα προσβλητικά έλεγε ο Αντώνης Σαμαράς για το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου και, κατόπιν, του Ευάγγελου Βενιζέλου, και όσα ο τελευταίος έλεγε για τη Ν.Δ του Αντώνη Σαμαρά, μέχρι το καλοκαίρι του 2012- ακόμα και παραμονές εκλογών. Ή όσα ειρωνικά έλεγαν για τον Σαμαρά ή τον Κυριάκο Μητσοτάκη αυτοί που τώρα τους αποθεώνουν. Τώρα, όλα αυτά, υπάρχουν μόνο στο You Tube για την φιλοπαίγμονα διάθεση των μελαγχολικών με την πολιτική ζωή του τόπου και οι κήνσορες και οι λιβελογράφοι του τότε έχουν μετατραπεί σε αγιογράφους της πολιτικής φιλίας του Σαμαρά και του Βενιζέλου.
Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, ισχύει συχνά το δόγμα του τι δύνασαι να κάνεις και όχι του τι θα ήθελες.
Αυτό μετατρέπεται σχεδόν σε αξίωμα όταν η πολιτική ομήγυρις απαρτίζεται από πρόσωπα και κόμματα που (με δόσεις και αναλογίες βεβαίως) φέρουν όλα (μικρότερη ή μεγαλύτερη) ευθύνη για την κρισιμότητα των στιγμών. Ποιος εκ του παλαιού πολιτικού συστήματος που χρεοκόπησε τη χώρα, κι αφού τη χρεοκόπησε την έβαλε σε ένα μνημόνιο που όλοι τώρα αποδέχονται πως ήταν εγκληματικά -και ίσως εκ δόλου κάποιων- εσφαλμένο, δικαιούται να απορρίπτει συνεργασίες με τον ΣΥΡΙΖΑ; Και ποιος εκ του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επαναπαύεται ακόμα στην “αθωότητα” ή την αφέλεια πριν το 2015 και να απορρίπτει οιονδήποτε άλλον;
Κι όταν άπαντες έχουν αποδοκιμαστεί ή αποδοκιμάζονται από τον ελληνικό λαό (πάντοτε, για να μην παρεξηγηθούμε, με δόσεις και αναλογίες), πόσο δικαιούνται να ποδοπατούν πιθανότητες συνεννόησης, συναίνεσης και συνεργασίας; Όχι, απαραίτητα, κυβερνητικής συνεργασίας, αλλά ακόμα κι αυτό θα είναι ή δεν θα είναι απότοκο της λαϊκής ετυμηγορίας στην οποία με περισσή υποκρισία ομνύουν.
Πρακτικά, κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε συγκάλυψη. Άμωμοι και ανέγγιχτοι δεν υπάρχουν (πλην εκείνων που είτε θέλουν, είτε πρέπει να μείνουν εκτός συστήματος διακυβέρνησης). Άρα δεν υπάρχουν και “παρθενοραφές”, όσο κι αν προσφέρονται με το αζημίωτο από συστήματα επιρροής στα μίντια, τους θεσμούς, ή την επιχειρηματικότητα.
Δεν σημαίνει, δηλαδή, πως πρέπει να κρυφτούν κάτω από το χαλί τα “σκουπίδια” των “πόθεν έσχες”, των λογής λογής Novartis και Siemens, των μυστικών ταξιδιών στο Παρίσι, των ολοφάνερων επιδιώξεων μιας διαπλοκής που πνέει τα λοίσθια και επιχειρεί να κρατηθεί μέσα από ύποπτα παιχνίδια παρασκηνίου. Για όλα αυτά υπάρχει η Δικαιοσύνη και η δημόσια καταγγελία και αποκάλυψη. Και όποιος ευθύνεται να πάει σπίτι του.
Όμως, οι επί μέρους ευθύνες, οι “κηλίδες” στα πρόσωπα, δεν πρέπει να υπονομεύουν τις δυνατότητες συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων. Και οι “θιγμένες μεγαλειότητες” που περιφέρονται αποκλείοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον, απλώς δρουν υπό την επήρεια εγωϊσμών και όχι με την οπτική του μεγάλου κοινωνικού, οικονομικού, πολιτικού και, κυρίως, γεωπολιτικού κάδρου που αφορά την ίδια τη χώρα.
Θέλει, άραγε, μεγάλη οξυδέρκεια για να κατανοήσει κανείς πόσο διχασμένη είναι η κοινωνία; Πόσο εξοντωμένη και ανήμπορη; Και πόσο εάν συνεχίσουμε έτσι ρίχνουμε νερό στον μύλο των τεράτων;