Η διευθέτηση της διαμάχης αναφορικά με τη βοήθεια προς την Αθήνα, θα βρεθεί στο επίκεντρο της συνάντηση της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο. Τι προβλέπει ο Γερμανικός Τύπος.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την Αθήνα που μεταδίδει το real.gr η Άνγκελα Μέρκελ αναλαμβάνει πρωτοβουλία για την επίλυση του προβλήματος με την ελληνική αξιολόγηση και αναμένεται να καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση στις συναντήσεις που θα έχει με Κριστίν Λαγκάρντ και Ζαν Κλοντ Γιούνκερ σήμερα στο Βερολίνο.
Το περιεχόμενο της πρότασης δεν έχει γίνει γνωστό, ωστόσο, οι πληροφορίες επιμένουν πως περιλαμβάνει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί το ύψος του ποσού που θα εκταμιεύσει, ενώ συζητείται και το θέμα του χρέους, χωρίς, όμως, επίσημες ανακοινώσεις έως τις γερμανικές εκλογές.
H εφημερίδα Tageszeitungμε, αναφέρει ότι η διαμάχη (ΔΝΤ – Βερολίνου) είναι που «εμποδίζει εδώ και χρόνια την εύρεση λύσης στην ελληνική κρίση». Για τον λόγο αυτό η Κριστίν Λαγκάρντ «έρχεται αυτοπροσώπως στην άτυπη πρωτεύουσα της ΕΕ, μόλις δύο ημέρες μετά το Eurogroup», το οποίο κλήθηκε να λύσει τον γόρδιο δεσμό του ελληνικού ζητήματος.
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα του Βερολίνου, η συνάντηση των δύο κυριών στο Βερολίνο δεν θα αφορά όμως «μόνο τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρέχον, τρίτο ελληνικό πρόγραμμα. Τίθεται όμως και το ερώτημα εάν η ίδια η Γερμανία θα συμμετάσχει περαιτέρω στο όχι και τόσο προσφιλές πρόγραμμα διάσωσης και ως εκ τούτου ακολουθεί το ερώτημα της μελλοντικής ύπαρξης ή μη ύπαρξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την ΕΕ». Η ΤΑΖ κλείνει με την εκτίμηση ότι εάν η Κριστίν Λαγκάρντ και το ΔΝΤ επιδείξουν σκληρή στάση και αποφασίσουν να απέχουν από τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος, «τότε και η Γερμανία θα θέλει να αποχωρήσει. Κάτι τέτοιο θα έριχνε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την Ευρώπη σε μια νέα κρίση».
“Παίζεται” η τύχη της Ελλάδας
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle τα γερμανικά ΜΜΕ παρακολουθούν στενά την πορεία του ελληνικού ζητήματος. Το ενδεχόμενο κυβερνητικής αλλαγής, η συνάντηση Μέρκελ-Λαγκάρντ στο Βερολίνο και η επίσκεψη Νουί στην Αθήνα είναι μερικά από τα θέματα.
“Τήρηση του προγράμματος ή νέος πρωθυπουργός” είναι ο τίτλος σχολίου στη Suddeutsche Zeitung αναφορικά με τα διλήμματα ενώπιον των οποίων βρίσκεται και πάλι η Ελλάδα, επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης. “Στην Ελλάδα εδώ και τόσο καιρό οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν με μικρή επιτυχία, με αποτέλεσμα να προκαλούν εύκολα το εξής ερώτημα: Μπορεί εν τέλει η χώρα να σωθεί; Οι Ευρωπαίοι δανειστές ρίχνουν σε κάθε περίπτωση χρήματα στον ελληνικό κορβανά, αλλά ο λαός γίνεται όλο και πιο φτωχός. Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο. Όσοι έχουν λάβει καλή εκπαίδευση αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Η τρέχουσα αξιολόγηση των μεταρρυθμιστικών βημάτων έχει εξελιχθεί σε τεράστιο δράμα. Εδώ και καιρό οι πολίτες διερωτώνται αν κάποιος άλλος πέρα από τον Αλέξη Τσίπρα μπορεί να υποσχεθεί έναν λιγότερο επώδυνο τρόπο για έξοδο από την κρίση. Πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε τις θέσεις του στην καγκελάριο Μέρκελ. Στις δημοσκοπήσεις προηγείται με διαφορά. Αυτό βέβαια υποδηλώνει περισσότερο την απογοήτευση του κόσμου από τον Τσίπρα παρά την επιδοκιμασία προς τον Μητσοτάκη. Ο τελευταίος προέρχεται από το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, το οποίο στο παρελθόν την οδήγησε στην κρίση. Ο Μητσοτάκης έστειλε στη Μέρκελ το μήνυμα ότι με αυτόν στην πρωθυπουργία το έργο των δανειστών θα γίνει πιο εύκολο: με συνεργασία και όχι αντιπαράθεση. Μια δελεαστική προσφορά”.
Στη συνέχεια όμως τίθεται το ερώτημα: “Αλλά χρειάζεται η χώρα μόνο μια άλλη κυβέρνηση, προκειμένου η πολιτική διάσωσης να στεφθεί τελικά με επιτυχία; Αυτή την ψευδαίσθηση δεν πρέπει να έχει κανείς στο Βερολίνο.” Η εφημερίδα σημειώνει ότι στην πραγματικότητα όλα τα πακέτα διάσωσης προς την Ελλάδα είχαν την ίδια τύχη ανεξαρτήτως κυβέρνησης. “Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Τσίπρα, ήταν ότι επί πρωθυπουργίας του αποφεύχθηκε η κοινωνική αναταραχή”. Ο Μητσοτάκης, τον οποίο ο σχολιογράφος περιγράφει ως “εξίσου νέου και έξυπνο με τον Τσίπρα”, διατείνεται ότι θα ακολουθήσει μια άλλη πολιτική, όμως εν τέλει “διαθέτει το ίδιο περιθώριο χειρισμών με τον Τσίπρα (…). To πρωτογενές πλεόνασμα στον δημόσιο προϋπολογισμό πρέπει να παραμείνει διαρκώς στο 3,5%. Τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Μητσοτάκης θεωρούν αυτόν τον στόχο εντελώς μη ρεαλιστικό. Και οι δύο εξαρτώνται από τη συγκατάθεση των Βρυξελλών”. Η βασική θέση του σχολίου μπορεί με λίγα λόγια, να συνοψισθεί στο ότι μια κυβερνητική αλλαγή δεν είναι αυτή που θα λύσει το πρόβλημα της Ελλάδας.
“Μετά την κρίση έρχεται νέα κρίση”
Από την πλευρά της η Handelsblatt δεν εστιάζει τόσο στην θέση που θα έχει η ελληνική κρίση στην αυριανή συνάντηση Μέρκελ-Λαγκάρντ όσο στην επικείμενη επίσκεψη της Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (SSM) στην Αθήνα εντός του Μαρτίου. Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα το πρόσφατο Eurogroup δεν άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξει μια γρήγορη συμφωνία στις διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα. “Αυτό το αδιέξοδο στρέφει όμως και πάλι τις τράπεζες μακριά από την κερδοφορία. Αυτό διαφαίνεται από μια ολόκληρη σειρά συμπτωμάτων κρίσης. Η διευθέτηση δανειακών χαρτοφυλακίων μένει στάσιμη. Συγχρόνως οι καταθέσεις συρρικνώνονται. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάγκη νέας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, πιθανώς όμως με ευθύνη των μετόχων κι των πιστωτών”.
Η τελευταία επίσκεψη της επικεφαλής της SSM στην Αθήνα ήταν το 2016, αλλά όπως σημειώνει η εφημερίδα αυτή τη φορά “οι μάνατζερ των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, που βρίσκονται υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, δεν έχουν κανένα καλό νέο για τη Νουί”. Σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με τους Έλληνες τραπεζίτες, η κακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών εξαρτάται μεταξύ άλλων και από τη στασιμότητα στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος από τους δανειστές. Σε αυτό προστίθεται η αβεβαιότητα για τη συνέχιση της δανειακής βοήθειας αλλά και τα νέα σενάρια για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Handelsblatt, τα χρονικά περιθώρια για τις ελληνικές τράπεζες στενεύουν. “Η ώρα της αλήθειας θα έρθει το αργότερο με το stresstest της ΕΚΤ που προβλέπεται για το 2018″”.
Πηγή: Deutsche Welle