Στον απόηχο των χθεσινών δηλώσεων του Διοικητή της ΤτΕ περί κινδύνου εκτροπής της οικονομίας που οφείλεται στην καθυστέρηση της αξιολόγησης, ο Γιάννης Στουρνάρας συναντήθηκε σήμερα με τον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στο επίκεντρο της συνάντησης που διήρκεσε μιάμιση ώρα βρέθηκαν η πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι προοπτικές ανάπτυξης και η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος.
Ειδικότερα τα θέματα που αναμένεται να συζητήσουν είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), η μείωση των καταθέσεων, τα Capital controls και το Q.E., η κερδοφορία και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και τέλος η υπόθεση της Τράπεζας Αττικής.
Όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), που ανέρχονται σε περίπου 106 δισ. ευρώ ή 45% του συνόλου των δανείων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να τονίζει πως η επίλυση του προβλήματος απαιτεί πολιτική βούληση, οικονομική σταθερότητα, αντιμετώπιση των εμποδίων, επιτάχυνση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημιουργία δευτερογενούς αγοράς με δραστηριοποίηση εταιρειών διαχείρισης, ώστε να γίνουν γρήγορα βήματα για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου μείωσης των «κόκκινων δανείων» κατά 40 δισ. ευρώ μέχρι το 2019.
Στη ΝΔ επισημαίνουν πως η μείωση καταθέσεων φτάνει στα 4 δισ. ευρώ τους πρώτους μήνες του 2017, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται εκ νέου η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA στα 46,6 δισ. ευρώ. Μάλιστα υπενθυμίζουν πως τον Δεκέμβριο του 2014, η εξάρτηση από τον ELA είχε μηδενισθεί, ενώ το 2015 υπήρξε η μεγαλύτερη ετήσια εκροή ως σήμερα (περίπου 37 δισ. ευρώ).
Ο πρόεδρος της ΝΔ θα τονίσει πως έχει παρατηρηθεί ότι όταν διαταράσσεται η ομαλή πορεία των συζητήσεων με τους εταίρους εντείνονται οι εκροές καταθέσεων και για αυτό και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι «κλειδί» για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση.
Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη η «εμπιστοσύνη» αποτελεί κλειδί και για την άρση των capital controls, ενώ αν συνεχιστεί η αρνητική τάση στις καταθέσεις, ίσως χρειαστεί σύντομα αυστηροποίηση των capital controls, για να μην απειληθούν η ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος και οι καταθέσεις των πολιτών.
Αξιολόγηση
Επιπλέον, ο πρόεδρος της ΝΔ εκτιμά πως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η έκθεση βιωσιμότητας χρέους από την ΕΚΤ, είναι και οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ένταξη στο QE, που θα είχε θετικές επιδράσεις στο κόστος χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, στην πρόσβαση στις αγορές και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, ώστε να βελτιωθεί η ρευστότητα στην οικονομία.
Σχετικά με την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, στη ΝΔ επισημαίνουν πως η οργανική κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται, αλλά οι προβλέψεις συνεχίζουν να «ροκανίζουν» τα κέρδη. Όπως λένε, το χαμηλό περιβάλλον επιτοκίων διεθνώς δεν έχει επηρεάσει πολύ τις ελληνικές συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς διατηρούν πολύ υψηλά περιθώρια επιτοκίων για τα δάνεια που χορηγούν. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τη ΝΔ, είναι θετικό για τα αποτελέσματά τους, αλλά όχι για την πραγματική οικονομία, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν το υψηλότερο κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη. Στη λογική αυτή και με δεδομένο ότι τα stress tests θα γίνουν το 2018 με τη συμμετοχή των 4 συστημικών τραπεζών και θα στηριχθούν στο μακροοικονομικό σενάριο και στην εικόνα που θα εμφανίζουν οι τράπεζες στο τέλος του 2017, στη ΝΔ τονίζουν πως είναι απαραίτητο να τερματιστεί άμεσα η αβεβαιότητα.
Στη συνάντηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα θέσει και το θέμα της Τράπεζας Αττικής. Ο ίδιος πιστεύει πως η τράπεζα, σε μια περίοδο που παρατηρείται απομόχλευση στο πιστωτικό σύστημα, αύξησε την έκθεσή της σε πιστωτικό κίνδυνο προς συγκεκριμένους δανειολήπτες που φέρονται να έχουν προνομιακή σχέση με την κυβέρνηση και πως αυτή η πιστωτική επέκταση πραγματοποιήθηκε με «χαλαρά» πιστοδοτικά κριτήρια με αποτέλεσμα την μηνυτήρια αναφορά, που κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου η Τράπεζα της Ελλάδος, ύστερα από τα ευρήματα του κοινού ελέγχου που έκανε με τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΚΤ (SSM). Μάλιστα, όπως θα πει χαρακτηριστικά, για όλες τις παραλείψεις και σκιές στην Τράπεζα Αττικής υπάρχουν τεράστιες κυβερνητικές ευθύνες.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ