Αθήνα και Λευκωσία εκτιμούν πως πρώτη “παράπλευρη απώλεια” της οριακής νίκης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο δημοψήφισμα θα είναι το Κυπριακό. Δεδομένου ότι ο Τούρκος πρόεδρος εξασφαλίζει τη συνταγματική αναθεώρηση που επιδίωκε για την ενίσχυση των εξουσιών του με την απόλυτη συνδρομή των εθνικιστικών κομμάτων είναι πολύ πιθανό αυτό να καταστήσει “όμηρο” τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Κυπριακής κυβέρνησης και του Μουσταφά Ακιντζί.
Τα πρώτα δείγματα γραφής, άλλωστε, έχουν φανεί από τη στιγμή που η Άγκυρα έβγαλε στα όρια της κυπριακής ΑΟΖ το ερευνητικό σκάφος Μπαρμπαρός, την ώρα που Exxon Mobil, Qatar Petroleum και Total αρχίζουν έρευνες μετά τα συμβόλαια που υπέγραψαν με την Λευκωσία. Η Τουρκία θεωρεί την πράξη αυτή “μονομερή ενέργεια” και επιδιώκει να εντάξει την αξιοποίηση των κοιτασμάτων στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων.
Ανώτατες διπλωματικές πηγές, όπως αναφέρει και το Real.gr, θεωρούν ότι κατ’ αρχήν η λύση του Κυπριακού απομακρύνεται, καθώς η διαφορά που έλαβε ο Ερντογάν οφείλεται στα εθνικιστικά κόμματα, με τα οποία ο Τούρκος Πρόεδρος δεν θα επιδιώξει ρήξη. Πολύ περισσότερο που -όπως εκτιμούν οι ίδιες ανώτατες διπλωματικές πηγές- ο Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση που θα ακολουθήσει της μικρής διαφοράς της επικράτησής του, θα προσφύγει σε σύντομο χρονικό διάστημα σε πρόωρες κάλπες, γεγονός που θα εντείνει την εσωστρέφειά του, τη δυνατότητα να προβεί σε συμβιβασμούς και σε συνέχιση της επιθετικότητάς του στο Αιγαίο.
Το βέτο, άλλωστε, που θέτει η Άγκυρα για το φυσικό αέριο στις ΗΠΑ δεν αποκλείει περαιτέρω ένταση στην περιοχή της Κύπρου.
Η κατάσταση αυτή, βεβαίως, θα δοκιμάσει και τις αντοχές των ΗΠΑ και της Γαλλίας στις τουρκικές προκλήσεις, δεδομένου ότι οι δύο χώρες δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την παρουσία των πολυεθνικών επιχειρήσεών τους στην περιοχή, στο πλαίσιο, μάλιστα, του ευρύτερου σχεδιασμού για την κατασκευή και υποθαλάσσιου αγωγού για την μεταφορά του πετρελαίου και του φυσικού αερίου του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο της “πολεμικής ετοιμότητας” για τη Συρία, στην περιοχή της Κύπρου περιπολούν αμερικανικά και γαλλικά πολεμικά σκάφη. Είναι πολύ δύσκολο να προκαλέσει η Τουρκία ένταση στην περιοχή, όμως, η κλιμάκωση της προκλητικότητας σχετικά με τα κυπριακά κοιτάσματα θα συνεχισθεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η εξέλιξη των ευρωτουρκικών σχέσεων, οι οποίες εκ των πραγμάτων θα επηρεάσουν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ιδίως, το εάν ο Τούρκος πρόεδρος θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την επαναφορά της θανατικής ποινής, γεγονός που θεωρείται από τους Ευρωπαίους ότι ο Ερντογάν έχει αποφασίσει για να ανακόψει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του.
Το ίδιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει και το εάν ο Ερντογάν θα κλιμακώσει τις επιθέσεις του στους Κούρδους, γεγονός που μεταξύ άλλων ενδέχεται να αυξήσει την προσφυγική πίεση προς την Ελλάδα, αλλά και η τυχόν διάψευση των προσδοκιών της Άγκυρας για τον ρόλο που επιδιώκει να έχει στο Ιράκ και τη Συρία, κάτι που θα παίξει ασφαλώς σημαντικό ρόλο στον διεθνή προσανατολισμό της.
Οι εξελίξεις στα παραπάνω θέματα, αλλά και οι απαντήσεις που θα επιλέξει να δώσει ο Ερντογάν-που μετά το δημοψήφισμα δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του και δεν έχει δώσει δείγματα γραφής- θα κρίνουν σε σημαντικό βαθμό και την πορεία της τουρκικής οικονομίας το επόμενο διάστημα. Αν, δηλαδή, αυτή θα σταθεροποιηθεί στον βαθμό του δυνατού ή εάν θα συνεχίσει την καθοδική της πορεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πολιτικό σύστημα της γειτονικής μας χώρας.
Μήνυμα στην Αγκυρα: Στηρίζουμε τη σταθερότητα και τη δημοκρατία
Εξάλλου, μήνυμα υποστήριξης της σταθερότητας και της δημοκρατίας στην Τουρκία έστειλε η ελληνική πλευρά, μέσω κυβερνητικών πηγών, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, παράλληλα, όμως, με την επισήμανση, ότι η Αθήνα θέλει μια Άγκυρα, αρωγό στο διάλογο και τη συνεργασία, στη βάση του αλληλοσεβασμού.
«Παρακολουθούμε με προσοχή και ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη γείτονα και τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Οι αποφάσεις του τουρκικού λαού για το μέλλον του θα γίνουν σεβαστές», ανέφεραν κύκλοι του Μαξίμου, επισημαίνοντας:
«Εμείς στηρίζουμε τη σταθερότητα και τη δημοκρατία στη γείτονα. Επιθυμούμε μια Τουρκία που να συνεισφέρει στο διάλογο και τη συνεργασία μας στη βάση του αλληλοσεβασμού».