Είναι παράδοση η πρώτη επίσκεψη στο εξωτερικό ενός νέου Γάλλου προέδρου και ενός νέου Γερμανού Καγκελαρίου, να είναι για τον ένα στη χώρα του άλλου. Αυτό είναι κάτι παραπάνω από ένα τελετουργικό για τους δύο πιο σημαντικούς ηγέτες της Ευρώπης. Συμβολίζει μία από τις μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές επιτυχίες της μεταπολεμικής περιόδου. Η συμφιλίωση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, μετά από πολλούς αιώνες αντιπαλότητας και πολέμου, είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τώρα θεωρείται δεδομένο ότι η Γαλλία και η Γερμανία θα συνεχίσουν πάντοτε να αποτελούν τη βάση για την ευρωπαϊκή σταθερότητα.
Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της ΕΕ έχουν πείσει το Παρίσι και το Βερολίνο για την ανάγκη αυτές οι δύο συγκεκριμένα, και η Ευρώπη ευρύτερα, να εργαστεί πιο στενά μαζί, στην ασφάλεια, στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική. Αυτό είναι πιο σημαντικό από ποτέ, δεδομένου του πόσο απρόβλεπτη είναι η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Πραγματικά, η εκλογή του Emmanuel Macron στη θέση του νέου προέδρου της Γαλλίας δεν θα μπορούσε να είχε έρθει σε καλύτερη στιγμή για την ΕΕ. Η νίκη του στις 7 Μαΐου έχει δώσει στην Ένωση μία πολύ αναγκαία ένεση εμπιστοσύνης σε μια στιγμή που τα θεσμικά όργανα της ΕΕ φαίνεται να παραλύουν όλο και περισσότερο. Είναι η σχέση μεταξύ του Macron και της Angela Merkel -και όχι των θεσμικών οργάνων της ΕΕ- που θα διαμορφώσει το μέλλον της Γαλλίας και της Ευρώπης. Ό,τι συμβαίνει μεταξύ του Παρισιού και του Βερολίνου, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την εμμονή των θεσμών στις διαδικασίες.
Για αυτό έχει σημασία η επικείμενη επίσκεψη του Macron στο Βερολίνο. Δεν πρόκειται να είναι μια απλή βόλτα. Οι απόψεις των δύο ηγετών για την οικονομική πολιτική τους χωρίζουν -και ουσιαστικά.
Η εγχώρια ατζέντα του Macron είναι σαφής. Θέλει η Γαλλία να διατηρήσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Αυτό σημαίνει μεταρρύθμιση των εργασιακών νόμων της χώρας, μείωση του ρόλου και του κόστους του κράτους, και μείωση της ανεργίας. Χωρίς μια ισχυρή γαλλική οικονομία, ο γαλλό-γερμανικός άξονας, ο οποίος με τα χρόνια έχει χάσει την ισορροπία του εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας της Γαλλίας και της Ισχύος της Γερμανίας, δεν μπορεί να προχωρήσει . Η Merkel και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Wolfgang Schaeuble, ελπίζουν τώρα ότι ο Macron θα τα καταφέρει.
Αλλά ο νεαρός νεοεκλεγείς πρόεδρος θέλει και χρειάζεται στήριξη από το Βερολίνο. Και η ομάδα του πιθανώς πιστεύει ότι την αξίζει, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η προεκλογική του εκστρατεία ήταν φιλοευρωπαϊκή με έναν τρόπο που αφοπλίζει τα λαϊκιστικά κινήματα -για την ώρα- και απέδειξε ότι η Ευρώπη μπορεί να είναι ένα χαρτί που κερδίζει. Το Βερολίνο θα πρέπει να τον ανταμείψει. Αλλά ο Macron δεν μπορεί να είναι τόσο σίγουρος για αυτό.
Οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας συμφωνούν ότι η Ευρώπη πρέπει να ενοποιηθεί περισσότερο. Μία από τις βασικές ιδέες του Macron είναι ότι η ΕΕ πρέπει να έχει υπουργό Οικονομικών της ευρωζώνης ως μια λογική συνέχιση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Δύσκολο να δούμε το Βερολίνο να συμφωνεί με αυτό. Η σκέψη ενός τέτοιου υπουργού που να επιβλέπει ένα σημαντικό προϋπολογισμό και φορολογικές πτυχές στις Βρυξέλλες, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο υπουργείο Οικονομικών στο Βερολίνο. Εκτός αυτού, θα απαιτούσε μία αλλαγή στις συνθήκες της ΕΕ, μια κίνηση που θα ήταν πολύ διαφορετική διότι θα απαιτούσε τη συμφωνία όλων των κρατών-μελών.
Ακόμη λιγότερο δημοφιλές στους Merkel και Schaeuble είναι ότι ο Macron θέλει να εισάγει τα ευρωομολόγα, τα οποία ουσιαστικά εγγυώνται από κοινού το δημόσιο χρέος στις χώρες της ευρωζώνης. Εκτός από το γεγονός ότι η Γερμανία θα έπρεπε να επωμιστεί το χρέος άλλων χωρών, το κίνητρο για αυτά τα κράτη να βάλουν τα οικονομικά τους σς τάξη, θα αποδυναμωνόταν, εάν δεν εξαφανιζόταν. Λίγες ώρες μετά τη νίκη του, η Merkel δήλωσε πως ήθελε να βοηθήσει τη Γαλλία αλλά “η γερμανική στήριξη δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη γαλλική πρωτοβουλία και πολιτική… δεν βλέπω γιατί -ως προτεραιότητα- θα πρέπει να αλλάξουμε την πολιτική μας”.
Οι κυβερνητικοί εταίροι της Merkel, οι Σοσιαλδημοκρτες, που παρά τον λαμπερό νέο ηγέτη τους, Martin Schulz, υπέστησαν πλήγμα στις περιφερειακές εκλογές στο Saarland και στο Schleswig-Holstein νωρίτερα το 2017, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Ο Sigmar Gabriel, ο Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών, ζήτησε να μπει ένα τέλος στην “ορθοδοξία της οικονομικής πολιτικής” της Merkel. Αναφερόμενος στον Macron πρόσθεσε ότι “όποιος ξεκινάει μεταρρυθμίσεις, δεν θα πρέπει την ίδια στιγμή να υποχρεώνεται σε αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα”.
Πείτε το αυτό στους Έλληνες, στους Ιρλανδούς, στους Πορτογάλους και στους Ισπανούς. Αυτές οι κάποτε βαθιά υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες είχαν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, εισήγαγαν αυστηρά μέτρα λιτότητας και αναδιάρθρωσαν τους τραπεζικούς τους κλάδους και τους δημόσιους τομείς με αντάλλαγμα τις διασώσεις. Η κάθε μία από τις οικονομίες της τώρα επιστρέφει στην ανάπτυξη, αλλά το τίμημα που πλήρωσαν ήταν υψηλό, ιδιαίτερα για τους συνταξιούχους και για τους λιγότερο εύπορους. Σίγουρα θα αντιδρούσαν να δουν τη Γαλλία να της δίνεται χάρη για τον “πόνο” των μεταρρυθμίσεων, και το Βερολίνο να κάνει μια εξαίρεση για τη Γαλλία.
Η Merkel ίσως αλλάξει ρότα, αλλά όχι γρήγορα. Το κόμμα της, οι Χριστιανοδημοκράτες, αντιμετωπίζουν σοβαρές εκλογές στις 14 Μαΐου στη βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, την πιο πολυπληθή περιοχή της Γερμανίας, η οποία αυτή τη στιγμή κυβερνάται από ένα συνασπισμό υπό τους Σοσιαλδημοκρατες. Στη συνέχεια είναι και οι ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Με βάση τα μέχρι τώρα, είναι δύσκολο να δούμε τη Merkel και το Schaeuble να αλλάζουν άποψη για την οικονομική πολιτική. Αλλά είναι επίσης δύσκολο να δούμε τη Merkel να μην ανταμείβει το Macron, κατά κάποιον τρόπο επειδή ανέδειξε την Ευρώπη. Θα χρειαστεί και κάτι άλλο εκτός του κόκκινου χαλιού όταν επισκεφθεί το Βερολίνο.
Συγγραφέας: Judy Dempsey,
ΠΗΓΗ: carnegieeurope.eu, capital.gr