Τα μηνύματα και οι πληροφορίες που φθάνουν πανταχόθεν οδηγούν στο συμπέρασμα πως βρισκόμαστε ενώπιον ενός νέου πιθανού πολιτικού ναυαγίου στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Η διελκυστίνδα για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους μεταξύ του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν επιτρέπει μία αποδεκτή (από όλα τα μέρη) τεχνική λύση που θα μεταφραστεί σε έκθεση βιωσιμότητας ικανή να δώσει τη δυνατότητα στον Μάριο Ντράγκι να εντάξει την οικονομία στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Η κυβέρνηση έχει κάνει αλλεπάλληλες τακτικές υποχωρήσεις. Νομοθέτησε τη δέσμη μέτρων που απαιτούσε το ΔΝΤ (στη βάση των δικών του “προβλέψεων” και όχι των κοινά αποδεκτών της Κομισιόν και της Eurostat), διολίσθησε από την θέση για “καθαρή” λύση στο χρέος και κράτησε μόνο το QE και την έξοδο στις αγορές και, τώρα, της διαμηνύουν πως δεν πρέπει να ελπίζει ούτε στην ποσοτική χαλάρωση.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο της απομένει μόνο το κλείσιμο της αξιολόγησης και η δόση των 7 δισ, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας, ούτως ή άλλως, θα καταλήξει στην αποπληρωμή οφειλών προς τους δανειστές.
Ευρωπαϊκή πηγή (προσκείμενη στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών) είπε χθες σε ανταποκριτές στις Βρυξέλλες πως απομακρύνεται η πιθανότητα του QE και εκείνο που αναμένεται να κλείσει είναι η αξιολόγηση. Το ίδιο μεταδίδει και η Deutsche Welle επικαλούμενη άλλη πηγή στο Βερολίνο αλλά και το Bloomberg.
Η έκκληση- έκρηξη του Πιερ Μοσκοβισί για την πιθανότητα “λαϊκών εξεγέρσεων” στην Ευρώπη από τη συνεχιζόμενη (γερμανικής εμμονής) πολιτική των ανισοτήτων και αποκλίσεων στην Ευρωζώνη δεν είναι, προφανώς, κάτι που μπορεί να βρει ευήκοα ώτα στο Βερολίνο. Η ακραία και προκλητική προσωπική επίθεση, άλλωστε, του κ. Σόϊμπλε στον Έλληνα πρωθυπουργό το επιβεβαιώνει.
Εν μέσω όλων αυτών ο Αλέξης Τσίπρας αναζητά διάδρομο για πολιτική λύση στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου. Η αναφορά, μάλιστα, του κ. Μοσκοβισί ότι “λαμβάνονται αποφάσεις για την Ελλάδα σε μη θεσμικά όργανα (δηλ. Eurogroup) και κλειστά δωμάτια” αποτελεί εύλογα ένα ακόμα επιχείρημα για την μετάθεση του προβλήματος που δημιουργούν Βερολίνο και ΔΝΤ στο ανώτατο πολιτικό όργανο της Ευρώπης.
Μπορεί να ελπίζει κάτι εκεί ο κ. Τσίπρας; Δύσκολα. Η Άγγελα Μέρκελ είναι πολύ λίγο πιθανό να “αδειάσει” τον υπουργό Οικονομικών της και να άρει τις δεσμεύσεις του ότι δεν θα φέρει πρόταση για το ελληνικό χρέος πριν το 2018. Από την άλλη, όμως, πρέπει να βρεθεί μία λύση παραμονής του Ταμείου στο πρόγραμμα, όπως επίσης έχουν αμφότεροι δεσμευτεί. Αυτό οδηγεί σε μία λύση- stand by arragment (παραμονή στο πρόγραμμα χωρίς χρηματοδότηση και με μία “θολή” αναφορά στο χρέος και επανεξέταση του θέματος το 2018), η οποία, όμως, ούτε το QE εξασφαλίζει, ούτε την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα, ούτε την σταδιακή και δοκιμαστική έξοδο στις αγορές. Ποιος θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα όταν το χρέος της χώρας παραμένει μη βιώσιμο και οι πιστωτές της αρνούνται να συμφωνήσουν σε καθαρή λύση;
Παρότι όλοι προβλέπουν πως έστω και την ύστατη στιγμή θα βρεθεί κάποια λύση, είναι προφανές πως απαιτείται ένα όσο το δυνατόν πιο καθαρό εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον.
Ο κ. Τσίπρας πρέπει να διαχειριστεί το εσωτερικό του κόμματός του. Οι βουλευτές του ψήφισαν τα (εν αναστολή) μέτρα του τελευταίου πολυνομοσχεδίου με τη βεβαιότητα ότι θα εξασφαλιστεί λύση για το χρέος. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται και, ως εκ τούτου, θα προκύψουν αμφισβητήσεις και προβληματισμοί.
Από την άλλη, ο πρωθυπουργός θα βρει απέναντί του την αντιπολίτευση. Παρότι είναι πασιφανές πως η Ελλάδα υποκύπτει σε έναν κραυγαλέο εκβιασμό και μία εμμονική αντίθεση μεταξύ του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και του ΔΝΤ, Ν.Δ και άλλα κόμματα στοχοποιούν τον κ. Τσίπρα. Όχι, βεβαίως, με την ίδια δοσολογία.
Η κα Φώφη Γεννηματά, για παράδειγμα, στήριξε την εθνική διεκδίκηση για το χρέος με επιστολή της στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και δήλωσε πως “χρέος και QE αποτελούν εθνική προτεραιότητα”, δεν έχει κινηθεί μέχρις ώρας σε διεθνές επίπεδο και δεν έχει μεταφέρει την θέση του στους ηγέτες της πολιτικής οικογένειας (ΕΛΚ) στην οποία ανήκει το κόμμα του.
Οι συζητήσεις για την ανάγκη ενός Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών όπου οι πολιτικές δυνάμεις θα συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο διεκδίκησης ενόψει της Συνόδου Κορυφής έχουν ήδη ενταθεί. Στη Ν.Δ υπάρχουν δύο απόψεις, εκείνη της συναίνεσης στο μείζον αυτό θέμα (στο οποίο δεν έχει την κύρια ευθύνη η κυβέρνηση αλλά οι δανειστές) και εκείνη της σύγκρουσης, πιθανολογώντας μία πολιτική ήττα του κ. Τσίπρα και την δρομολόγηση πολιτικών εξελίξεων, ακόμα και κάλπες.
Είναι προφανές πως το δεύτερο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και εθνικά ζημιογόνο. Οι λύσεις -όσες έχουν απομείνει- είναι μπροστά μας. Ευδιάκριτες. Απαιτείται, μόνο, πολιτικό θάρρος και διορατικότητα. Τα μικροπολιτικά κέρδη δεν αντέχουν στο χρόνο και όποιος τα διεκδικεί, βρίσκει γρήγορα μπροστά του τις συνέπειες των επιλογών του. Πόσο ευχάριστο, άλλωστε, είναι να κάθεσαι μακριά από τις εξελίξεις και να απολαμβάνεις (;) το ναυάγιο;
Ρωτούν κάποιοι: μπορεί ένα Συμβούλιο Αρχηγών να αλλάξει τη στάση του Βερολίνου; Πιθανώς όχι. Όμως η ενιαία εθνική γραμμή και η σθεναρή στάση απέναντι σε μια καταφανή αδικία και ένα πλέγμα πολιτικών και άλλων σκοπιμοτήτων είναι το μοναδικό, ίσως, μήνυμα που μπορεί να ακουστεί καθαρά. Διότι, τώρα, ίσως κάποιοι (π.χ στο Βερολίνο) να έχουν κατά νου πως μία κρίση τύπου 2015 μπορεί να κάνει πράξη τον κρυφό στόχο τους περί Grexit ή έστω πτώσης της κυβέρνησης για να αντικατασταθεί με μια άλλη που θεωρούν (κακώς) βολικότερη…
Υ.Γ Αναγκαία υποσημείωση: Πολιτική συνεννόηση και εθνική θέση στο θέμα του χρέους ενόψει Eurogroup και Συνόδου Κορυφής δεν σημαίνει ούτε συναίνεση εφ’ όλης της ύλης, ούτε, ακόμα περισσότερο, συγκρότηση πολυκομματικής (οικουμενικής) κυβέρνησης. Η αντιπολίτευση οφείλει να συνεχίσει την κριτική της στο όποιο μείγμα πολιτικής επιλέγει η κυβέρνηση στην οικονομία ή σε επί μέρους πολιτικές στην Παιδεία, την Υγεία και αλλού. Η εθνική θέση και η συμφωνία των πολιτικών αρχηγών αφορά ad hoc το θέμα του χρέους. Αυτά, για να αποφεύγονται οι “βολικές” παρανοήσεις…