Ο ΠΡΩΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΟΛΜΙΑ ΤΩΝ ΗΓΕΤΩΝ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΩΣ “ΛΑΙΚΙΣΤΗ”
ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ…
Οσο καιρό ήταν στο πλευρό του κ. Κ. Καραµανλή ως άτυπος σύµβουλός του, ο επικοινωνιολόγος κ. Ι. Λούλης τροφοδοτούσε συχνά µε τις απόψεις του την επικαιρότητα. Eπειτα από δύο χρόνια απουσίας, ο κ. Λούλης προετοιµάζει την επανεµφάνισή του µε το νέο του βιβλίο το οποίο αυτές τις ηµέ ρες παίρνει τον δρόµο για το τυπογραφείο. Ο τίτλος του θα είναι «Ο δρόµος προς την άβυσσο». Στα δώδεκα κεφάλαιά του, επιχειρεί µια αξιολόγηση των κυβερνήσεων από το 1981 ως σήµερα. Για την περίοδο διακυβέρνησης Καραµανλή, ο άλλοτε στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού ασκεί οξύτατη κριτική…
τονίζοντας ότι δεν συγκρούστηκε µε τις πελατειακές λογικές στο κράτος και στην παράταξή του. Αλλά είναι βέβαιο ότι θα συζητηθούν και άλλες απόψεις του, όπως η πεποίθησή του ότι ο κ. Αντ. Σαµαράς ασκεί «την πιο λαϊκιστική αντιπολίτευση στον χώρο της ευρωζώνης».
Μιλώντας στο «Βήµα» ο κ. Ι. Λούλης εξηγεί ότι επέλεξε για το νέο του βιβλίο τον τίτλο «Ο δρόµος προς την άβυσσο» (εκδόσεις Καστανιώτη) επειδή η πορεία που περιγράφει είναι µια πορεία προς την καταστροφή.
«∆ιότι καµία κυβέρνηση δεν τόλµησε να γκρεµίσει τις κρατικιστικές δοµές που αρχικά δηµιουργήθηκαν» επισηµαίνει. «Το εάν τελικά θα καταφέρουµε να σωθούµε θα εξαρτηθεί όχι µόνο από τις µεταρρυθµίσεις στο κράτος που καλείται αταλάντευτα να υλοποιήσει η κυβέρνηση, αλλά και από τις παθογένειες του κοµµατικού πλαισίου. Αλλωστε αυτό το κοµµατικό πλαίσιο στήριξε τον κρατισµό. Επίσης, στην τωρινή κρισιµότατη συγκυρία για τον τόπο, αντίθετα από ό,τι συµβαίνει στις Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία, δεν υπάρχει στοιχειώδης συναίνεση µεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Κύρια ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρει προφανώς η λαϊκιστική Ν∆ του Αντώνη Σαµαρά».
Ταυτοχρόνως ο κ. Λούλης αποκρούει το επιχείρηµα ότι δεν µπορεί να είναι αντικειµενικός ένας συγγραφέας που έζησε τα γεγονότα που σχολιάζει «από µέσα», υποστηρίζοντας ότι είχε επαγγελµατική σχέση µε τη Ν∆ και για αυτό δεν δίστασε στο παρελθόν να την αποκαλέσει «φθαρµένο προϊόν». «Ως τεχνοκράτης επαγγελµατίας στον χώρο της επικοινωνίας, µε δράση κυρίως στο εξωτερικό, συνεργάστηκα στον τοµέα µου µε τον τέως πρωθυπουργό επαγγελµατικά. ∆εν είµαι πολιτικό πρόσωπο. ∆εν υπήρξα ποτέ µέλος κόµµατος. ∆εν ανήκω σε κάποιο πολιτικό χώρο. Είναι επίσης γνωστό ότι στην Κύπρο συνεργάστηκα στις τελευταίες εκλογές µε τον ∆ηµήτρη Χριστόφια, πιο πριν µε τον Γλαύκο Κληρίδη και τον Νίκο Αναστασιάδη και τώρα και πάλι µε τον Νίκο Αναστασιάδη. Πέρα όµως από την επικοινωνιακή µου δραστηριότητα, ως πολιτικός αναλυτής παρουσίαζα τις απόψεις µου χωρίς καµία δέσµευση. Υπήρξα αυστηρός επικριτής ειδικά της Ν∆ διότι τη θεωρούσα τον αδύναµο κρίκο του δικοµµατισµού».
|||||||| Μέτριες κυβερνήσεις
Οπως αναφέρει και στο νέο του βιβλίο ο κ. Λούλης, όλες οι κυβερνήσεις µετά το 1985 ήσαν µέτριες.
«Η χειρότερη κυβέρνηση υπήρξε εκείνη του 1981-1985, διότι δηµιούργησε τις στρεβλώσεις που µας ακολουθούν ως σήµερα» υποστηρίζει. «Τότε µπήκαν οι βάσεις ενός καταστρεπτικού κρατισµού στην οικονοµία, συνοδευόµενες από αχαλίνωτο λαϊκισµό». Και προσθέτει: «Η ειρωνεία είναι ότι αυτές τις στρεβλώσεις αναγνώρισαν όλοι οι πρωθυπουργοί, του Ανδρέα Παπανδρέου συµπεριλαµβανοµένου.
Οµως δεν τόλµησαν να κάνουν τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις. Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, Σηµίτη και Καραµανλή έκαναν κάποιες µεταρρυθµίσεις. Ησαν όµως άτολµες και για αυτό ανεπαρκείς. Ο Σηµίτης πιστώνεται την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Μπήκαµε όµως στην ΟΝΕ και παραµείναµε µε σαθρές βάσεις. Σηµίτης και Καραµανλής ήσαν αξιόλογοι πολιτικοί, έντιµοι, µε καλές προθέσεις, όµως άτολµοι, µε αποτέλεσµα να εξελιχθούν σε χαµένες ευκαιρίες για τη χώρα».
|||||||| Τα «στερητικά σύνδρομα εξουσίας»
Στο νέο βιβλίο του κ. Λούλη που θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς εβδοµάδες ξεχωρίζουν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην περίοδο της διακυβέρνησης Καραµανλή.
Στο όγδοο κεφάλαιο που περιγράφει «πώς ράγισε το κυβερνητικό γυαλί της Ν∆» ο συγγραφέας υπογραµµίζει:
«Ο Καραµανλής είχε στη διάθεσή του ένα δεδοµένο ανθρώπινο υλικό προερχόµενο από τον κοµµατικό χώρο, που µάλιστα δεν είχε εµπλουτιστεί όσο θα έπρεπε από την ευρύτερη κοινωνία. Το στελεχιακό αυτό δυναµικό δύσκολα µπορούσε να “τρέξει” αποτελεσµατικά το κράτος. Επίσης τµήµα του είχε πελατειακές και άλλες παθογένειες συνδεδεµένες µε “στερητικά σύνδροµα εξουσίας”. Αρα, ο Καραµανλής έπρεπε να διαµορφώσει ένα συγκεκριµένο µοντέλο διοίκησης που να διαχειρίζεται το συγκεκριµένο ανθρώπινο υλικό “σφιχτά”, κάνοντας τις καλύτερες δυνατές επιλογές προσώπων και ασκώντας πάνω του τον ασφυκτικότερο δυνατό έλεγχο. ∆εν υπήρχαν περιθώρια για ένα “χαλαρό” και εξ αποστάσεως µοντέλο διοίκησης. Και για τυφλή εµπιστοσύνη στα στελέχη αυτά. Οµως, δεν διαµορφώθηκε ένα παρόµοιο µοντέλο διοίκησης. Με αποτέλεσµα αρκετοί από τους ανθρώπους που εµπιστεύτηκε ο Καραµανλής να διαψεύσουν τις προσδοκίες του και σε επίπεδο ήθους, αλλά και σε επίπεδο ικανοτήτων».
Σχολιάζοντας εξάλλου τη µανία της προηγούµενης κυβέρνησης µε την επικοινωνιακή στρατηγική αναφέρει: «Μια κυβέρνηση που όφειλε να λειτουργεί “επιθετικά” απέναντι στα προβλήµατα, επέλεγε την “άµυνα”.
Στην πρώτη θητεία της, η κυβέρνηση µπορούσε αυτή την κατά βάσιν αµυντική προσέγγιση να την προβάλει “επικοινωνιακά” ως “επιθετική”, µέσω της εκδήλωσης κυρίως µεταρρυθµιστικών προθέσεων. Οµως, το επικοινωνιακό αυτό όπλο είχε καεί την τριετία 2004-2007. ∆εν υπήρχαν άλλα περιθώρια για “επικοινωνία”. Η κρίσιµη µάχη µε το κράτος ως “µεγάλο ασθενή της ελληνικής κοινωνίας” δεν δόθηκε ποτέ στην πράξη».
|||||||| Λαϊκιστική αντιπολίτευση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ένατο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στο τέλος της περιόδου Καραµανλή, σχολιάζοντας την πολιτική της σηµερινής ηγεσίας της Ν∆.
«Η σηµερινή Ν∆ δεν έχει απλώς κάνει µια δεξιά στροφή. Αυτό είναι το έλασσον. Το µείζον είναι ότι είναι λαϊκιστική µε τη βαθύτερη έννοια του όρου» τονίζει στο βιβλίο του ο κ. Λούλης.
« ∆ιατείνεται ότι θα επαναδιαπραγµατευτεί το µνηµόνιο, ενώ δεν υπάρχει καµία τέτοια προοπτική. Αντιτίθεται στην ουσία όλων των µεταρρυθµίσεων στο κράτος, όπως λ.χ. στις αναγκαίες απολύσεις. Θωπεύει ανοικτά ή υπόγεια όλα τα συντεχνιακά συµφέροντα.
Η οικονοµική της πολιτική είναι κραυγαλέα µη ρεαλιστική και χαϊδεύει τους ψηφοφόρους. Είναι η πιο λαϊκιστική αξιωµατική αντιπολίτευση στον χώρο της ευρωζώνης.
Βάζοντας εµπόδια σε κάθε προσπάθεια συναίνεσης».
Απόψεις που θα συζητηθούν
Οι οµοιότητες Σηµίτη – Καραµανλή: «Σηµίτης και Καραµανλής εµφάνιζαν και κοινές αδυναµίες. ∆εν έκαναν τις βαθιές τοµές που χρειαζόταν η οικονοµία. ∆εν άλλαξαν τα κόµµατά τους, µε αποτέλεσµα, παρά την προσωπική εντιµότητά τους, να µην µπορέσουν να ελέγξουν διολισθήσεις σε επίπεδο ήθους των στελεχών τους. Είχαν µια αρνητική δεύτερη κυβερνητική θητεία. ∆ιέψευσαν τις ελπίδες που δηµιούργησαν».
Οι εκλογές του 2009: «Η κατηγορία του Γιώργου Παπανδρέου ότι ο Καραµανλής επιχείρησε µια συνειδητή “φυγή” για να “φορτώσει” τα προβλήµατα στον όποιο διάδοχό του αποτελεί µια αχρείαστη δαιµονοποίηση του αντιπάλου του. Οι πρόωρες εκλογές ίσως και να καθυστέρησαν, αλλά όταν αποφασίστηκαν δεν έβλαψαν τον τόπο. Το αντίθετο συνέβη. Εν τέλει οι εκλογές έδωσαν διέξοδο στη χώρα, έστω και αν δεν έδωσαν διέξοδο στη Ν∆ που ήταν ούτως ή άλλως από τον ∆εκέµβριο του 2008 καταδικασµένη να τις χάσει».
Αποκοµµατικοποίηση των κυβερνήσεων: «Το αίτηµα για οικουµενικές κυβερνήσεις, που είναι κυρίαρχο στην εποχή µας, δεν εκφράζει µόνο την απαίτηση για µεγαλύτερη συναίνεση. Εµπεριέχει και το αίτηµα για τη συµµετοχή περισσότερων τεχνοκρατών στις κυβερνήσεις της χώρας. Καθώς πολλοί επαγγελµατίες πολιτικοί θεωρούνται πλέον διαχειριστικά ανεπαρκείς, οι πολίτες ζητούν να σπάσει ο ασφυκτικός εναγκαλισµός των κοµµάτων πάνω στη διακυβέρνηση της χώρας. Υπάρχει πλέον ένα ισχυρότατο αίτηµα για “αποκοµµατικοποίηση των κυβερνήσεων”…».
Γιατί απέτυχαν οι πρωθυπουργοί: «Ηγέτες που πίστευαν ότι η επέκταση του κράτους τη µοιραία τετραετία ήταν λανθασµένη, δεν τόλµησαν να κάνουν τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις! Ο ένας λόγος ήταν οι θωπείες προς τις οργανωµένες οµάδες του δηµόσιου τοµέα. Ο άλλος αφορά τον οµφάλιο λώρο που συνδέει τα κόµµατα εξουσίας µε το κράτος. ∆ιότι τα πελατειακά κόµµατα είναι από τη φύση τους κρατικιστικά. Οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ και της Ν∆ δεν συγκρούστηκαν ούτε µε τους µηχανισµούς του κράτους ούτε µε τους µηχανισµούς του κόµµατός τους. Αυτός ήταν ο µεγάλος συµβιβασµός τους».
Μιλώντας στο «Βήµα» ο κ. Ι. Λούλης εξηγεί ότι επέλεξε για το νέο του βιβλίο τον τίτλο «Ο δρόµος προς την άβυσσο» (εκδόσεις Καστανιώτη) επειδή η πορεία που περιγράφει είναι µια πορεία προς την καταστροφή.
«∆ιότι καµία κυβέρνηση δεν τόλµησε να γκρεµίσει τις κρατικιστικές δοµές που αρχικά δηµιουργήθηκαν» επισηµαίνει. «Το εάν τελικά θα καταφέρουµε να σωθούµε θα εξαρτηθεί όχι µόνο από τις µεταρρυθµίσεις στο κράτος που καλείται αταλάντευτα να υλοποιήσει η κυβέρνηση, αλλά και από τις παθογένειες του κοµµατικού πλαισίου. Αλλωστε αυτό το κοµµατικό πλαίσιο στήριξε τον κρατισµό. Επίσης, στην τωρινή κρισιµότατη συγκυρία για τον τόπο, αντίθετα από ό,τι συµβαίνει στις Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία, δεν υπάρχει στοιχειώδης συναίνεση µεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Κύρια ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρει προφανώς η λαϊκιστική Ν∆ του Αντώνη Σαµαρά».
Ταυτοχρόνως ο κ. Λούλης αποκρούει το επιχείρηµα ότι δεν µπορεί να είναι αντικειµενικός ένας συγγραφέας που έζησε τα γεγονότα που σχολιάζει «από µέσα», υποστηρίζοντας ότι είχε επαγγελµατική σχέση µε τη Ν∆ και για αυτό δεν δίστασε στο παρελθόν να την αποκαλέσει «φθαρµένο προϊόν». «Ως τεχνοκράτης επαγγελµατίας στον χώρο της επικοινωνίας, µε δράση κυρίως στο εξωτερικό, συνεργάστηκα στον τοµέα µου µε τον τέως πρωθυπουργό επαγγελµατικά. ∆εν είµαι πολιτικό πρόσωπο. ∆εν υπήρξα ποτέ µέλος κόµµατος. ∆εν ανήκω σε κάποιο πολιτικό χώρο. Είναι επίσης γνωστό ότι στην Κύπρο συνεργάστηκα στις τελευταίες εκλογές µε τον ∆ηµήτρη Χριστόφια, πιο πριν µε τον Γλαύκο Κληρίδη και τον Νίκο Αναστασιάδη και τώρα και πάλι µε τον Νίκο Αναστασιάδη. Πέρα όµως από την επικοινωνιακή µου δραστηριότητα, ως πολιτικός αναλυτής παρουσίαζα τις απόψεις µου χωρίς καµία δέσµευση. Υπήρξα αυστηρός επικριτής ειδικά της Ν∆ διότι τη θεωρούσα τον αδύναµο κρίκο του δικοµµατισµού».
|||||||| Μέτριες κυβερνήσεις
Οπως αναφέρει και στο νέο του βιβλίο ο κ. Λούλης, όλες οι κυβερνήσεις µετά το 1985 ήσαν µέτριες.
«Η χειρότερη κυβέρνηση υπήρξε εκείνη του 1981-1985, διότι δηµιούργησε τις στρεβλώσεις που µας ακολουθούν ως σήµερα» υποστηρίζει. «Τότε µπήκαν οι βάσεις ενός καταστρεπτικού κρατισµού στην οικονοµία, συνοδευόµενες από αχαλίνωτο λαϊκισµό». Και προσθέτει: «Η ειρωνεία είναι ότι αυτές τις στρεβλώσεις αναγνώρισαν όλοι οι πρωθυπουργοί, του Ανδρέα Παπανδρέου συµπεριλαµβανοµένου.
Οµως δεν τόλµησαν να κάνουν τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις. Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, Σηµίτη και Καραµανλή έκαναν κάποιες µεταρρυθµίσεις. Ησαν όµως άτολµες και για αυτό ανεπαρκείς. Ο Σηµίτης πιστώνεται την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Μπήκαµε όµως στην ΟΝΕ και παραµείναµε µε σαθρές βάσεις. Σηµίτης και Καραµανλής ήσαν αξιόλογοι πολιτικοί, έντιµοι, µε καλές προθέσεις, όµως άτολµοι, µε αποτέλεσµα να εξελιχθούν σε χαµένες ευκαιρίες για τη χώρα».
|||||||| Τα «στερητικά σύνδρομα εξουσίας»
Στο νέο βιβλίο του κ. Λούλη που θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς εβδοµάδες ξεχωρίζουν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην περίοδο της διακυβέρνησης Καραµανλή.
Στο όγδοο κεφάλαιο που περιγράφει «πώς ράγισε το κυβερνητικό γυαλί της Ν∆» ο συγγραφέας υπογραµµίζει:
«Ο Καραµανλής είχε στη διάθεσή του ένα δεδοµένο ανθρώπινο υλικό προερχόµενο από τον κοµµατικό χώρο, που µάλιστα δεν είχε εµπλουτιστεί όσο θα έπρεπε από την ευρύτερη κοινωνία. Το στελεχιακό αυτό δυναµικό δύσκολα µπορούσε να “τρέξει” αποτελεσµατικά το κράτος. Επίσης τµήµα του είχε πελατειακές και άλλες παθογένειες συνδεδεµένες µε “στερητικά σύνδροµα εξουσίας”. Αρα, ο Καραµανλής έπρεπε να διαµορφώσει ένα συγκεκριµένο µοντέλο διοίκησης που να διαχειρίζεται το συγκεκριµένο ανθρώπινο υλικό “σφιχτά”, κάνοντας τις καλύτερες δυνατές επιλογές προσώπων και ασκώντας πάνω του τον ασφυκτικότερο δυνατό έλεγχο. ∆εν υπήρχαν περιθώρια για ένα “χαλαρό” και εξ αποστάσεως µοντέλο διοίκησης. Και για τυφλή εµπιστοσύνη στα στελέχη αυτά. Οµως, δεν διαµορφώθηκε ένα παρόµοιο µοντέλο διοίκησης. Με αποτέλεσµα αρκετοί από τους ανθρώπους που εµπιστεύτηκε ο Καραµανλής να διαψεύσουν τις προσδοκίες του και σε επίπεδο ήθους, αλλά και σε επίπεδο ικανοτήτων».
Σχολιάζοντας εξάλλου τη µανία της προηγούµενης κυβέρνησης µε την επικοινωνιακή στρατηγική αναφέρει: «Μια κυβέρνηση που όφειλε να λειτουργεί “επιθετικά” απέναντι στα προβλήµατα, επέλεγε την “άµυνα”.
Στην πρώτη θητεία της, η κυβέρνηση µπορούσε αυτή την κατά βάσιν αµυντική προσέγγιση να την προβάλει “επικοινωνιακά” ως “επιθετική”, µέσω της εκδήλωσης κυρίως µεταρρυθµιστικών προθέσεων. Οµως, το επικοινωνιακό αυτό όπλο είχε καεί την τριετία 2004-2007. ∆εν υπήρχαν άλλα περιθώρια για “επικοινωνία”. Η κρίσιµη µάχη µε το κράτος ως “µεγάλο ασθενή της ελληνικής κοινωνίας” δεν δόθηκε ποτέ στην πράξη».
|||||||| Λαϊκιστική αντιπολίτευση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ένατο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στο τέλος της περιόδου Καραµανλή, σχολιάζοντας την πολιτική της σηµερινής ηγεσίας της Ν∆.
«Η σηµερινή Ν∆ δεν έχει απλώς κάνει µια δεξιά στροφή. Αυτό είναι το έλασσον. Το µείζον είναι ότι είναι λαϊκιστική µε τη βαθύτερη έννοια του όρου» τονίζει στο βιβλίο του ο κ. Λούλης.
« ∆ιατείνεται ότι θα επαναδιαπραγµατευτεί το µνηµόνιο, ενώ δεν υπάρχει καµία τέτοια προοπτική. Αντιτίθεται στην ουσία όλων των µεταρρυθµίσεων στο κράτος, όπως λ.χ. στις αναγκαίες απολύσεις. Θωπεύει ανοικτά ή υπόγεια όλα τα συντεχνιακά συµφέροντα.
Η οικονοµική της πολιτική είναι κραυγαλέα µη ρεαλιστική και χαϊδεύει τους ψηφοφόρους. Είναι η πιο λαϊκιστική αξιωµατική αντιπολίτευση στον χώρο της ευρωζώνης.
Βάζοντας εµπόδια σε κάθε προσπάθεια συναίνεσης».
Απόψεις που θα συζητηθούν
Οι οµοιότητες Σηµίτη – Καραµανλή: «Σηµίτης και Καραµανλής εµφάνιζαν και κοινές αδυναµίες. ∆εν έκαναν τις βαθιές τοµές που χρειαζόταν η οικονοµία. ∆εν άλλαξαν τα κόµµατά τους, µε αποτέλεσµα, παρά την προσωπική εντιµότητά τους, να µην µπορέσουν να ελέγξουν διολισθήσεις σε επίπεδο ήθους των στελεχών τους. Είχαν µια αρνητική δεύτερη κυβερνητική θητεία. ∆ιέψευσαν τις ελπίδες που δηµιούργησαν».
Οι εκλογές του 2009: «Η κατηγορία του Γιώργου Παπανδρέου ότι ο Καραµανλής επιχείρησε µια συνειδητή “φυγή” για να “φορτώσει” τα προβλήµατα στον όποιο διάδοχό του αποτελεί µια αχρείαστη δαιµονοποίηση του αντιπάλου του. Οι πρόωρες εκλογές ίσως και να καθυστέρησαν, αλλά όταν αποφασίστηκαν δεν έβλαψαν τον τόπο. Το αντίθετο συνέβη. Εν τέλει οι εκλογές έδωσαν διέξοδο στη χώρα, έστω και αν δεν έδωσαν διέξοδο στη Ν∆ που ήταν ούτως ή άλλως από τον ∆εκέµβριο του 2008 καταδικασµένη να τις χάσει».
Αποκοµµατικοποίηση των κυβερνήσεων: «Το αίτηµα για οικουµενικές κυβερνήσεις, που είναι κυρίαρχο στην εποχή µας, δεν εκφράζει µόνο την απαίτηση για µεγαλύτερη συναίνεση. Εµπεριέχει και το αίτηµα για τη συµµετοχή περισσότερων τεχνοκρατών στις κυβερνήσεις της χώρας. Καθώς πολλοί επαγγελµατίες πολιτικοί θεωρούνται πλέον διαχειριστικά ανεπαρκείς, οι πολίτες ζητούν να σπάσει ο ασφυκτικός εναγκαλισµός των κοµµάτων πάνω στη διακυβέρνηση της χώρας. Υπάρχει πλέον ένα ισχυρότατο αίτηµα για “αποκοµµατικοποίηση των κυβερνήσεων”…».
Γιατί απέτυχαν οι πρωθυπουργοί: «Ηγέτες που πίστευαν ότι η επέκταση του κράτους τη µοιραία τετραετία ήταν λανθασµένη, δεν τόλµησαν να κάνουν τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις! Ο ένας λόγος ήταν οι θωπείες προς τις οργανωµένες οµάδες του δηµόσιου τοµέα. Ο άλλος αφορά τον οµφάλιο λώρο που συνδέει τα κόµµατα εξουσίας µε το κράτος. ∆ιότι τα πελατειακά κόµµατα είναι από τη φύση τους κρατικιστικά. Οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ και της Ν∆ δεν συγκρούστηκαν ούτε µε τους µηχανισµούς του κράτους ούτε µε τους µηχανισµούς του κόµµατός τους. Αυτός ήταν ο µεγάλος συµβιβασµός τους».