Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να συστήσει στο Συμβούλιο να κλείσει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) για την Ελλάδα.
Η απόφαση αυτή είναι αποτέλεσμα των σημαντικών προσπαθειών που κατέβαλε η χώρα τα τελευταία χρόνια για να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της, καθώς και της προόδου που επιτεύχθηκε στην υλοποίηση του προγράμματος στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την Ελλάδα.
Αν το Συμβούλιο ακολουθήσει τη σύσταση της Επιτροπής, μόνο τρία κράτη μέλη θα παραμείνουν στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Γαλλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο), σε σύγκριση με 24 χώρες κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση το 2011.
Ο αντιπρόεδρος Βάλντις Ντομπρόβσκις, αρμόδιος για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο, δήλωσε: «Οι συστάσεις μας για το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος για την Ελλάδα είναι ένα άλλο θετικό σημάδι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και οικονομικής ανάκαμψης στη χώρα. Καλώ την Ελλάδα να αξιοποιήσει τα επιτεύγματά της και να συνεχίσει να ενισχύει την εμπιστοσύνη στην οικονομία της, σημαντικό στοιχείο για την προετοιμασία της επιστροφής της στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η γρήγορη υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να φανούν τα θετικά τους αποτελέσματα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Μια μακροχρόνια αναπτυξιακή στρατηγική θα διασφαλίσει περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, καθώς και σταθερή ανάπτυξη και ευημερία για το μέλλον».
Ο Πιέρ Μοσκοβισί, επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, δήλωσε: «Αυτή είναι μια ιδιαίτερα συμβολική στιγμή για την Ελλάδα. Ύστερα από τόσα πολλά χρόνια θυσιών του ελληνικού λαού, η χώρα δρέπει τελικά τους καρπούς των προσπαθειών της. Σε συνέχεια της καταβολής 7,7 δισ. ευρώ τη Δευτέρα, ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης, η σημερινή πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελεί αναγνώριση της δραστικής μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας, κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η Ελλάδα είναι τώρα έτοιμη να βγει από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, να γυρίσει σελίδα στη λιτότητα και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο ανάπτυξης, επενδύσεων και απασχόλησης. Η Επιτροπή θα παραμείνει στο πλευρό του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια αυτής της νέας φάσης.»
Η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο όσον αφορά την επιστροφή της σε τροχιά δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης βελτιώθηκε από έλλειμμα 15,1% το 2009 σε πλεόνασμα 0,7% το 2016.
Το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο του ορίου του 3% που ορίζει η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η θετική αυτή εξέλιξη έρχεται να προστεθεί στις σημαντικές και εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις που ενέκρινε η Ελλάδα στο πλαίσιο των δεσμεύσεών της βάσει του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας του ΕΜΣ.
Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2017 της Επιτροπής, οι θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας αναμένεται να διατηρηθούν.
Με τα δημοσιονομικά μέτρα που λήφθηκαν μέχρι σήμερα στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας προβλέπεται να εξοικονομηθούν πόροι ύψους 4,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης, τα οποία ήδη αντισταθμίζουν τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εφαρμογής του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, θα εξακολουθήσουν να έχουν θετικό αντίκτυπο στη διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης, ακόμη και μετά το 2018, καθώς τα αποτελέσματα είναι σωρευτικά.
Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες, το έλλειμμα προβλέπεται τώρα να παραμείνει κάτω του ορίου του 3% που ορίζει η Συνθήκη, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου προβλέψεων της Επιτροπής.
Συνεπώς, έχουν εκπληρωθεί πλήρως οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σύσταση του τερματισμού της ΔΥΕ για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα έχει απαλλαγεί από την απαίτηση υποβολής χωριστών εκθέσεων στο πλαίσιο της ΔΥΕ, καθώς υπόκειται στη διαδικασία παρακολούθησης βάσει του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας.
Όπως όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ που έχουν ωφεληθεί από προγράμματα στήριξης της σταθερότητας, η Ελλάδα, μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα, θα υπόκειται στους συνήθεις κανόνες οικονομικής και δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, καθώς και σε ένα ειδικό σύστημα εποπτείας μετά το πρόγραμμα.