Του Rubén Amón
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχει εξολοθρευτικές επιπτώσεις στην ιταλική Αριστερά. Όχι μόνο επειδή τη νίκησε τρεις φορές στις κάλπες, το 1994, το 2001 και το 2007, αλλά κι επειδή της επέτρεψε– ή την ανάγκασε- να περιορίσει τον πολιτικό της λόγο σε έναν απλό αντιμπερλουσκονισμό. Όσο πολλαπλασιάζονταν οι ακρότητες του πρώην Καβαλιέρε και οι παραβιάσεις της δημοκρατίας, η «Αριστερά» μπορούσε να κρύβει τις διαιρέσεις της και την ανεπάρκεια του πολιτικού της σχεδίου.
Δεν ήταν σαφές τι ήθελε να είναι η Αριστερά. Ούτε πώς θα αντιδρούσε στην κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ή πώς θα έλυνε τα ζητήματα της μετανάστευσης, της ασφάλειας, της παγκοσμιοποίησης, των ανισοτήτων. Ήταν όμως σαφές ότι η κατεδάφιση του Μπερλουσκόνι απαιτούσε τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια.
https://youtu.be/j8L4IFg_L0Q
Η απέχθεια προς τον Ιταλό μεγιστάνα είχε γίνει λόγος ύπαρξης. Η εναντίωση στα σχέδιά του ήταν κάτι ευκολότερο από την αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα μιας Αριστεράς που ήταν θύμα μιας ιδεολογικής νοσταλγίας και έμοιαζε αποσυντονισμένη από τον χαώδη λαϊκισμό του Κινήματος Πέντε Αστέρων και την εκδικητική πολιτική των ξενόφοβων κομμάτων.
Η στρατηγική αποδείχθηκε καταστροφική. Και καλύτερη απόδειξη είναι η πολιτική μακροζωία του Μπερλουσκόνι. Δεν είναι ότι το δικέφαλο ζώο – όπως τον αποκαλούσε ο Ντάριο Φο – συμπλήρωσε τα 81 του χρόνια. Είναι, αντίθετα, ότι πέρασαν 34 χρόνια από τη μεσσιανική του εμφάνιση στον κρατήρα της κατάρρευσης του συστήματος. Και ότι εξακολουθεί να αποτελεί ένα καθοριστικό φαινόμενο. Δεν μπορεί να παρουσιαστεί στις κάλπες εξαιτίας της καταδίκης του για κάποιες φορολογικές υποθέσεις, αλλά ηγείται ενός συνασπισμού με πολύ υψηλές εκλογικές προσδοκίες. Και είναι σε θέση να επιλέγει τον πρωθυπουργό του: τον Αντόνιο Ταγιάνι.
Η υγεία του Καβαλιέρε αντανακλά τη νοσηρότητα της ιταλικής Αριστεράς, ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που οι αυτοκαταστροφικές της τάσεις συνωμότησαν για να τινάξουν στον αέρα το μεταρρυθμιστικό μοντέλο του Ματέο Ρέντσι. Το δημοψήφισμα με το οποίο προσπάθησε να επιβάλει στους Ιταλούς τις διαρθρωτικές του μεταρρυθμίσεις κατέληξε τόσο να εκφυλιστεί σε ένα δημοψήφισμα επικεντρωμένο στο πρόσωπό του όσο και να αποκαλύψει τις διαιρέσεις του Δημοκρατικού Κόμματος και των δορυφόρων του. Ο Ρέντσι κινήθηκε με την ίδια ταχύτητα με την οποία απέκτησε και τη μεγάλη του φήμη. Τελικά, όμως, το μόνο που κατάφερε ήταν να μετατρέψει τον καλύτερο «καθολικό» του υπουργό, τον Πάολο Τζεντιλόνι, σε έκφραση της αθανασίας της χριστιανοδημοκρατικής κουλτούρας.
Ήταν μια πλαστή νίκη της Αριστεράς, όπως ήταν και τα χρόνια του Πρόντι μέχρι να τον εκπαραθυρώσουν οι τροτσκιστές. Η Ιταλία είχε κάποτε το ισχυρότερο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ευρώπης. Αλλά δεν επέζησε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Και η σημερινή του φυσιογνωμία είναι ένα συνονθύλευμα πρώην κομμουνιστών, σοσιαλιστών, φιλελευθέρων και χριστιανοδημοκρατών, που το βασικό κοινό τους σημείο είναι το κενό του αντιμπερλουσκονισμού.