Του Γιάννη Τριάντη*
Το εντυπωσιακό με το βιβλίο του Συμεωνίδη δεν είναι τόσο- και μόνο- η ενδιαφέρουσα πλοκή του ούτε οι καταιγιστικές ριπές εναντίον του όλου συστήματος-κοινοβουλευτισμός, επίφαση δημοκρατίας, οξειδωτική επενέργεια της εξουσίας ακόμη και για τους επαναστάτες, υμνημένα καθεστώτα της Δύσης, ΜΜΕ κ.α.-, αλλά το διαρκές ψυχαναλυτικό κέντημα των χαρακτήρων. Μια ψυχογραφική καταβύθιση στον κόσμο των πρωταγωνιστών, η οποία συνιστά ταυτόχρονα και μια φιλοσοφική περιδιάβαση σε ζητήματα που αφορούν όλους μας. Παραπέμπουν στο καθεμέρα μας. Στις επιλογές, στις αγωνίες, στις συνάφειες, στα υπαρξιακά μας.
Σ αυτά κυρίως θα σταθώ, χωρίς να σημαίνει ότι η πλοκή με ανατροπές και απρόοπτα- δεν είναι ενδιαφέρουσα. Ίσα-ίσα. Αναφέρθηκε άλλωστε σε αυτήν ο Βασίλης Καλαμαράς, οπότε την αφήνω στην άκρη. Θα παραλείψω επίσης αμιγώς πολιτικά ζητήματα τα οποία πραγματεύεται εμβολίμως –ανάμεσα δηλαδή στην διαδοχή των γεγονότων. Ζητήματα όπως η λειτουργία του καπιταλισμού, ο ρόλος των ΜΜΕ-πραγματικός καταπέλτης ο Συμεωνίδης, παρότι δημοσιογράφος ο ίδιος-, η διαφθορά, και φυσικά η φθοροποιός εξουσία που μεταλλάσσει τους διαχειριστές της, ό,τι πρόσημο κι αν διαθέτουν. Έτσι εξασφαλίζεται η αέναη εναλλαγή εξουσιαστικών ρόλων, απολύτως καθεστωτικής φύσεως. Εφ ω και ο τίτλος Δικτατορία.
Δεν τα προσπερνώ όλα αυτά. Ούτε υποτιμώ την διάθεση και τις λογχοφόρες λέξεις του συγγραφέα που διαρκώς ξιφουλκεί εναντίον πασών των εξουσιών. Όμως-το είπα και πρίν. Άλλο με έθελξε: η ατέρμων ψυχολογική καταβύθιση στα έσω των ηρώων… Αυτό θα μπορούσε να κουράσει ή να συνιστά παρέλαση κοινοτοπιών. Όμως ο Συμεωνίδης το αποφεύγει. Όταν κάποιες φορές φαίνεται να ερωτοτροπεί με την κοινοτοπία, τότε ξεφεύγει σαν επιδέξιος ντριμπλέρ και αποδίδει ενδιαφέρουσες εσωτερικές περιδινίσεις με απλό τρόπο. Δηλαδή χωρίς τις φιοριτούρες ή τον διδακτισμό ενίων διανοουμένων.
Ιδού, λοιπόν, ορισμένες αξιοσημείωτες, φιλοσοφικού χαρακτήρα, επισημάνσεις καθώς και κάποιες αντιστροφές στερεοτύπων και δεδομένων που βρίσκονται ριζωμένα μέσα μας:
Ναρκισσισμός: «μπορεί να λειτουργήσει κι ως σωσίβιο, όταν η αυτοεκτίμησή μας καταρρέει από εξωτερικούς και κυρίως εσωτερικούς εχθρούς». Και κάπου αλλού: «Η αγάπη για τον εαυτό μας. Τόσο περιφρονημένη αλλά τόσο χρήσιμη».
Λογοτεχνία και ζωή: Ο συγγραφέας δέχεται τα πυρά μιας από τις γυναίκες της ζωής του, και εκείνη περίμενε ότι αυτός θα ανταπέδιδε τα πυρά με κάποια ευφυή ατάκα. Σπουδαίος συγγραφέας γαρ. Όμως εκείνος «τις κρατούσε πλέον για τον εαυτό του. Τις είχε απαλλάξει από την υποχρέωση να κάνουν περάσματα από τα πονήματά του».
Θάνατος: Έξοχη θεώρηση, λυτρωτικού χαρακτήρα (σ.148-149):
«Οι άνθρωποι μισούν τον θάνατο, τον θεωρούν κάτι κακό, αμετάκλητο. Ο Αργυρίου δεν συμμεριζόταν την άποψή τους. Αντιθέτως, εκτιμούσε πως αν δεν υπήρχε η απειλή του θα ‘πρεπε να την εφεύρουμε γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα παραμέναμε νωθροί, αντιπαραγωγικοί, ημιτελείς. Δεν θα ‘χαμε κίνητρο για να βγούμε προς τα έξω, να διαιωνιστούμε, να δημιουργήσουμε, να παράγουμε. Δίχως τη χαντζάρα τού Χάρου να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας θ’ αναβάλλαμε ό, τι αξίζει τον κόπο για την επόμενη ημέρα και ύστερα για τη μεθεπόμενη κι ούτω καθεξής. Ο θάνατος είναι ευλογία, μας ξεβολεύει, μας κινητοποιεί όπως το νέφτι στον κώλο μας, μας κάνει χρήσιμους κι ωφέλιμους. Κάποτε ο Αργυρίου είχε σκεφτεί να προτείνει στον Τραπεζιτάρχη να καθιερώσει μια ημέρα τιμής στον θάνατο. Τόσες και τόσες ανούσιες «παγκόσμιες ημέρες» έχουν καθιερωθεί, ας επιβαλλόταν τουλάχιστον και μία που ν’ άξιζε τα λεφτά της. Δεν του το πρότεινε ποτέ όμως. Φοβήθηκε πως θα τον χαρακτήριζαν γραφικό. Φοβήθηκε πως ίσως ήταν»…
Εξέγερση και ευζωία: «Ο πατέρας του φερόταν ευγενικά στη μάνα του συγγραφέα. Κατά τα λοιπά δεν την υπολόγιζε. Ζούσε τη ζωή του». Και «ίσως αυτό ακριβώς να ΄ταν το πρόβλημα: της στέρησε την ευκαιρία της εξέγερσης που είναι θεμελιώδης προϋπόθεση της ευζωίας».
Η εκδίκηση της μετριότητας: «Ω, πόσο γλυκιά είναι η στιγμή που η μετριότητα παίρνει την εκδίκησή της από την μεγαλοφυΐα. Ξεδιψά με μίσος και χορταίνει με οργή».
Υπάρχουν και άλλα παρεμφερή. Πολλά. Όπως η οικογενειακή αγάπη. Φενάκη την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, κι ας μου επιτρέψει να διαφωνήσω… Η σχέση με τον Θεό, απολύτως αρνητικός κι εδώ, καθώς στέκεται στον ρόλο της Εκκλησίας και των δογμάτων και όχι στα αέναα υπαρξιακά ερωτήματα που μας ταλανίζουν-διαφωνώ και με αυτό. Επίσης αναφέρεται στο εύτακτο των κοινών ανθρώπων, στο αιώνιο ζήτημα πως γίνεται ένας μεγάλος δημιουργός να είναι κακός άνθρωπος κ.α.
Σ΄ ένα σημείο ο Συμεωνίδης λέει με το στόμα ενός εκ των πρωταγωνιστών: «Αν δεν διαβάζαμε μέτριους συγγραφείς, πως θα απολαμβάναμε τον Ντοστογιέφσκι;»… Ο Γιάννης μπορεί να μην γίνει Ντοστογιέφσκι, αλλά δεν είναι μέτριος συγγραφέας. Ήδη βλέπω στον ορίζοντα το επόμενο βιβλίο του.
Σας ευχαριστώ».
*Το κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τριάντη προέρχεται από την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Συμεωνίδη «Δικτατορία» στο «Πόλις Καφέ» την Πέμπτη, 22 Φεβρουαρίου.