Του Προκόπη Παυλόπουλου
Πέρασαν είκοσι, ακριβώς, χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αυτός ο, αναμφισβήτητα, μεγάλος Ηγέτης και Πολιτικός είχε την τύχη, αντίθετα με άλλα, εξέχοντα, πολιτικά μεγέθη του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους, να ζήσει τις τελευταίες του στιγμές μέσα σε γενική, σχεδόν, αποδοχή κι αναγνώριση. Μια πιο προσεκτική, όμως, προσέγγιση της πολιτικής πορείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή αρκεί για να καταδείξει ότι αυτή η αποδοχή κι αναγνώριση ήλθε μόνο προς το τέλος του βίου του. Και, συγκεκριμένα, μετά από την δεύτερη εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1990, κυρίως δε μετά το οριστικό τέλος της ενεργού παρουσίας του στον δημόσιο βίο. Όταν, δηλαδή, οι αντίπαλοί του δεν είχαν λόγο να φοβούνται ή να φθονούν το κορυφαίο ηγετικό του πρότυπο και τον, επέκεινα, «βαρύ πολιτικό ίσκιο» του.
Ορισμένοι, και κατ’ εξοχήν οι νεώτεροι, δικαιούνται να διερωτώνται -και μάλλον διερωτάτο, όπως μπορώ να γνωρίζω, ενδομύχως και ο ίδιος- ποιος ο λόγος της, σχεδόν αδιάκοπης, αμφισβήτησής του από τους αντιπάλους του, καθώς και ποιος ο λόγος που, ως και μεγάλο μέρος του Εκλογικού Σώματος, σε συγκεκριμένες κρίσιμες στιγμές για την πορεία του Λαού και του Έθνους μας, «του γύρισε την πλάτη». Η απάντηση είναι σχετικώς απλή: Το ηγετικό πρότυπο που είχε επιλέξει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφότου εισήλθε στον πολιτικό στίβο και, ιδίως, κατά την άσκηση των πρωθυπουργικών του καθηκόντων, ήταν το «Προμηθεϊκό». Δωρικός, έως αμφισημίας, στον πολιτικό του λόγο, ευθέως αντίθετος προς κάθε μορφή δημαγωγίας και λαϊκισμού, επέλεξε υψηλούς στόχους για την Ελλάδα. Στόχους, που απαιτούσαν πραγματικό μόχθο για την επίτευξή τους και σηματοδοτούσαν, πολλές φορές, έναν μακρύ και ανηφορικό δρόμο αφοσίωσης και δημιουργίας. Οι δύο περίοδοι της πρωθυπουργίας του μαρτυρούν αψευδώς:
Α. Κατά την πρώτη περίοδο, που διήρκεσε από το 1955 ως το 1963, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έδωσε έμφαση στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση του Τόπου. Τα ερείπια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής, καθώς και της τραγωδίας του Εμφύλιου Πολέμου, ήταν ακόμη άκρως εμφανή το 1955. Για την νοοτροπία λοιπόν του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν σχεδόν φυσικό, η προσπάθεια των Κυβερνήσεών του να στραφεί στην διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης η οποία αποτέλεσε, όπως απέδειξε η συνέχεια, και την βάση του όλου κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού που επιδίωξε. Κατηγορήθηκε, σφοδρώς, τότε για ορισμένες επιλογές του εν προκειμένω. Πλην όμως, καθένας σήμερα οφείλει να ομολογήσει, αφενός ότι το ισοζύγιο της συμβολής του υπήρξεν άκρως θετικό. Και, αφετέρου, ότι λόγω του θετικού τούτου «προσήμου», η πορεία της Ελλάδας προς τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς θα είχε ολοκληρωθεί πολύ νωρίτερα, αν δεν μεσολαβούσε η πτώση του και, κατ’ εξοχήν, η εφιαλτική περίοδος της επτάχρονης δικτατορίας.
Β. Η δεύτερη πρωθυπουργική περίοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που διήρκησε από το 1974 ως το 1980, υπήρξε -όσο κι αν έτσι αδικείται, καταφώρως, η πρώτη- η περίοδος της πολιτικής καταξίωσής του. Ο αντικειμενικός ιστορικός αποδέχεται σήμερα ότι, μεταξύ 1974 και 1980, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρώτον, έθεσε τις βάσεις της δημοκρατικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας, με σπουδαίο σταθμό το Σύνταγμα του 1975, το μακροβιότερο, το πιο δημοκρατικό και το πιο σύγχρονο Σύνταγμα που γνώρισε η θεσμική και πολιτική ζωή του Τόπου, από τις απαρχές το Νεώτερου Ελληνικού Κράτους. Πολλώ μάλλον που το Σύνταγμα αυτό, μεσ’ από την προηγούμενη δημοψηφισματική διαδικασία, έβαλε τέλος και στην επώδυνη περιπέτεια του Πολιτειακού Ζητήματος. Δεύτερον, επούλωσε, εν πολλοίς, δίχως κλυδωνισμούς και μοιραίους για τον Λαό μας και το Έθνος μας διχασμούς, τις χαίνουσες πληγές το αδελφοκτόνου Εμφύλιου Πολέμου. Και, τρίτον, δρομολόγησε την Ευρωπαϊκή Πορεία της Ελλάδας, η οποία οφείλεται αποκλειστικώς στο όραμά του και στο διεθνώς αναγνωρισμένο προσωπικό του κύρος, δεδομένου μάλιστα ότι οι τεχνοκράτες των Ευρωπαϊκών Θεσμών ήταν τότε κατηγορηματικώς αντίθετοι. Την προσωπική του συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση ενισχύει, καταλυτικώς, και το ότι η Αντιπολίτευση της περιόδου εκείνης στην Ελλάδα ήταν, σχεδόν στο σύνολό της, στην απέναντι πλευρά.
Γ. Οι δύο Προεδρικές θητείες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μεταξύ 1980-1985 και 1990-1995 αντιστοίχως, απλώς επισφράγισαν το εθνικό έργο του μετά την Μεταπολίτευση. Πέραν τούτου, η ίδια η Μεταπολίτευση συνδέεται, ιστορικώς, αναπόσπαστα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δίχως μάλιστα να φέρει αξιοσημείωτο μερίδιο ευθύνης για το πώς την προεξέτειναν οι διάδοχοί του -και ιδίως οι αντίπαλοί του- μην μπορώντας ν’ ακολουθήσουν το δικό του ηγετικό και πολιτικό πρότυπο.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η πορεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο πεδίο της ιστορικής διαδρομής του Τόπου έχει, με ανεξίτηλους χαρακτήρες αντικειμενικότητας, ήδη καταγράψει το στίγμα της.
Α Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πορεύθηκε, ως Ηγέτης και Πολιτικός, χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς φρούδες υποσχέσεις και, πρωτίστως, δίχως διχαστική νοοτροπία. Υπερασπίσθηκε, ως «κόρην οφθαλμού», την ενότητα του Λαού παραγκωνίζοντας, όταν χρειάσθηκε, τις όποιες προσωπικές του φιλοδοξίες.
1. Ο πολιτικός απολογισμός του θα μείνει στην Ιστορία, με βασικά του χαρακτηριστικά ότι τα λάθη του όχι μόνον ήταν πολύ λιγότερα από τα επιτεύγματά του. Αλλά και ότι τα λάθη αυτά ουδόλως επηρέασαν ουσιωδώς την Εθνική μας Συνείδηση και, ιδίως, τον Εθνικό μας Κορμό.
2. Τέλος, ο ευρωπαϊκός οραματισμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή οδήγησε -όσο σύντομα ήταν εφικτό- την Ελλάδα στην χορεία των κρατών-μελών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, όχι μόνο για να θωρακίσει, στο διηνεκές, τα δημοκρατικά της θεμέλια και την Εθνική της Κυριαρχία. Αλλά και για να έχει λόγο, ιδίως ως κοιτίδα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή στην πορεία μιας διεθνούς οντότητας, με προοπτική ομοσπονδιακού τύπου, η οποία οφείλει να επιτύχει την τελική πολιτική της ενοποίηση, τόσο για τους Λαούς της, όσο και για να διαδραματίσει τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί ιστορικώς.
Β. Αυτός ο πολιτικός απολογισμός του έργου του Κωνσταντίνου Καραμανλή δικαιώνει, στο ακέραιο, την ακόλουθη εμβληματική διαπίστωση του Κρις Γουντχάουζ, την οποία διατύπωσε στο αντίστοιχο βιογραφικό του αφιέρωμα: Επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κυρίως ως Πρωθυπουργού αλλά και ως Προέδρου της Δημοκρατίας, η Ελλάδα απέκτησε υπόσταση, intra και extra muros, ως Χώρα και Κράτος. Κι αυτό είναι ένα ιστορικό πλεονέκτημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή έναντι συγκεκριμένων, αδιαμφισβήτητα τεράστιου πολιτικού βεληνεκούς, προκατόχων του, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος: Επί των ημερών τους, η Ελλάδα ήταν, περισσότερο, μια αντανάκλαση των, μοναδικώς βεβαίως, ισχυρών τους προσωπικοτήτων.
Τα όσα εξέθεσα μπορούν να δημιουργήσουν, κατά κύριο λόγο στους νεώτερους συμπολίτες μας, την απορία: Γιατί, άραγε, ιδίως όταν ετέθη στις Πολιτικές Δυνάμεις του Τόπου το διακύβευμα της εκλογής του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας, η απάντησή τους ήταν, κατ’ αποτέλεσμα, μια στείρα άρνηση; Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αντίθετα με άλλους Προέδρους της Δημοκρατίας -συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος- εξελέγη οριακώς ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας: Στις 5.5.1980, με 183 ψήφους, ήτοι στο όριο πριν επέλθει, κατά το Σύνταγμα, προκήρυξη εκλογών για μη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Και, ύστερα από εκλογές, στις 4.5.1990 -ακόμη χειρότερα- με μόλις 153 ψήφους! Την απάντηση στο, εύλογο βεβαίως, αυτό ερώτημα έχει δώσει, εδώ και αιώνες, ο Θουκυδίδης, στις «Ιστορίες» του, αποδίδοντας στον Περικλή, όταν εκφωνούσε τον «Επιτάφιο», την εξής αποφθεγματική ανάλυση για τον φθόνο, ο οποίος είναι, δυστυχώς, διαχρονικό μας γνώρισμα (Ιστορίαι, Β, 2.35.2): «Μέχρι γάρ το δε νεκτοί οί έπαινοί είσί περί έτέρων λεγόμενοι, ές όσον άν καί αυτός έκαστος οίηται ικανός είναι δρασαί τι ών ήκουσεν. το δέ υπερβάλλοντι αυτών φθονούντες ήδη και απιστούσιν». Και για την μετάφραση: «Διότι οι έπαινοι που λέγονται για άλλους είναι ανεκτοί μόνον ως το σημείο εκείνο, όπου καθένας νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώσει κάτι από αυτά που άκουσε για τον επαινούμενο. Ο,τιδήποτε δε υπερβαίνει αυτό το όριο προκαλεί τον φθόνο και την δυσπιστία».