Το κελί 99 (όφειλε την ονομασία του στο γνωστό πτωχευτικό άρθρο), βρισκόταν στο ρετιρέ του Κορυδαλλού! Η θέα προς το δάσος Χαϊδαρίου εκπληκτική. Επρόκειτο για ένα πρόσφατα ανακαινισμένο χώρο, 140 τετραγωνικών. Μη φανταστείτε τίποτα υπερβολικό και εξεζητημένο: ατομικό jail cinema, Bang & Olufsen στερεοφωνικό συγκρότημα στον τοίχο, χαλιά από λεοπάρδαλη και έπιπλα από μαόνι. Όλα λιτά αλλά αντάξια των υψηλών «φιλοξενούμενων». Ο Άκης εντούτοις δεν άντεχε άλλο την μοναξιά εκεί μέσα. Έτσι μόνος κι έρμος που ήταν, δεν κατάφερνε ν’ αδειάσει το μυαλό του από τα θλιβερά, που τον κατέτρωγαν με την μανία που καταβρόχθιζε ο Θόδωρας τις γουρνοπούλες και τα σπληνάντερα. Ο Διευθυντής του «Κέντρου Προσωρινής Νουθέτησης», όπως συνήθιζε ν’ αποκαλεί τη φυλακή (σε μια προσπάθεια να αντέξει την ντροπή του εγκλεισμού του), του είχε προτείνει να μεταφέρει τη Βίκυ στην κελοσουίτα. Ο Άκης όμως, αφού κατέπνιξε μια βρισιά που του ήρθε αυθόρμητα στο στόμα, αρνήθηκε ευγενικά. Δε θα την έβγαζε καθαρή με την γκρίνια της τραβηχτικιάς αλλά γλωσσοκοπάνας, συζύγου του.
Μια ωραία πρωία, εκεί που καθόταν πάνω στο ορθοπεδικό στρώμα νερού και απολάμβανε τον καφέ του μαζί με κρουασάν από ελβετική πραλίνα, του έφεραν- έτσι στα ξεκούδουνα- συγκάτοικο. Μα τα 1000 υποβρύχια! Αυτός ήταν ο Λαυρέντης! Ποτέ δεν τονε χώνεψε. Στον οισοφάγο του καθόταν αυτός ο, άλλοτε πανίσχυρος, μεγιστάνας από το νησί της Αφροδίτης. Είχε μάθει για την προφυλάκισή του αλλά δεν περίμενε ότι μετά την Τουρνέ του στα κατά τόπους νοσοκομεία, κέντρα υγείας και υποκαταστήματα του ΕΟΠΥΥ, θα του τον φορούσαν καπέλο!
Ο Λαυρέντης, εμφανώς καταβεβλημένος σιγοψιθύρισε μια ψευτοκαλημέρα και ρώτησε που ακριβώς βρισκόταν το δωμάτιό του. Η καμαριέρα τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε πρώτα να το συγυρίσει και του πρότεινε να περιμένει στο λόμπι. Εκείνος με έντονη τη δυσαρέσκεια στο βλέμμα, στρογγυλοκάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, αγνοώντας παντελώς τον Άκη, ο οποίος με τη σειρά του είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τον αγενή Κύπριο!
Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο σκούρα όταν ο «επιχειρηματίας της φακής», έβγαλε από τη βαλίτσα ένα βιβλίο και αρχίνισε να διαβάζει:
Για να λύσουμε τα μάγια στενού μας συνεργάτη, εκτελούμε το παρακάτω ξόρκι. Είναι σημαντικό να επιλέξουμε μια βραδιά με Πανσέληνο. Πιο αναλυτικά, κλεινόμαστε σε ένα δωμάτιο και τελείως γυμνοί στεκόμαστε κοντά σε ένα κερί αναστάσεως και λέμε στον ίσκιο μας: Ο τάδε που μου μου καμε την ζωή μου μαύρη, να μην έβρει ποτέ ησυχία. ‘Ο,τι κι αν πιάνει να γίνεται ελληνικό ομόλογο! Στη συνέχεια, παίρνουμε 5 τρίχες (προσοχή χωρίς ψαλίδα) Μαριλίζας, 2 φρεσκοκομμένα νύχια σαρανταποδαρούσας και τα αλέθουμε. Προσθέτουμε και ένα μανίκι από το πράσινο ταγιέρ-εκείνο που δεν αποχωρίζεται ποτέ- η Φραου Αγγέλα και βράζουμε το μίγμα για περίπου είκοσι λεπτά στους 200 C. Τέλος, αφού πούμε 3 απανωτές φορές «Ο επίτιμος να ν’ καλά», το σερβίρουμε με δόλο στο συνεργάτη!
Ο Άκης δεν πίστευε στ’ αυτιά του! Ο Λαυρέντης όχι μόνο ήταν αχώνευτος και υπερόπτης, ήταν και για δέσιμο! Πώς να τον ξεφορτωνόταν; Από την άλλη βέβαια, αυτό το βιβλίο με τα ξόρκια θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιο ξόρκι για άμεση αποφυλάκιση! Αποφάσισε ν’ αλλάξει προσέγγιση: θα τον έπιανε φίλο και όταν εκείνος θα χαλάρωνε και δε θα χε το νου του, θα του τσούρνευε τον πολύτιμο τόμο!
Αλκμήνη,
κατά κόσμον Λουκία Χουλιάρα