Στην τοποθέτηση του Γιώργου Γεραπετρίτη, με αφορμή τη δήλωση Νίμιτς για την Συμφωνία των Πρεσπών, απαντά ο καθηγητής Αντώνης Τζανακόπουλος, αναλύοντας, όπως επεσημαίνει, την “νομική σύγχυση” των επιχειρημάτων του.
Ειδικότερα, ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρει ότι δεν προκύπτει από πουθενά ότι βασική προϋπόθεση της Συνθήκης είναι να έχει το ελληνικό κοινοβούλιο το Σύνταγμα της γείτονος. “ Άλλωστε στη διάθεση του κοινοβουλίου είναι και το Σύνταγμα της πΓΔΜ πριν τις τροποποιήσεις, και οι ίδιες οι τροποποιήσεις όπως επισυνάπτονται. Κατ’ ά. 1 παρ. 12 της Συνθήκης, η Ελλάδα κρίνει αν έχουν γίνει οι τροποποίησεις που εκεί προβλέπονται, και δεν υποβάλλει σε συνολικό «έλεγχο νομιμότητας» το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας”, αναφέρει ο κ. Τζανακόπουλος και προσθέτει: “Ο καθηγητής Γεραπετρίτης μάλλον συγχέει τη διαδικασία «κύρωσης» κατά το εσωτερικό δίκαιο με τη διαδικασία «επικύρωσης» (ratification) κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο, ίσως και λόγω γενικότερης ασυνέπειας στη μετάφραση/απόδοση αυτών των όρων στα Ελληνικά”, ενώ για την ρηματική διακοίνωση υπογραμμίζει: “Όσο για τα περί μακεδονικού λαού, έθνους κλπ. Αυτά έχουν απαντηθεί πλέον πολλάκις. Η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει, και δεν μπορεί να αναγνωρίσει, λαό ή έθνος. Ας μην τα επαναλάβουμε. Ας υπογραμμιστεί όμως ότι με το ά. 7 παρ. 2 και 3 ξεκαθαρίζεται και συμφωνείται ότι καμία σχέση δεν έχουν οι γείτονες με τον ελληνικό πολιτισμό, ιστορία, κουλτούρα και κληρονομιά, ειδικά σε ότι αφορά τη Μακεδονία”.
https://www.facebook.com/tzanakopoulos/posts/10102698031749909
Αναλυτικά η ανάρτηση του Αντώνη Τζανακόπουλου
“Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο καθηγητής Γεραπετρίτης διατύπωσε μια σειρά από καινούριες αιτιάσεις σχετικά με νομικά προβλήματα που προκύπτουν από τη Συνθήκη των Πρεσπών. Απαντώ σύντομα στις αιτιάσεις του.
1. Βασική προϋπόθεση της Συνθήκης είναι να έχει το ελληνικό κοινοβούλιο το Σύνταγμα της γείτονος;
Από πουθενά δεν προκύπτει τέτοια προϋπόθεση, και δη βασική, από το κείμενο της Συνθήκης. Η προϋπόθεση είναι κατ’ ά. 1 παρ. 4 στ. ζ’ η γειτονική μας χώρα να «γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των … συνταγματικών τροποποιήσεων». Η γνωστοποίηση αυτή έχει ήδη γίνει με ρηματική διακοίνωση, η οποία μάλιστα, επισυνάπτει τόσο τις συνταγματικές τροποποιήσεις, όσο και το σχετικό Συνταγματικό νόμο για την εφαρμογή τους.
Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η γειτονική χώρα έχει υποχρέωση να υποβάλει κωδικοποιημένο το Σύνταγμά της, πολλώ δε μάλλον στο ελληνικό κοινοβούλιο. Άλλωστε στη διάθεση του κοινοβουλίου είναι και το Σύνταγμα της πΓΔΜ πριν τις τροποποιήσεις, και οι ίδιες οι τροποποιήσεις όπως επισυνάπτονται. Κατ’ ά. 1 παρ. 12 της Συνθήκης, η Ελλάδα κρίνει αν έχουν γίνει οι τροποποίησεις που εκεί προβλέπονται, και δεν υποβάλλει σε συνολικό «έλεγχο νομιμότητας» το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.
Ως προς την αιτίαση ότι δήθεν οι τροποποιήσεις δεν θα ενσωματωθούν κλπ, «θα παραμείνει κάτι πολύ βαρύ» όπως λέει ο καθηγητής Γεραπετρίτης, επισημαίνεται ότι ρητά πχ η τροποποίηση ΧΧΧΙΙΙ προβλέπει ότι «Στο Σύνταγμα, οι λέξεις «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΑΠΟ τις λέξεις «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» κλπ. Η τροποποίηση ΧΧΧIV στην παρ. 1 προβλέπει ότι «Στο Προοίμιο του Συντάγματος … ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ …» κλπ. Η τροποποίηση XXXV, κατά την παρ. 2 «ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΙ το ά. 3 του Συντάγματος» και η τροποποίηση XXXVI, κατά την παρ. 2 «ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ το ά. 49 και την τροποποίηση ΙΙ του Συντάγματος». Ξεκάθαρα λοιπόν το Σύνταγμα αλλάζει, και καμία σκιά δεν μένει. Όσο για το ότι οι τροποποίησεις είναι ενάριθμες, ο καθηγητής δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Κι εκεί ενάριθμες είναι, και καμία σκιά δεν υπάρχει για την κωδικοποίησή τους. Εκτός αν υπάρχει κι εκεί σκιά. Υπενθυμίζεται τέλος ότι η κωδικοποίηση αλλαγών παίρνει χρόνο, ειδικά εφόσον αυτές δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ισχύ. Προχωράμε λοιπόν σε αυτό το ζήτημα.
2. Αναθεώρηση υπό αίρεση;
Ο καθηγητής Γεραπετρίτης υποστηρίζει ότι η αναθεώρηση είναι «υπό αίρεση» γιατί θα τεθεί σε ισχύ με την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας των Πρεσπών και την κύρωση του Πρωτοκόλλου Ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ. Κανείς νόμος όμως δεν τίθεται σε ισχύ από την υιοθέτησή του από το κοινοβούλιο, αλλά ο ίδιος (ή το Σύνταγμα) προβλέπει πως και πότε τίθεται σε ισχύ. Αυτό μόνο «πρωτοφανές» δεν είναι, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Γεραπετρίτης—αυτό που ΕΙΝΑΙ πρωτοφανές είναι κράτος να αλλάζει το Σύνταγμα του προτού τεθεί σε ισχύ Συμφωνία που το απαιτεί (για να μην πούμε πόσο πρωτοφανές είναι διεθνής συνθήκη να απαιτεί ρητά αλλαγή Συντάγματος).
Εν προκειμένω, προβλέπεται από το σχετικό Συνταγματικό Νόμο (ά. 1) ότι η θέση σε ισχύ των τροποποιήσεων είναι αυτόματη και λαμβάνει χώρα (χωρίς περαιτέρω ανάγκη για πράξη της γειτονικής χώρας) με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας των Πρεσπών και την κύρωση (όχι τη θέση σε ισχύ) του Πρωτοκόλλου Ένταξης. Δηλαδή η θέση σε ισχύ των τροποποιήσεων αυτομάτως λαμβάνει χώρα. Δεν εξαρτάται από καμία περαιτέρω ενέργεια της γειτονικής μας χώρας.
Για να το πω αλλιώς: είναι στα χέρια της Ελλάδας, όχι της γείτονος. Αν θέλει αυτό ο κύριος καθηγητής να το ονομάσει αίρεση κατ’ αναλογία με το εθνικό δίκαιο, ας το κάνει—η χρήση όμως αυτού του όρου όταν απευθυνόμαστε σε μη νομικούς μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Η ουσία είναι ότι η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος της γείτονος έχει ολοκληρωθεί και είναι πλέον στα χέρια της Ελλάδας.
Αυτό καταρρίπτει και το συναφές επιχείρημα ότι δήθεν η διαδικασία αναθεώρησης δεν έχει ολοκληρωθεί όπως απαιτεί η Συνθήκη των Πρεσπών. Όταν για κάτι δεν απομένουν περαιτέρω βήματα που πρέπει να ολοκληρώσει ο υπόχρεος, αυτό το κάτι έχει λογικά ολοκληρωθεί. Το ά. 1 παρ. 4 στ. ζ’ της Συμφωνίας απαιτεί «ολοκλήρωση» των τροποποιήσεων, όχι τη θέση τους σε ισχύ, εφόσον αυτή λαμβάνει χώρα αυτομάτως.
Αναρωτηθείτε, άλλωστε, τι πιο λογικό από το να τίθενται σε ισχύ συνταγματικές τροποποιήσεις αυτόματα με τη θέση σε ισχύ της διεθνούς σύμβασης που τις απαιτεί;
3. Απαιτεί η Συμφωνία την ταυτόχρονη κατάθεση προς κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών και του Πρωτοκόλλου Ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ;
Όχι. Κατ’ ά. 2 παρ. 4 της Συνθήκης των Πρεσπών σχετικά με τη διαδικασία ενσωμάτωσης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, στ. β’, υποστ. (ii), «… Με τη λήψη της γνωστοποίησης από το Δεύτερο Μέρος αναφορικά με την ολοκλήρωση όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του για τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, … [η Ελλάδα] θα κυρώσει το Πρωτόκολλο για την ένταξη του Δεύτερου Μέρους στο ΝΑΤΟ. Η εν λόγω κυρωτική διαδικασία [ratification procedure] θα ολοκληρωθεί μαζί με τη διαδικασία κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας.»
Ο καθηγητής Γεραπετρίτης μάλλον συγχέει τη διαδικασία «κύρωσης» κατά το εσωτερικό δίκαιο με τη διαδικασία «επικύρωσης» (ratification) κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο, ίσως και λόγω γενικότερης ασυνέπειας στη μετάφραση/απόδοση αυτών των όρων στα Ελληνικά. (Η μετάφραση της Συνθήκης των Πρεσπών αναφέρεται στα ελληνικά σε κυρωτική διαδικασία, αλλά στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος ratification procedure). Κατ’ ά. 16 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (το Νομοθετικό Διάταγμα περί κυρώσεως της οποίας ορθά μεταφράζει τον όρο ratification ως «επικύρωση») «Εκτός εάν άλλως προβλέπη η συνθήκη, τα όργανα της επικυρώσεως … συνιστούν την συναίνεσιν του κράτους όπως δεσμευθή διά ταύτης, κατά την στιγμήν: (α) της ανταλλαγής αυτών μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών …»
Κατ’ ά. 20 παρ. 3, η Συμφωνία των Πρεσπών υπόκειται σε [επι]κύρωση [ratification] σύμφωνα με την αλληλουχία του ά. 1 παρ. 4 που συζήτησα πιο πάνω. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 20, «Από της ολοκληρώσεως των αναγκαίων εσωτερικών νομικών διαδικασιών για τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας [δηλαδή της εσωτερικής διαδικασίας κύρωσης κλπ] όπως περιγράφεται στο Άρθρο 1, τα Μέρη, εντός δυο εβδομάδων και γραπτά, θα ενημερώσουν το ένα το άλλο. Η παρούσα Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία παραλαβής της τελευταίας γνωστοποίησης από το εν λόγω Μέρος.»
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει ανταλλαγή οργάνων επικύρωσης με τη μορφή γνωστοποιήσεων (ρηματικών διακοινώσεων). Η διαδικασία επικύρωσης ολοκληρώνεται με την παραλαβή της τελευταίας γνωστοποίησης. Αυτήν θα αποστείλει η Ελλάδα προς την γειτονική μας χώρα. Τότε και μόνο τότε ολοκληρώνεται η «κυρωτική διαδικασία». Εν ολίγοις, υπάρχει διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της κύρωσης από την ελληνική Βουλή της Συνθήκης των Πρεσπών και της ολοκλήρωσης της διαδικασίας επικύρωσής της με ανταλλαγή γνωστοποιήσεων. Σε αυτό το μεσοδιάστημα θα λάβει χώρα και η διαδικασία κύρωσης από την ελληνική Βουλή του Πρωτοκόλλου Ένταξης.
(Αν έχετε όρεξη, παρατηρήστε την αλλαγή από ενεργητική [«η Ελλάδα θα κυρώσει»] σε παθητική φωνή [«η κυρωτική διαδικασία θα ολοκληρωθεί»] στις δύο τελευταίες περιόδους του ά. 2 παρ. 4, στ. β’, υποστ. (ii), που παρέθεσα πιο πάνω.)
4. Ρηματική Διακοίνωση
Ο καθηγητής Γεραπετρίτης, πέραν του ότι συνεχίζει να συγχέει τη Ρηματική Διακοίνωση με το συνημμένο κείμενο των τροποποιήσεων και του Συνταγματικού Νόμου (η Ρηματική Διακοίνωση είναι αναγγελία ενός Κράτους σε άλλο δια της διπλωματικής όδου και εν προκειμένω τελειώνει εκεί που μας εκφράζουν «τις διαβεβαιώσεις της βαθυτάτης του[ς] εκτίμησης»), επιμένει ότι η ΡΔ αναφέρεται σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αν και δεν το κάνει πουθενά. Αν ο καθηγητής εννοεί την κεφαλίδα, αυτή κατ’ ά. 1 παρ. 10 στ. α’ της Συνθήκης περί εγγράφων που εκδίδονται από τις Αρχές της γειτονικής χώρας, θα πρέπει να αλλάξει μετά φυσικά τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας. Αν ο καθηγητής εννοεί τις αναφορές στο κείμενο των τροποποιήσεων, ε φυσικά. Πώς θα πούμε αλλιώς τι τροποποιείται;
Όσο για το αν έπρεπε η ΡΔ να επιστραφεί διότι είναι δήθεν πάγια πολιτική του ΥΠΕΞ «να επιστρέφει αυτές τις ρηματικές διακοινώσεις ως απαράδεκτες», αν εννοεί ότι η ΡΔ έπρεπε να επιστραφεί λόγω κεφαλίδας, τότε αναρωτιέται κανείς πως διατηρούν διπλωματικές σχέσεις οι δύο χώρες και τι δουλειά έχουμε να έχουμε αγοράσει σφραγίδα που λέει «ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΓΔΜ» (και η οποία έχει τεθεί πάνω στη ΡΔ).
Όσο για τα περί μακεδονικού λαού, έθνους κλπ. Αυτά έχουν απαντηθεί πλέον πολλάκις. Η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει, και δεν μπορεί να αναγνωρίσει, λαό ή έθνος. Ας μην τα επαναλάβουμε. Ας υπογραμμιστεί όμως ότι με το ά. 7 παρ. 2 και 3 ξεκαθαρίζεται και συμφωνείται ότι καμία σχέση δεν έχουν οι γείτονες με τον ελληνικό πολιτισμό, ιστορία, κουλτούρα και κληρονομιά, ειδικά σε ότι αφορά τη Μακεδονία.
5. Δήλωση Νίμιτς
Ο καθηγητής Γεραπετρίτης υποστηρίζει ότι η Δήλωση του Ειδικού Απεσταλμένου του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Μάθιου Νίμιτς, ο οποίος άλλωστε μεσολάβησε στις διαπραγματεύσεις και παρέστη ως μάρτυρας κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Πρεσπών σύμφωνα με τις αποφάσεις 817 (1993) και 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, και η οποία δήλωση κοινοποιήθηκε προς ανταποκριτές από το Γραφείο Τύπου του Οργανισμού, «δεν έχει καμία αξία», διότι «υπάρχει μια Συνθήκη που ερμηνεύεται ΜΟΝΟ με βάση τη Συνθήκη της Βιέννης για τις Διεθνείς Συνθήκες».
Κατ’ ά. 32 της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών, «Δύναται να γίνη προσφυγή εις συμπληρωματικά μέσα ερμηνείας, περιλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών της συνθήκης εργασιών και των περιπτώσεων (circumstances) υφ’ ας συνήφθη αύτη, προκειμένου να επιβεβαιωθή η έννοια η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής του άρθρου 31» (το οποίο προβλέπει ερμηνεία με βάση την αρχή της καλής πίστης κλπ, πράγμα σημαντικό, βλ. επόμενο σημείο). Περαιτέρω ανάλυση δεν νομίζω ότι χρειάζεται, εκτός αν ο καθηγητής Γεραπετρίτης αμφισβητεί ότι η Δήλωση του Ειδικού Απεσταλμένου που διαμεσολάβησε και τελικά παρέστη ως μάρτυρας κατά την υπογραφή της συμφωνίας, σύμφωνα άλλωστε και με σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν είναι σχετική με τη διαδικασία σύναψης της Σύνθήκης. Αν έφτανε στο Δικαστήριο της Χάγης, θα είχε σημασία.
6. Πολιτική και Πολιτειακή λειτουργία
Τέλος, ο καθηγητής Γεραπετρίτης διέγνωσε σοβαρό κίνδυνο «δεδομένης της διάστασης ανάμεσα στην πολιτική και πολιτειακή λειτουργία» στη γειτονική χώρα «αναφορικά με το ποιος έχει την αρμοδιότητα να δημοσιεύει [υποθέτω εννοεί εκδίδει, promulgate] το Σύνταγμα». Εδώ μάλλον εννοείται το ζήτημα περί έκδοσης των σχετικών πράξεων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον Πρόεδρο της Βουλής της γειτονικής χώρας.
Αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει επίπτωση σε ό,τι αφορά την εγκυρότητα της Συνθήκης των Πρεσπών, αν κάτι τέτοιο υπονοεί ο καθηγητής, όπως έχει ήδη εξηγηθεί αλλού. Κατ’ ά. 46 της Σύμβασης της Βιέννης (την ξέρετε πια!) κανένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι η συναίνεσή του για δέσμευση από συνθήκη δόθηκε κατά παραβίαση διάταξης του εσωτερικού του δικαίου αναφερόμενη στην αρμοδιότητα συνομολόγησης συνθηκών, έτσι ώστε να ακυρώνεται η συναίνεσή του. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να γίνει τέτοια επίκληση αν η παραβίαση είναι (α) έκδηλη και (β) αφορά κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας.
Στην περίπτωσή μας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για υπαγωγή στην εξαίρεση: σε ό,τι αφορά το (β), κανόνας εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας είναι κατά διεθνή πρακτική ο κανόνας π.χ. που απαιτεί διαδικασία έγκρισης από κοινοβούλιο, κι όχι κανόνες περί των τυπικών έκδοσης και δημοσίευσης. Σε ό,τι αφορά το (α), η παραβίαση είναι έκδηλη (παρ. 2 ά. 46) όταν είναι αντικειμενικά προφανής για οποιοδήποτε κράτος (όχι μόνο το αντισυμβαλλόμενο κράτος!) συμπεριφερόμενο κατά τη συνήθη πρακτική και την καλή πίστη. Εν συντομία, εδώ δεν ξέρουμε καν αν υπάρχει παραβίαση, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή δεν μπορεί να είναι ούτως ή άλλως έκδηλη. Σίγουρα λοιπόν δεν είναι «αντικειμενικά προφανής» στην Ελλάδα, πόσο μάλλον σε τρίτα κράτη. Τέλος, η Δήλωση Νίμιτς επιβεβαιώνει το ότι η Ελλάδα εν προκειμένω συμπεριφέρεται κατά τη συνήθη πρακτική και καλή πίστη”.