Κατανοητά ως ένα σημείο τα περί ΝΑΤΟ και ΕΕ που λέει το ΚΚΕ στην βάση της δικής του ανάλυσης, αλλά τα περί γέννησης αλυτρωτισμών από την Συμφωνία των Πρεσπών την ώρα που τελειώνει αμοιβαία την αμφισβήτηση συνόρων, τις μειονοτικές διεκδικήσεις, τις αλυτρωτικές δοξασίες, δείχνουν μία άκρως αντιεπιστημονική, άκρως εξωπραγματική στάση που είναι απορίας άξιο πού στοχεύει, όλα αυτά κάνουν δυστυχώς το ΚΚΕ κατώτερο των περιστάσεων σε αυτή την ιστορική συγκυρία, είπε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Θοδωρής Δρίτσας μιλώντας στο «Κόκκινο 105,5».
Η Συμφωνία των Πρεσπών, «όπως φαίνεται θα εγκριθεί με περισσότερες από 151 ψήφους και αυτό θα είναι μία πρόσθετη, σημαντική επιβεβαίωση ότι η Βουλή των Ελλήνων θα εγκρίνει την συμφωνία αυτή πέραν των κοινοβουλευτικών δυνάμεων που διαθέτει η κυβερνητική πλειοψηφία», εκτίμησε ο κ. Δρίτσας. Παρατήρησε παράλληλα ότι «στη συζήτηση στη Βουλή, εκτός από μερικές θετικές εξαιρέσεις, γίνεται αναπαραγωγή μίας “κασέτας”. Είναι εντυπωσιακό πώς μία γραμμή, επαναλαμβανόμενη, με δέκα στερεότυπα, αναπαράγεται στις ομιλίες των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και με μία αναλογία και του ΚΙΝΑΛΛ».
Ο κ. Δρίτσας τόνισε επίσης συμπαρίσταται και στηρίζει τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Θ. Τζάκρη και Αστ. Καστόρη, για τις επιθέσεις που έγιναν στις κατοικίες τους. «Η τρομοκρατία δεν περνάει, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ με απόλυτη ευθύνη, μετά λόγου γνώσεως και με πολύ μεγάλη αποφασιστικότητα μετά από βαθύ προβληματισμό θα ψηφίσουμε σήμερα αυτή την συμφωνία», όπως τόνισε ο κ. Δρίτσας. «Τα χέρια αυτών των ανθρώπων που προβαίνουν σε αυτές τις τρομοκρατικές, δολοφονικές πράξεις, τα οπλίζει όλη αυτή η φιλολογία που αναπτύσσεται αυτές τις ημέρες, για προδότες, για μειοδότες, για εθνομηδενιστές, για διάφορα άλλα που ακούμε και από τη Νέα Δημοκρατία και από άλλες πλευρές. Ο καθένας πρέπει να πάρει τις ευθύνες του», όπως υπογράμμισε.
«Έχουν ξεχωριστό πολιτικό ενδιαφέρον» οι πολιτικές εξελίξεις που πυροδότησε η Συμφωνία των Πρεσπών, κατά τον ίδιο, «εάν τις δει κανείς με όρους πολιτικούς και όχι χυδαιότητας, όπως επιχειρείται από ορισμένες πλευρές, για να υπονομευτεί και η ψήφος στην Συμφωνία των Πρεσπών ή στήριξης της κυβέρνησης», συνέχισε ο κ. Δρίτσας. «Οι ίδιες οι πολιτικές εξελίξεις αναδεικνύουν τα νέα θέματα και μέτωπα στα οποία καλούμαστε όλοι να ανταποκριθούμε».
Παρά το τέλος της μνημονιακής περιόδου, «δεν έχουν τελειώσει τα τεράστια προβλήματα ανασυγκρότησης κοινωνίας και οικονομίας από τις τεράστιες πληγές της χρεοκοπίας. Μπροστά σε αυτή την προοπτική αναδιατάσσονται οι πολιτικές δυνάμεις. Οι Πρέσπες αποτελούν καταλύτη γιατί έχουν βαρύ πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο», τόνισε ο κ. Δρίτσας.
«Στην αναζήτηση προγραμματικών κατευθύνσεων και από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς και από την πλευρά της Σοσιαλδημοκρατίας που μπορούν να συγκροτήσουν νέες διεξόδους, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, οι Ευρωεκλογές θα είναι μία κρίσιμη αναμέτρηση για να εκφραστούν αυτές οι ανάγκες και διεργασίες και να αποκτήσουν πολιτικό αποτύπωμα … Σε αυτή την κατεύθυνση δεν χωρούν μικροκομματισμοί και μικροϋπολογισμοί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετέχει σε συναλλαγές για τακτικιστικούς λόγους, αλλά συμμετέχει στον ανοιχτό διάλογο σε συγκεκριμένες θεματικές, που μπορούν να αναδείξουν νέες κοινωνικές και πολιτικές εκπροσωπήσεις», όπως είπε.
Για την στάση που τηρεί το ΚΚΕ, ο κ. Δρίτσας σχολίασε ότι «μπορώ να την καταλάβω μέχρι ένα σημείο … την άρνηση και κριτική για το ρόλο του ΝΑΤΟ και τις εντάξεις χωρών σε αυτό και την ΕΕ, στην βάση της συνολικής του ανάλυσης», αλλά σημείωσε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «και το άρθρο 2 δεν έχει την ερμηνεία που του δίνει το ΚΚΕ … δεν μπορώ να καταλάβω την κριτική ότι “γεννά αλυτρωτισμούς” και μάλιστα στη βάση αναγνώρισης με την ονομασία “Βόρεια Μακεδονία” κτλ., ενώ αυτή η συμφωνία … τελειώνει και την αμφισβήτηση των συνόρων με αμοιβαιότητα, απόλυτο και ανέκλητο τρόπο, τελειώνει την όποια συζήτηση ή ενθάρρυνση προβολής μειονοτικών διεκδικήσεων ένθεν και ένθεν, την απόλυτη σύμπτωση και των δύο πλευρών στην κατηγορηματική άρνηση προβολής οποιονδήποτε αλυτρωτικών δοξασιών και στόχων, μία σειρά από τέτοια ζητήματα. Αναδεικνύει από την άλλη ζητήματα συνεργασιών σε πολλαπλά επίπεδα».
«Καμία συμφωνία δεν λειτουργεί ερήμην της συνολικής, ιστορικής πραγματικότητας που εξελίσσεται, των συσχετισμών που διαμορφώνονται. Δεν είμαστε ούτε αφελείς ούτε πρωτάρηδες. Αλλά προς θεού, αυτή η συμφωνία έχει μόνο θετικά πρόσημα σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, που συνδέονται και με οδυνηρές καταστάσεις μίας μακράς ιστορικής περιόδου, που σήμερα φτάνει σε ένα σημείο όπου όποια εκκρεμότητα έχει αφήσει αυτή η περίοδος, να την επιλύει με θετικό τρόπο. Όταν αυτό το λες αλυτρωτισμό, εκεί πραγματικά υπάρχει τεράστια απορία πού στοχεύει αυτή η άκρως αντιεπιστημονική και άκρως εξωπραγματική στάση του ΚΚΕ. Φοβάμαι ότι το ΚΚΕ είναι δέσμιο κάποιων αναλύσεων που έχουν να κάνουν με την δική του συλλογική, κομματική διαδρομή, τις επιφυλάξεις απέναντι στις οποίες δεν θέλει να πάρει πρωτοβουλίες, να εκτεθεί σε ενδεχόμενες “περιπέτειες” όπως αυτοί τις θεωρούν. Αυτό όμως κάνει το ΚΚΕ να είναι δυστυχώς κατώτερο των περιστάσεων σε αυτή την ιστορική συγκυρία».