Πώς είναι δυνατόν να στοιχηματίζει τον… αριστερό του όρχι για τη σχέση Τσίπρα – Ρόζας Λούξεμπουργκ; ο αιρετικός συγγραφέας πυρπολεί σε κάθε ευκαιρία την Αριστερά με σεξιστικά σχόλια και προβοκατόρικες δηλώσεις. Πώς ο «ευφυής βέβηλος» των 90s με το αχαλίνωτο σεξαπίλ πέρασε από τα εναλλακτικά κείμενα του «Playboy» στη ΔΗΜ.ΑΡ. και τις επιθέσεις στους αντιμνημονιακούς «συντρόφους»
Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, υπάρχουν πράγματα που ο Χρήστος Χωμενίδης απεχθάνεται περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ: βαρύγδουπες δασκαλίστικες φράσεις γραμμένες για ανελέητα διανοούμενους, πολιτικά συνθήματα και στρατευμένους στίχους. Ολα αυτά δηλαδή τα οποία ο γνωστός συγγραφέας σιχαινόταν από παλιά, από τότε που πέταγε λεκτικές χειροβομβίδες στα αμφιθέατρα μιλώντας για λαϊκούς βάρδους, εξυμνώντας τα μπουζούκια και οτιδήποτε η υψηλή διανόηση ανέκαθεν απεχθανόταν.
Ο Χρήστος Χωμενίδης είχε φροντίσει να κηρύξει τον πόλεμο στους «πνευματικούς ανθρώπους» από πολύ νωρίς χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα όπλα. Από τότε, δηλαδή, που δημοσίευε δημόσια τα πρώτα του κείμενα στο έγκυρο, τότε, περιοδικό «Playboy» -όπου φρόντιζαν να δημοσιεύουν γενικώς οι εναλλακτικοί λογοτέχνες-, αποτελώντας το καρφί στο συντηρητικό κοινωνικό σώμα και ταράζοντας για τα καλά τα λογοτεχνικά νερά. Ο «νέος Καραγάτσης», όπως είχαν σπεύσει να τον αποκαλέσουν οι κριτικοί από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση -στις αρχές της δεκαετίας του ’90- με το «Σοφό Παιδί», ήταν ο νέος οργισμένος προβοκάτορας και ο άνθρωπος που είχε το ταλέντο να γίνεται εξίσου μισητός όσο και γοητευτικός. Αρκεί να βρισκόταν απέναντί του ο κατάλληλος στόχος: μια εικοσαετία αργότερα, στη θέση του αντιπάλου βρίσκονται ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά και όλα όσα νιώθει ο εγγονός του γνωστού ιδρυτή του ΕΑΜ, Χρήστου Χωμενίδη, να τον έχουν προδώσει από μικρό. Τα πράγματα έπρεπε επομένως και τώρα να λεχθούν με το όνομά τους: ο ίδιος ο συγγραφέας στοιχηματίζει τον αριστερό του όρχι ότι ο Τσίπρας δεν έχει ιδέα από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και το Facebook παίρνει φωτιά. Καθημερινά μέσα από τις αναρτήσεις του σε διάφορες ιστοσελίδες κοινωνικού δικτύου υπάρχει ένα σχόλιο ενάντια στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και στους αντιμνημονιακούς «συντρόφους». Γιατί όμως οι Συνιστώσες και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προκαλούν στον γνωστό λογοτέχνη τόση απέχθεια;
Από τις… μασχάλες στα σκυλάδικα
Η λέξη που περιγράφει με ακρίβεια τα αισθήματα που τρέφει για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι -όπως λέει και ο ίδιος- μία: «αναφυλαξία». Παραδέχεται ότι τα σπυράκια που «ανθίζουν» στο πρόσωπό του οφείλονται στη θρυλική δεκαετία του ’80 και τις αλησμόνητες φοιτητικές διαλέξεις, «το ελεύθερο κάμπινγκ, τις αξύριστες μασχάλες, τη μυρωδιά ξεθυμασμένης μπύρας στα πάρτι και την προσποιητή αγωνία με την οποία άρθρωναν οι τραγουδιστές των ροκ συγκροτημάτων της εποχής». Από αυτά υποστηρίζει ότι ξέφυγε εγκαίρως «ακούγοντας λαϊκά τραγούδια και συναναστρεφόμενος λαϊκά κορίτσια». Δεν γούσταρε τις μικροαστικές προκαταλήψεις που έτρεφαν οι επαρχιώτες νοικοκυραίοι, αλλά ούτε και τις θεωρίες που διακήρυτταν στο πανεπιστήμιο οι οργανωμένοι με τα αμπέχονα: ο ίδιος προτιμούσε να φοράει το σεβαλιέ του και να καπνίζει με ύφος δανδή την πίπα του, ταυτίζοντας λίγο πολύ τα παιδικά του τραυματικά βιώματα με την Αριστερά. Γι’ αυτόν οι άνθρωποι που του είχαν στερήσει τους δύο παππούδες του (τον πατέρα του τον είχε χάσει στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών), δηλαδή τα περίφημα στελέχη της Αριστεράς Βασίλη Νεφελούδη και Χρήστο Χωμενίδη, ήταν απεχθείς οπαδοί του Στάλιν και εχθροί οποιασδήποτε ανανεωτικής προοπτικής. Για ένα παιδί που ονειρεύεται να γυρίσει τον κόσμο, να ζήσει στην Αμερική και γράφει το μυθιστόρημά του σε σκόρπια χαρτιά στο σπιτάκι του στην Κυψέλη οι κομματικές διακηρύξεις ήταν εκ των προτέρων εχθρικές. Και η σπερματική ιδέα του να τινάξει τις στερεότυπες παραμέτρους της Αριστεράς, βγάζοντας αυθάδικα τη γλώσσα στα ιερά και στα όσια, είχε σταδιακά ανταπόκριση σε μεγάλη μερίδα του κόσμου. Οι κριτικοί κάνουν λόγο για μια νέα φωνή στα γράμματα, τα κορίτσια ανταποκρίνονται ευάρεστα στα κελεύσματα του απροκάλυπτου ηδονοθήρα -πάντοτε ο ίδιος δήλωνε ότι πρότυπό του είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος- και το πεδίον δόξης ήταν παραπάνω από λαμπρό. Ο Χωμενίδης έγινε το προβοκατόρικο παιδί που έθρεψε η σοβαροφάνεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η αμαρτωλή όψη του πιο προβλέψιμου καθρέφτη της. Κι όσο οι διανοούμενοι αδυνατούν να ξεκολλήσουν από τα αραχνιασμένα μοτίβα, τόσο ο Χωμενίδης θα τραβά την προσοχή γράφοντας για κομπλεξικούς νεόπλουτους και σουλατσάροντας στα λατρεμένα του καφέ της Φωκίωνος Νέγρη. Ο «ευφυής βέβηλος» με την αχαλίνωτη φαντασία που τόσο είχαν ανάγκη οι απολιτίκ της δεκαετίας του ’90 είχε βρεθεί.
Μαζί με τον Χωμενίδη ξεπήδησε μια ολόκληρη γενιά λογοτεχνών που σκοπό είχαν να ρίξουν από το βάθρο τους σοβαροφανείς όπως ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, που κάνει θραύση με την αμαρτωλή του «Λούλα», αλλά και ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο οποίος θα βρεθεί εξαρχής στο πλευρό του Χωμενίδη, αποτελώντας ιδανικό συνοδοιπόρο σε αυτή την αχαλίνωτη επίδειξη γοητευτικού ναρκισσισμού. Και οι δύο γνωρίζουν καλά τον χώρο της λογοτεχνίας και της Αριστεράς, από διαφορετική σκοπιά όμως. Συναντιούνται στα καφέ της Κυψέλης ως γείτονες, μιλάνε σε κοινά πάνελ, έχουν ανάλογες ανησυχίες. Αλλά η ειρωνεία του Χωμενίδη είναι τόσο ανελέητη και πολλές φορές παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις. Οι πρόωρος, διθυραμβικός ενθουσιασμός των κριτικών μετατρέπεται σταδιακά σε δυσπιστία. Αποτελεί γεγονός ότι η αυθάδικη γλώσσα του Χωμενίδη, που δεν αφήνει τίποτε όρθιο, μπορεί να γίνει εξαιρετικά γοητευτική ή δυσάρεστα επιθετική και χυδαία. Μεγαλωμένος στην καρδιά της πόλης και με τους εγχώριους μύθους της Φωκίωνος Νέγρη -η θεία του και η νονά του ήταν από τις πιο όμορφες της περιοχής-, έδειξε από νωρίς να είναι εξοικειωμένος όχι μόνο με τα συγγραφικά σύμβολα αλλά και με την οικονομική στέρηση. «Ο νεοπλουτισμός ήταν για τους βλάχους», έγραφε ο αγαπημένος του Μπαλζάκ και κάπως έτσι παρηγορούνταν το παιδί που μέχρι τα 13 έβλεπε τηλεόραση στο καμαράκι του θυρωρού της πολυκατοικίας -αφού δεν είχαν στο σπίτι- και ονειρευόταν ένα διαφορετικό μέλλον. Η ανάγκη του να πάει στο Κολλέγιο Αθηνών, να μάθει τα μισητά στους αριστερούς αγγλικά και να ασπαστεί οτιδήποτε ενάντιο στην αριστερή καθαρή ιδεολογία δεν άργησε να υλοποιηθεί. Ο ίδιος ο Χωμενίδης κατάφερε να περάσει στη Νομική, αλλά δεν ξέφυγε από την Κυψέλη – στην καρδιά της Δροσοπούλου κρύβονταν τα όνειρα και τα μυστικά του. Το μοναδικό του διαβατήριο για έναν διαφορετικό και αλλούτερο κόσμο ήταν η πένα του – κι αυτή είναι τελικά που τον βοήθησε να κατακτήσει την Αμερική. Ο δικός του Κολόμβος λεγόταν Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και όνειρο ζωής ήταν το International Writing Programme, το οποίο κατάφερε να ακολουθήσει – έστω και με κάποια καθυστέρηση.
Βιβλία, γυναίκες και πολιτικη
Εν τω μεταξύ τα βιβλία του εξακολουθούσαν να πουλάνε σαν τρελά και οι γυναίκες, παρότι ο ίδιος δεν ήταν από τους «μορφονιούς» όπως ο Τατσόπουλος, να ανταποκρίνονται θερμά στα κελεύσματά του. Κάποιες ωστόσο τον κατηγορούν, όπως άλλοτε και τον Καραγάτση, για σεξισμό, άλλες αντιδρούν έντονα στις μπαγαμποντιές του. Ανεξίτηλο μένει το γεγονός με την αγαπητικιά που του πέταξε τα ρούχα από το μπαλκόνι στη Βασιλίσσης Σοφίας και εκείνος δεν δίστασε να κατέβει ολόγυμνος στην πολυσύχναστη λεωφόρο για να τα μαζέψει. Εξάλλου στεγανά δεν υπήρχαν ούτε στη ζωή του ούτε στα γραπτά του. «Τρώω πολύ, καπνίζω πολύ, ερωτεύομαι πολύ», είχε πει με εξομολογητική διάθεση σε κάποια από τις συνεντεύξεις του. Κάποια στιγμή, δεν κωλώνει να ζητιανέψει στην καρδιά της Trafalgar Square, να φερθεί άσχημα, αλλά και να λατρέψει όσους ζητούν την προστασία του. Ο αντιπαθητικός Χωμενίδης είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο με τον αγαπησιάρη Χωμενίδη – και αυτό φαίνεται απόλυτα στις σελίδες των βιβλίων του.
Εξ ου λοιπόν και ότι, όπως συμβαίνει σε ένα παιδί με τα αγαπημένα παιχνίδια του, ο Χωμενίδης έφτασε κάποια στιγμή στο στάδιο που δεν είχε τι να κάνει τα βραβεία της παρηγοριάς και της αναγνώρισης. Επέστρεφε από τα διάφορα μέρη του κόσμου πάντα στην Κυψέλη. Αλλαζε γυναίκες και credos αλλά όχι συνήθειες. Εγραφε σε περιοδικά, έγινε τακτικός αρθρογράφος σε εφημερίδες, έκανε διαφημίσεις και προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού αναδείχτηκε στη λατρεμένη μιντιακή persona non grata. Η πόλη του ανέκαθεν τον διεκδικούσε, όσο κι αν την απεχθάνεται. Νιώθει κάθε φορά να τον καλούν τα μέρη όπου μεγάλωσε, ανασαίνει τον ακαθόριστο και μολυσμένο αέρα των αναμνήσεων. Και, φυσικά, αποκαλύπτει ότι οι γυναικοδουλειές και ο χλευασμός δεν ήταν ποτέ αρκετά. Και έπειτα, όλα αυτά τα καλέσματα αποδεικνύονται σκέτη βαρεμάρα: φιλελεύθεροι φτωχοπρόδρομοι που ακόμη γλείφουν τις πληγές τους μετά τις αποτυχημένες τους δοξασίες, η Ελλάδα που δεν θα σταματήσει ποτέ να θυμίζει επαρχία, ο Γιώργος Παπανδρέου που νόμιζε ότι είχε όραμα και τον είχε καλέσει να του γράφει τους λόγους. Για τον Χωμενίδη το «νέο ΠΑΣΟΚ» είναι άλλη μια πολιτική παράταξη με φρούδες ελπίδες, πλαστικές σημαίες, όλα αυτά τα κορίτσια που τον γυροφέρνουν με θόρυβο και με γνώριμους ηλίθιους που τον συναναστρέφονται για να στρέψουν κι αυτοί λίγο πάνω τους τα φώτα – ή, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, «τον κεραυνό». Παρ’ όλα αυτά ο συγγραφέας εξακολουθεί να πιστεύει στην πολιτική, και παρά τις απογοητεύσεις, γίνεται στενός φίλος με τον Γιάννη Μπουτάρη και αναδεικνύεται σε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ΔΗΜ.ΑΡ.
Η τραγωδία και η εξιλέωση
«Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα» λέει ο Μαρξ και, κατά τραγική ειρωνεία, άλλος ένας Χρήστος Χωμενίδης, εκτός από τον παππού του, καλείται να αποδείξει τη σχέση της Αριστεράς με τον ευρωπαϊσμό. Μέχρι που μια άλλη τραγωδία τού χτυπάει, για μια ακόμη φορά, την πόρτα. Η αύρα του θανάτου, αυτή που προσπάθησε να φιλοσοφήσει με τα «Λόγια Φτερά», χτυπάει πάντα δυο φορές. Λίγο προτού κάποιοι βιαστούν να τον «αυτοκτονήσουν» με ψεύτικα δημοσιεύματα, δύο απρόβλεπτοι τραγικοί θάνατοι του δίνουν το υλικό για το επόμενο βιβλίο του και φέρνουν απότομα τον «Κόσμο στα μέτρα του». Αυτόν ακριβώς τον τίτλο δίνει και στο τελευταίο του βιβλίο. Γίνεται πατέρας και αποσύρεται για πρώτη φορά στην ελληνική επαρχία μαζί με τη νέα σύζυγό του Αλεξάνδρα Κατσαρού: το νέο του κατάλυμα βρίσκεται στην Κέρκυρα, απ’ όπου γράφει όλα αυτά τα φαρμακερά tweets, και ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τον άνθρωπο που έχει αγαπήσει περισσότερο από τη μητέρα του μέχρι τώρα: τη σχεδόν δίχρονη κόρη του, για την οποία -όπως ομολογεί- «οφείλω να υπερβώ τον εαυτό μου». Οι εφιάλτες φεύγουν μακριά και τα ουρλιαχτά των πρόσφατων θανάτων έγιναν τρυφερά νανουρίσματα. Το μόνο που έχει μείνει να του θυμίζει τα παιδικά του τραύματα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα ο Χωμενίδης δεν βλέπει τον φέρελπι αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά τον ενσαρκωτή όλων των ζοφερών οικογενειακών -και όχι μόνον- αναμνήσεων που τον κατατρέχουν έως τώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Χωμενίδη είναι όλες του οι ενσαρκωμένες φοβίες και προκειμένου να τις διώξει μακριά, είναι σίγουρο ότι δεν θα στοιχημάτιζε μόνο τον έναn αλλά και τους δύο του όρχεις.
Πηγή: protothema.gr