Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη «είναι το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες και το αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει δημιουργήσει χαμένους και κερδισμένους», λέει ο Βέρνερ Ράτσα, συντονιστής της Ομάδας των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για μια Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική στην Ευρώπη (EuroMemo Group) σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Πρωτοβουλίες, όπως αυτή του πρόεδρου των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών, Ούντο Μπούλμαν, υπέρ της συνεργασίας των κεντροαριστερών κομμάτων «οικοδομούν προοδευτικές συμμαχίες γι’ αυτό και δεν μπορώ παρά να τις χαιρετίσω» τόνισε ο Αυστριακός οικονομολόγος, ο οποίος έλαβε μέρος σε πρόσφατη εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς με θέμα «Η Ευρώπη στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης. Νεοφιλελεύθερες πολιτικές – Αριστερές απαντήσεις».
Στο ερώτημα ποιες εναλλακτικές απαντήσεις υπάρχουν στην νεοφιλελεύθερη πολιτική απαντά : «Εάν θέλουμε να έχουμε μια πραγματική Οικονομική και Νομισματική Ένωση, χρειαζόμαστε ένα ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ύψους 5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ αλλά και επενδυτικά προγράμματα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρέπει επίσης να μπορεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα των χωρών μελών. Προτείνουμε τα ευρωομόλογα, πράσινες επενδύσεις, ενισχυμένες πολιτικές σύγκλισης των οικονομιών». Ο κ. Ράτσα, ο οποίος είναι και διευθυντής του Αυστριακού Ερευνητικού Κέντρου για την Ανάπτυξη, υποστηρίζει επίσης πως «χρειαζόμαστε επειγόντως μια μεταρρύθμιση της δημοσιονομικής πολιτικής και διεύρυνση της εντολής της ΕΚΤ» και επισημαίνει ότι «η κρίση απέδειξε ότι πρέπει να υπερβούμε τους εαυτούς μας και να λάβουμε τουλάχιστον ορισμένα τέτοια μέτρα … διότι εάν έρθει η επόμενη κρίση και δεν είμαστε έτοιμοι, τότε αυτό μπορεί να σημάνει τον κατακερματισμό της Ευρωζώνης αν αποχωρήσει μια μεγάλη χώρα όπως η Ιταλία».
Για την Ελλάδα εκτιμά ότι «η μακροοικονομική σταθερότητα έχει επιτευχθεί σε ένα βαθμό, το εμπορικό ισοζύγιο μειώθηκε, όπως και το δημοσιονομικό έλλειμμα, η δυναμική της ανάπτυξης είναι όμως ακόμα μικρή. Η Ελλάδα χρειάζεται καινοτόμες επενδυτικές πολιτικές, αλλά έχει μικρό περιθώριο να ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική με δημόσιες επενδύσεις», ενώ τονίζει ότι «το μερικό κούρεμα του χρέους ή τουλάχιστον η περαιτέρω παράταση του χρόνου αποπληρωμής του παραμένει μακροπρόθεσμα αναγκαίο όπως και η διεύρυνση των περιθωρίων δράσης της με τον αγοράζει λ.χ. η ΕΚΤ ελληνικά κρατικά ομόλογα», τάσσεται «κατά οποιονδήποτε περαιτέρω κοινωνικών περικοπών» και προσθέτει πως «όταν τίθενται θέματα δημοσιονομικής προσαρμογής, τότε θα πρέπει οι χώρες που έχουν πλεονάσματα να συνδράμουν, ώστε να μην γίνονται κοινωνικές περικοπές».