H φιλόσοφος Χάνα Άρεντ έγραφε πριν από 50 χρόνια: “ Το αποτέλεσμα της συστηματικής αντικατάστασης της «πραγματικής αλήθειας» με ψεύδη δεν είναι ότι τα ψέματα θα γίνουν τώρα δεκτά ως αλήθεια και ότι η αλήθεια δυσφημίζεται ως ψέμα, αλλά ότι καταστρέφεται η αίσθηση με την οποία βρίσκουμε τον προσανατολισμό μας στον πραγματικό κόσμο.’’
Η έννοια των fake news (ψευδοειδήσεις) έχει γίνει σήμερα του συρμού (buzzword), αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα για να περιγράψει μια κατάσταση σύγχυσης και αδυναμίας που βιώνουμε, όταν προσπαθούμε να ενημερωθούμε σωστά. Ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας όλοι αναφέρονται στα fake news ακόμη και αυτοί που ουκ ολίγες φορές έχουν πιαστεί να αναπαράγουν ψέματα, όπως για παράδειγμα η υποτιθέμενη απαγόρευση του Μακεδονία Ξακουστή στις εθνικές παρελάσεις ή τα ανάποδα διαγράμματα του ΣΚΑΙ και το σκάφος που οδηγούσε ο Φλαμπουράρης στην Αίγινα.
Όλοι είτε από δικαιολογημένη αγανάκτηση είτε από υποκρισία, καταδικάζουν και αποποιούνται ή αποδίδουν στους πολιτικούς τους αντιπάλους τα fake news. Όμως η διάδοση και καθημερινή αναπαραγωγή τους αποδεικνύει ότι μάλλον αποτελούν τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Με άλλα λόγια όλοι τα δαιμονοποιούν, όλοι είναι εναντίον των fake news και κανένας δεν παραδέχεται ότι είτε αναμεταδίδει είτε χρησιμοποιεί είτε και κατασκευάζει ψευδείς ειδήσεις. Και όμως αυτές είναι κάθε μέρα εδώ μαζί μας, δίπλα μας, μπροστά μας παρά τις ηχηρές παραδοχές. Είναι σαν το σύμπαν να συνωμοτεί εναντίον μας και τα fake news να εμφανίζονται ως φυσικό φαινόμενο, όπως ο ήλιος το πρωί ή η βροχή το φθινόπωρο και το κρύο το χειμώνα.
Και όμως όλοι γνωρίζουν, ή έστω υποψιάζονται, την πικρή αλήθεια. Ποιά είναι αυτή; Το γεγονός ότι ταυτόχρονα με τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης των πολιτών σε απεριόριστες πηγές πληροφοριών, παρατηρείται και έλλειψη πραγματικής ενημέρωσης, με το φαινόμενο των fake news να επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο. Δικαίως και πολύ συχνά το πρόβλημα της παραπληροφόρησης επικεντρώνεται στη συνεχώς αυξημένη διείσδυση της διαδικτυακής ενημέρωσης.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι καινούργιο, καθώς και στην προ-διαδικτύου εποχή και στην εποχή που κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, δεν ήταν όλα αγγελικά πλασμένα. Και τότε υπήρχαν φαινόμενα παραποίησης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Η δημοφιλία της παραπληρόφορησης και των fake news δεν σχετίζεται μόνο με τις δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά, όπως και τότε έτσι και σήμερα, με την ανοχή των θεσμών και της κοινωνίας στα φαινόμενα αυτά.
Τί είναι αυτό όμως που γεννά αυτό που καταδικάζουν όλοι δηλαδή την παραπληροφόρηση και τη χειραγώγηση των πολιτών και της ενημέρωσης; Η απάντηση είναι γνωστή από παλιά και στον ελληνικό δημόσιο λόγο έχει αποτυπωθεί με τις γνωστές φράσεις διαπλοκή, διαπλεκόμενα συμφέροντα, εκδοτικο-οικονομικό κατεστημένο και νταβατζήδες που επιδιώκουν να κάνουν κουμάντο. Σύμφωνα με τον Manuel Castells τα μέσα ενημέρωσης από μόνα τους δεν κατέχουν τη δύναμη να αλλάζουν τα πράγματα, αλλά αποτελούν σε μεγάλο βαθμό το «γήπεδο», όπου καθορίζεται το ποιος έχει τη δύναμη να ωθεί τις εξελίξεις. Για τον Miliband τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι παρά τα εργαλεία μέσα από τα οποία εκφράζεται ένα σύστημα κυριαρχίας, αλλά και τα μέσα ενίσχυσης αυτής της κυριαρχίας, ενώ για τον Adorno τα εμπορικά media συνιστούν εργαλείο των οικονομικών ελίτ να διχάζουν, να αποπροσανατολίζουν και να αποδυναμώνουν τους πολίτες.
Τα fake news σε μεγάλο βαθμό είναι επομένως απόρροια των στρατηγικών εξυπηρέτησης ισχυρών επιχειρηματικών, πολιτικών και γεωπολιτικών συμφερόντων που αξιοποιούν φυσικά πρόσωπα (επαγγελματίες πολιτικούς, opinion leaders, star system, trolls και πολλούς έμμισθους δημοσιογράφους), εταιρίες επικοινωνίας και άλλες τεχνικές (ψεύτικους λογαριασμούς στο Facebook, bots στο Twitter) για να κατασκευάζουν και να διαδίδουν εύκολα ειδήσεις κατασκευασμένες που διασφαλίζουν την ηγεμονία τους ή επιτυγχάνουν την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους. Η άκρατη εμπορευματοποίηση (marketization) της βιομηχανίας ενημέρωσης σε συνδυασμό με την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων των δημοσιογράφων και την έλλειψη των συνθηκών ανάπτυξης της ποιοτικής δημοσιογραφίας, υπονομεύουν επιπρόσθετα τη δημοκρατική λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Η μεγάλη διαφορά σήμερα σε σχέση με το παρελθόν για το θέμα της παραπληροφόρησης των πολιτών είναι ότι στο κάδρο των παραδοσιακών προσπαθειών απόκτησης επιρροής μέσω της απόκτησης μέσων ενημέρωσης από την εγχώρια οικονομική ολιγαρχία έχει μπεί και η παγκόσμια ολιγαρχία του διαδικτύου.
Μέχρι σήμερα η επίσημη απάντηση των κρατών στη σύγχρονη αυτή ζοφερή πραγματικότητα και συνθήκη είναι η προσπάθεια επιβολής κανόνων συνήθως μέσω της νομοθεσίας και των Ανεξάρτητων Ρυθμιστικών Αρχών με αμφίβολα και συχνά περιορισμένα αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό η έμφαση επίσης έχει δοθεί στην άσκηση πολιτικών μιντιακού εγγραμματισμού (media literacy). Η Ελλάδα, από την έναρξη των συζητήσεων για την αναθεώρηση της Οδηγίας για τα Οπτικοακουστικά Μέσα, επέμεινε, από κοινού, κυρίως, με τις σκανδιναβικές χώρες, για την ένταξη της παιδείας για τα Μέσα στο κείμενο της Οδηγίας, καθώς στην αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν υπήρχε καμιά σχετική αναφορά. Η χώρα μας είχε εισηγηθεί, μάλιστα, να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για τη μιντιακή εκπαίδευση ειδικών ομάδων του πληθυσμού όπως οι εκπαιδευτικοί, οι επαγγελματίες που εργάζονται στη βιομηχανία των ΜΜΕ και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου, όπως επίσης και να γίνει ειδική μνεία για τον κλάδο των διαφημίσεων η εκπαίδευση -commercial literacy (προταθείσα προσθήκη στο Άρθρο 9),
H έννοια του μιντιακού εγγραματισμού δεν είναι καινούργια και πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970. Ο μιντιακός εγγραμματισμός θεωρείται σήμερα από τους επίσημους εθνικούς και υπερεθνικούς φορείς άσκησης πολιτικής το φάρμακο απέναντι στο σύγχρονο βόρβορο της παραπληροφόρησης γιατί ενισχύει την κριτική σκέψη των πολιτών, εξοπλίζοντας τους με ένα σύνολο δεξιοτήτων και ικανοτήτων που τους επιτρέπει να ανιχνεύσουν και να απορρίψουν την πληροφορία που βαπτίζει το ψάρι κρέας.
Όπως όμως αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία, η απόκτηση των σχετικών δεξιοτήτων δεν θα οδηγήσει από μόνη της τις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες στη λύτρωση από το βάρβαρο ζυγό της παραπληροφόρησης και των ψευδών ειδήσεων. Τα κράτη και οι κοινωνίες οφείλουν να κάνουν πολλά περισσότερα για να καταπολεμηθεί το πρόβλημα των fake news.
Ορθώς αναρωτιέται κάπως δύσπιστα και ο βρετανός ακαδημαϊκός David Buckingham: ‘’Μπορεί ο μιντιακός εγγραμματισμός σε συνδυασμό με την κριτική σκέψη, να αποτελέσει την απάντηση στα πολιτικά προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας;’’
Ολόκληρο το άρθρο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ