Ο πρώην Πρωθυπουργός επεσήμανε και τις αδυναμίες της Ευρωπαίκής Ένωσης να αντιμετωπίσει κρίσεις τόσο σοβαρές όσο την παρούσα.
Ολόκληρη η ομιλία του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη έχει ως εξής:…
Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να είμαι ο κύριος ομιλητής της σημερινής εκδήλωσης. Δέχθηκα την πρόσκληση γιατί μας κατέχει όλους το συναίσθημα ότι είναι μια εποχή κρίσης και καθένας μας οφείλει να συμβάλει στην κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων που ταλαιπωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επί δύο χρόνια περίπου η κρίση χρέους αποτελεί το κεντρικό θέμα της ειδησεογραφίας με το ελληνικό πρόβλημα στο επίκεντρό της.
Ο τίτλος της σημερινής συζήτησης «Griechenland quo vadis?» υπονοεί ότι η πορεία της Ελλάδας έχει καθοριστική σημασία για την οικονομική εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο γιατί η κρίση χρέους εκδηλώθηκε πρώτα στην Ελλάδα και η αδυναμία της χώρας να εξοφλήσει τις οφειλές της προκαλεί την σημερινή αναταραχή στην Ένωση. Ευθύνη αποδίδουν στην Ελλάδα και γιατί θεωρούν ότι παραπλάνησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προς το ύψος των ελλειμμάτων και του χρέους της και πέτυχε την ένταξη στην ΟΝΕ χωρίς να έχει εκπληρώσει τις προϋποθέσεις. Ο ισχυρισμός αυτός, ότι η Ελλάδα πέτυχε την είσοδο στην ΟΝΕ ενώ δεν είχε τις προϋποθέσεις, δεν ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι τα κριτήρια ένταξης εγκρίθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και αφορούσαν το δημοσιονομικό έλλειμμα (που έπρεπε να είναι κάτω από το 3% του ΑΕΠ), τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και τη σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισορροπιών. Τα στοιχεία πιστοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα (ΕΚΤ), ενώ η απόφαση ελήφθη από τους υπουργούς οικονομικών στο πλαίσιο του ΕCOFIN.
Η Ελλάδα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ με βάση την αξιολόγηση των επιδόσεών της του έτους 1999. Στη συνέχεια, το 2004, αμέσως μετά τις εκλογές, η καινούρια κυβέρνηση του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας προχώρησε σε αναδρομική αλλαγή των κανόνων που αφορούσαν την εγγραφή των στρατιωτικών δαπανών: αντί της εγγραφής τους κατά τον χρόνο παράδοσης του εξοπλισμού -όπως ήταν ο κανόνας στην πλειονότητα, μάλιστα σήμερα στο σύνολο, των ευρωπαϊκών χωρών- οι δαπάνες μεταφέρθηκαν στο χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιούνταν οι παραγγελίες.
Αυτό είχε ως συνέπεια, σημαντικά ποσά που έπρεπε να περιληφθούν στους μετά το 2004 προϋπολογισμούς να εγγραφούν σαν δαπάνες της προηγούμενης περιόδου -περιλαμβανομένου του 1999- μεταφορά η οποία διόγκωσε τα προηγούμενα ελλείμματα.
Έχω επανειλημμένως καταγγείλει αυτό το τέχνασμα, που υπέκρυπτε πολιτικά κίνητρα. Δυστυχώς, ορισμένοι επιμένουν ακόμη, αμφισβητώντας ουσιαστικά την αξιοπιστία των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ. Αλλά δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφύγει μια λεπτομέρεια που υποδηλώνει κακοπιστία στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης: το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας το 1997, έτος της ένταξής της -που υπολογιζόταν στο 3,3% του ΑΕΠ- ήταν υψηλότερο από της Ελλάδας (3,1%) ακόμη και μετά την προσαρμογή του 2004.
Τα ελλείμματα της Ελλάδας δεν είναι η αποκλειστική αιτία της σημερινής κρίσης στην Ευρωζώνη, όπως πολλοί πιστεύουν.
Τα χρέη δεν προέκυψαν μόνο από υπερβολικές σπατάλες. Έχουν και άλλες αιτίες. Παράδειγμα αποτελεί η ισπανική περίπτωση. Η Ισπανία βρίσκεται σήμερα σε κρίση, αν και δεν παρουσίαζε ελλείμματα ανώτερα του ορίου του 3% του ΑΕΠ και είχε δημόσιο χρέος που έφτανε μόλις το 31% του ΑΕΠ το 2006. Αιτία της κρίσης ήταν η αλόγιστη ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας, η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων, η αδυναμία των τραπεζών να εισπράξουν τα δάνεια που είχαν χορηγήσει και η υποχρεωτική πια παρέμβαση της πολιτείας για να σώσει τις τράπεζες και να περιορίσει τις επιπτώσεις της κρίσης.
Η διαφορά επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών τους ήταν ένας πολύ σοβαρότερος λόγω για την έξαρση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας της Ένωσης από την διαχειριστική ανικανότητα των διοικούντων της. Κατά μέσο όρο το διάστημα 2000-07 το ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδος ήταν -8,4% και της Πορτογαλίας -9,4% ενώ το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν 3,2% και της Ολλανδίας 5,4%. Για να καλύψουν το έλλειμμα αυτό οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημοσίου χρέους τους.
Η εξέλιξη αυτή δεν είχε προβλεφθεί από τους δημιουργούς της ΟΝΕ. Πίστευαν, ότι η ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και η ενιαία αγορά θα διασφάλιζαν χάρη στο χαμηλότερο εργατικό κόστος επενδύσεις στις περιφερειακές χώρες και έτσι η απόσταση από τις αναπτυγμένες θα μειωνόταν βαθμιαία.
Παράβλεψαν ότι η διαδικασία σύγκλισης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε λίγα χρόνια, ιδίως διότι η καθυστέρηση της ανάπτυξης δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικά αίτια, αλλά και σε υστερήσεις σε άλλους τομείς όπως της διοίκησης και της παιδείας όπου οι αλλαγές απαιτούν χρόνο.
Πίστευαν επίσης ότι η υπέρβαση ενός ανεκτού ορίου του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών θα οδηγούσε σε παύση χρηματοδότησης των εισαγωγών από τις τράπεζες, το κλείσιμο επιχειρήσεων και τη μείωση της ζήτησης για τα εισαγόμενα προϊόντα, ώστε να επανέλθει υπό την πίεση της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας η ισορροπία στις διεθνείς συναλλαγές και βαθμιαία η ανάκαμψη.
Το θεωρητικό αυτό σχήμα δεν επαληθεύτηκε. Οι τράπεζες συνέχισαν να χρηματοδοτούν ακόμη και όταν ξεπεράστηκαν τα ασαφή όρια ασφάλειας. Όταν ούτε αυτές δεν μπορούσαν πια να δανείζονται από άλλες τράπεζες, τα κράτη αναγκάστηκαν να καλύψουν το κενό με δικό τους δανεισμό και στήριξη των τραπεζών με αποτέλεσμα τη συσσώρευση τελικά ενός τεράστιου δημοσίου χρέους.
Χρειάζεται λοιπόν η διαμόρφωση ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του ανεπτυγμένου κεντρικού πυρήνα της ευρωζώνης και της λιγότερο ανεπτυγμένης περιφέρειάς της. Αν αυτό δεν συμβεί τότε θα υπάρξουν και στο μέλλον επαναλαμβανόμενες κρίσεις.
Οι χώρες της περιφέρειας της Ένωσης παρουσιάζουν εκτός της μειωμένης ανταγωνιστικότητας και υστερήσεις στην οργάνωση της διοίκησης, την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών τους, τις γνώσεις και ικανότητες των υπαλλήλων τους. Οι ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται, αλλά με καθυστερήσεις, με ατέλειες και με τρόπο που δεν συμπίπτει με τις επιδιώξεις της Ένωσης.
Η υστέρηση στη λειτουργία θεσμών έδωσε αφορμή στον ισχυρισμό, ότι η Ελλάδα αλλά ίσως και άλλες περιφερειακές χώρες δεν θα ’πρεπε να είχαν γίνει μέλη της ΟΝΕ.
Η ΟΝΕ δεν είναι όμως μια παρέα προηγμένων χωρών που έχουν κοινά συμφέροντα αντίθετα προς εκείνα των χωρών που υστερούν. Είναι ένα εξελικτικό στάδιο της Ένωσης, ώστε να διευκολυνθεί η οικονομική συνεργασία των μελών της, να δημιουργηθούν σχέσεις οι οποίες θα ενδυναμώνουν την κοινή προσπάθεια ανάπτυξης, να επιτευχθεί βαθμιαία σύγκλιση των οικονομιών και καλύτερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχουν η κατάργηση των συνόρων και οι κοινές επιδιώξεις. Είναι κοινό σχέδιο προόδου.
Οφείλει να εντάσσει λοιπόν στο σχεδιασμό τόσο τους πιο ισχυρούς με τις δυνατότητές τους όσο και τους πιο αδύνατους με τις αδυναμίες τους. Να λαμβάνει υπόψη του τις ανισότητες και να αποτιμά το γεγονός ότι οι αναπτυγμένες χώρες δεν επιβαρύνονται μόνο αλλά αποκομίζουν και σημαντικά κέρδη χάρη στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες τους και τις εξαγωγές τους.
Το πλέγμα πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό που έχει δημιουργηθεί από τη μέχρι τώρα κοινή πορεία αποτελεί μια τεράστια επένδυση σε ιδέες, κεφάλαια και εργασία που κανένα από τα μέλη δεν είναι σε θέση να αγνοήσει και να θυσιάσει χωρίς τεράστιο κόστος για το ίδιο. Τα αποτελέσματα μιας διάσπασης της ΟΝΕ δεν μπορούν να υπολογιστούν. Θα ήταν εξαιρετικά αρνητικά ακόμη και για κείνους που ίσως θεωρούν ότι η ΟΝΕ δεν εγγυάται πλήρως τα οικονομικά τους συμφέροντα. Όλες οι χώρες θα υποβαθμίζονταν κατά πολύ τόσο όσον αφορά την πολιτική τους απήχηση όσο και τις οικονομικές τους δυνατότητες.