«Σημάδια ανάκαμψης παρουσιάζει η μεσαία τάξη τα τελευταία χρόνια, μετά τα πλήγματα που υπέστη κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης» δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου και διοικήτρια του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) Μαρία Καραμεσίνη, σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης που πραγματοποίησε με τον Στέφανο Γιακουμάτο για τη μεσαία τάξη στην Ευρώπη και την εξέλιξή της από τη δεκαετία του ’90 μέχρι το 2014, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO).
Σύμφωνα με την κ. Καραμεσίνη, από την έρευνα, η οποία αναδεικνύει τις επιπτώσεις της κρίσης στη μεσαία τάξη στην Ελλάδα, προκύπτει ότι, το 2014, έξι χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, το 53% της μεσαίας τάξης μεταπήδησε στην κατώτερη εισοδηματικά τάξη, όπως αυτή οριζόταν με βάση τα εισοδήματα του 2008, ενώ το 17% οδηγήθηκε κυριολεκτικά στη φτωχοποίηση, ήτοι κάτω από το όριο της φτώχειας του 2008. «Αντίθετα», όπως επισημαίνει, «στα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρήθηκε αρχικά σταθεροποίηση και τελευταία ανάκαμψη της μεσαίας τάξης, ανάκαμψη που οφείλεται στην καθαρή αύξηση των θέσεων εργασίας στην οικονομία, η οποία ενισχύει τα νοικοκυριά με επιπλέον εισοδήματα». Με βάση την επεξεργασία πρωτογενών στοιχείων της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ, η κ. Καραμεσίνη διαπιστώνει ότι υπήρχε αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που ανήκε στη μεσαία τάξη μεταξύ 1993 και 2008.
Τι άλλαξε για τη μεσαία τάξη την περίοδο της οικονομικής κρίσης;
«Εκτός από τη μείωση του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος κατά 38%, η κρίση συρρίκνωσε τη μεσαία τάξη και προκάλεσε μεγάλες ταξικές ανακατατάξεις» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Καραμεσίνη. Αναλύοντας τη μεταβολή του πληθυσμού που ανήκε στα μεσαία στρώματα τη χρονική περίοδο 2008-2014, εξήγησε ότι η μετατόπιση ενός μεγάλου μέρους των μεσαίων στρωμάτων προς την κατώτερη εισοδηματικά τάξη οφείλεται στη δραματική μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών που προήλθε αφενός μεν από την εκτίναξη της ανεργίας αφετέρου δε από τη μεγάλη υποχώρηση των μισθών και των εισοδημάτων των αυτοαπασχολουμένων, «διότι πολλοί έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, ενώ πολλοί άλλοι τις διατήρησαν ανοικτές, αλλά με πολύ χαμηλά ή σχεδόν ανύπαρκτα εισοδήματα». «Η μείωση των εισοδημάτων και η ανεργία είχαν ως αποτέλεσμα και την εξάντληση των αποταμιεύσεων. Αυτό το μέρος της μεσαίας τάξης που ήταν ταυτόχρονα υπερχρεωμένο είτε λόγω στεγαστικών δανείων είτε λόγω επιχειρηματικών δανείων υποβαθμίστηκε ταξικά» διευκρινίζει η διοικήτρια του ΟΑΕΔ, συμπληρώνοντας ότι ένα άλλο μέρος της μεσαίας τάξης διασώθηκε, με μικρότερες εισοδηματικές απώλειες. Όπως είπε, «αυτοί που άντεξαν ήταν, κυρίως, οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα, οι οποίοι έχασαν μέρος του εισοδήματός τους, αλλά από την άλλη πλευρά διατήρησαν την εργασία τους. Επιπλέον, αρκετοί από το δημόσιο τομέα που βγήκαν στη σύνταξη το 2010, στην αρχή του πρώτου μνημονίου, με υψηλά εφάπαξ, μπόρεσαν να διατηρήσουν ένα επίπεδο εισοδήματος».
«Η δημιουργία θέσεων εργασίας δεν είναι σημαντική μόνο για την καταπολέμηση της φτώχειας, αλλά και για την ανάκαμψη της μεσαίας τάξης» υποστηρίζει η διοικήτρια του ΟΑΕΔ. «Το 2008, το 73% των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης είχε εισόδημα από εργασία, εκ των οποίων το 55% είχε δύο εργαζόμενους. Η απώλεια ενός εκατομμυρίου και πλέον θέσεων εργασίας στην οικονομία κατά τη διάρκεια της κρίσης είτε αφαίρεσε τον έναν εργαζόμενο είτε και τους δύο εργαζόμενους από τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης. Από το 2014 και μετά, παρατηρείται μείωση του ποσοστού των νοικοκυριών που δεν έχουν κανέναν εργαζόμενο ή έχουν μόνο έναν» τονίζει η κ. Καραμεσίνη. «Πλέον, επανακάμπτει στην αγορά εργασίας ένας από τους δύο που έμεινε άνεργος στο ίδιο νοικοκυριό ή και οι δύο που έχασαν τη δουλειά τους» διευκρινίζει η κ. Καραμεσίνη, προσθέτοντας όμως ότι δεν καταγράφεται ανάλογη ανάκαμψη της αυτοαπασχόλησης. «Ο ρυθμός δημιουργίας νέων επιχειρήσεων είναι ισχνός. Ακόμα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ζορίζονται» σχολιάζει.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, υπάρχουν πλέον όλες οι ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μεσαία τάξη ανακάμπτει. Στο πλαίσιο αυτό, η κ. Καραμεσίνη είπε ότι, την περίοδο του 2015-2016, ελήφθησαν μέτρα, όπως οι 100 δόσεις ή η ένταξη των ανασφάλιστων στο σύστημα υγείας, από τα οποία ευνοήθηκε, κυρίως, το κομμάτι της μεσαίας τάξης που είχε εκπέσει ταξικά, ήταν υπερχρεωμένο και ανασφάλιστο. «Στη συνέχεια, τη διετία 2017-2018, αυξήθηκε ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και καταγράφηκε δειλή αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, που προκάλεσαν μία σαφή, αλλά ακόμα περιορισμένη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αυξήθηκαν αισθητά οι καταθέσεις, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, οι ταξιδιωτικές πληρωμές, οι αγορές ΙΧ και ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων» συμπληρώνει η διοικήτρια του ΟΑΕΔ. Παράλληλα, αναφέρει ότι, το 2017 και το 2018, η άνοδος της οικονομίας, η επιχειρηματική δραστηριότητα και η προσθήκη νέων θέσεων εργασίας στα νοικοκυριά, λειτούργησαν θετικά.
«Μετά την έξοδο από τα μνημόνια, υλοποιήθηκε μία δέσμη μέτρων που αντιμετωπίζει το ιδιωτικό χρέος είτε των νοικοκυριών είτε των επιχειρήσεων» τονίζει η διοικήτρια του ΟΑΕΔ, υπογραμμίζοντας ότι στόχος όλων των μέτρων που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και, αυτήν τη στιγμή, ολοκληρώνονται με το νομοσχέδιο για τις 120 δόσεις, είναι «να ξεφύγουμε από τη συνθήκη της υπερχρέωσης, διότι αυτή τραβάει την οικονομία προς τα κάτω». «Με περισσότερα μέλη στο νοικοκυριό να εργάζονται και με τη ρύθμιση των οφειλών σε έως 120 δόσεις, αυτό το κομμάτι της μεσαίας τάξης που είδε το εισόδημά του να μειώνεται, θα μπορέσει να ανακουφιστεί και να ανακάμψει. Επιπλέον, το νέο πακέτο μέτρων που εξαγγέλθηκε στο Ζάππειο, δεν είναι αποκλειστικά στοχευμένο στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα αλλά “αγκαλιάζει” και τα μεσαία, ακόμα και τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα με μέτρα γενικού χαρακτήρα, όπως είναι, για παράδειγμα, οι μειώσεις στο ΦΠΑ» αναφέρει η κ. Καραμεσίνη, συνοψίζοντας ότι στόχος είναι να αναδυθεί μία νέα μεσαία τάξη μέσα από την ουσιαστική αντιμετώπιση της υπερχρέωσης, την αύξηση των θέσεων εργασίας και τα επιπλέον γενικά μέτρα τόνωσης της κατανάλωσης των νοικοκυριών.
«Πρέπει να ξεπεράσουμε το βραχνά της υπερχρέωσης, αλλά και να μειωθεί περαιτέρω η ανεργία και να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας. Να επανέλθουμε στους δύο εργαζόμενους στο ίδιο νοικοκυριό, που ήταν το χαρακτηριστικό της μεσαίας τάξης, πριν από την κρίση» σχολιάζει η διοικήτρια του ΟΑΕΔ, που συνέδεσε, επίσης, την εδραίωση μίας νέας μεσαίας τάξης με την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου κοινωνικού κράτους. Προτεραιότητα, όπως είπε, είναι η ανάπτυξη ενός κοινωνικού κράτους το οποίο να διαθέτει καθολικές παροχές, οι οποίες δεν θα επικεντρώνονται μόνο στους φτωχούς και τους ευπαθείς, αλλά θα ενσωματώνουν τα μεσαία στρώματα και θα απευθύνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Σύμφωνα με την κ. Καραμεσίνη, «ένα μεγάλο στοίχημα από την πλευρά της Αριστεράς είναι να ανοικοδομήσει ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, το οποίο να εμπιστεύονται και τα μεσαία στρώματα, λόγω της ποιότητας των υπηρεσιών του και που θα αξίζει τον κόπο να το χρηματοδοτούν μέσα από τη φορολογία. Να δημιουργηθεί, δηλαδή, ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος που να “αγκαλιάζει” όλες τις κοινωνικές τάξεις και να προσφέρει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες και όχι μόνο επιδόματα και παροχές σε χρήμα». Υπενθύμισε δε ότι, την περίοδο πριν από την κρίση, λόγω των τραγικών ελλείψεων του κοινωνικού κράτους, η μεσαία τάξη απευθυνόταν μαζικά στον ιδιωτικό τομέα για εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική φροντίδα.