Μετά την προκήρυξη των εθνικών εκλογών το ζήτημα των ηµερών είναι η δυνατότητα ή µη του πρώτου κόµµατος να σχηµατίσει αυτοδύναµη κυβέρνηση και το εύρος αυτής της αυτοδυναµίας. Ποιοι είναι λοιπόν τα σενάρια της αυτοδυναµίας, ξεκινώντας από την υπόθεση εργασίας ότι τα κόµµατα λαµβάνουν στις βουλευτικές εκλογές τα ποσοστά που απέσπασαν στη µάχη της ευρωκάλπης; Η Νέα ∆ηµοκρατία στις ευρωεκλογές είχε ένα ποσοστό µε βάση το οποίο µπορεί να διεκδικήσει την απόλυτη πλειοψηφία στην επόµενη Βουλή και τουλάχιστον τις 151 έδρες.
Γνωρίζει, όµως, πως οι εθνικές εκλογές -σύµφωνα µε την έως τώρα εµπειρία- έχουν διαφορετική φύση και ειδικό βάρος, ενώ η «πίτα» των ψηφοφόρων αναµένεται να είναι µεγαλύτερη, λόγω της συνήθως αυξηµένης συµµετοχής σε σχέση µε τις ευρωεκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει τη συσπείρωση όσων τον ψήφισαν στις προηγούµενες εκλογικές αναµετρήσεις, φιλοδοξώντας να φέρει παράλληλα στην κάλπη ένα σηµαντικό τµήµα ψηφοφόρων που απείχαν την περασµένη Κυριακή. Επιδιώκει, φυσικά, την εκλογική ανατροπή, προσδοκά ωστόσο σε περίπτωση επικράτησης της Ν∆ να µην υπάρχει δυνατότητα αυτοδυναµίας, ώστε η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές µε απλή αναλογική.
Οι καθοριστικοί παράγοντες για την επίτευξη αυτοδυναµίας είναι δύο:
Ο βασικός είναι το ποσοστό που θα λάβουν στο σύνολό τους τα κόµµατα που δεν θα καταφέρουν να περάσουν το όριο του 3% για να εισέλθουν στη Βουλή, και οι ψήφοι που θα λάβει το πρώτο κόµµα. Με τον ισχύοντα εκλογικό νόµο, όσο µεγαλύτερο είναι το ποσοστό των κοµµάτων που θα µείνουν εκτός Βουλής τόσο µικρότερο είναι το ποσοστό που απαιτείται να συγκεντρώσει το πρώτο κόµµα για την αυτοδυναµία.
Αν δηλαδή το ποσοστό των «εξωκοινοβουλευτικών» κοµµάτων κυµανθεί µεταξύ του 5% και του 7%, τότε το ποσοστό που χαρίζει αυτοδυναµία στο πρώτο κόµµα θα πρέπει να είναι από 38% έως 38,5%. Αντίθετα, αν τα εκτός Βουλής κόµµατα συγκεντρώσουν ποσοστό 13% έως 15%, τότε το απαιτούµενο ποσοστό αυτοδυναµίας του πρώτου κόµµατος «πέφτει» στο 35% µε 34,5%. Μάλιστα τα «µαθηµατικά της κάλπης» µπορεί να οδηγήσουν σε ακόµη πιο οριακές καταστάσεις αφού, για παράδειγµα, εάν το ποσοστό των κοµµάτων που βρίσκονται εκτός Βουλής καταγραφεί στο 8% και το πρώτο κόµµα λάβει ποσοστό 37% θα κερδίσει 150 έδρες στη Βουλή. Αν, υπό τις ίδιες συνθήκες, το ποσοστό του πρώτου κόµµατος είναι 37,2%, τότε διασφαλίζει απόλυτη πλειοψηφία.
Πάντως, στις τελευταίες εκλογικές αναµετρήσεις το εύρος της διακύµανσης του ποσοστού των κοµµάτων που βρέθηκαν εκτός Βουλής είναι µεγάλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 ήταν 19% ενώ στις εκλογές του Σεπτεµβρίου του 2015 αισθητά µικρότερο, µόλις στο 6,3%. Στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου το ποσοστό έφθασε σχεδόν στο 21%. Σύµφωνα πάντως µε τις υπάρχουσες εκτιµήσεις, το ποσοστό των κοµµάτων που αναµένεται να µείνουν εκτός Βουλής, σε περίπτωση εισόδου έξι κοµµάτων, θα κυµανθεί µεταξύ 8% και 12%.
Στα σενάρια που δηµοσιεύουµε έχει ληφθεί ως βάση εργασίας το ποσοστό που συγκέντρωσαν τα κόµµατα στην ευρωκάλπη και αναζητείται η οροφή αυτοδυναµίας σε περίπτωση πεντακοµµατικής και εξακοµµατικής Βουλής, καθώς και στις περιπτώσεις που το ποσοστό των εκτός Βουλής κοµµάτων κυµαίνεται από 8% έως 18%. Η γενική παρατήρηση είναι, πάντως, ότι όσο λιγότερα είναι τα κόµµατα που εκπροσωπούνται στη Βουλή τόσο πιο ευνοϊκά είναι τα πράγµατα για το πρώτο κόµµα από άποψη αυτοδυναµίας.
Να θυµίσουµε ότι οι επερχόµενες εθνικές εκλογές θα γίνουν µε βάση τα όσα προβλέπει ό νόµος 3636 του 2008, που εισηγήθηκε τότε στη Βουλή ο νυν Πρόεδρος της Δηµοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Ο συγκεκριµένος νόµος τροποποιούσε τον ήδη υπάρχοντα από το 2004 που είχε ψηφιστεί επί υπουργίας Κώστα Σκανδαλίδη.
Η βασική διαφορά των δύο συστηµάτων ήταν ο βαθµός ενίσχυσης του πρώτου κόµµατος. Ο νόµος Σκανδαλίδη προέβλεπε «µπόνους» 40 εδρών και ο νόµος Παυλόπουλου ενίσχυση 50 εδρών. Σε ισχύ και στους δύο νόµους ήταν το εκλογικό όριο του 3%.
ΠΗΓΗ: ethnos.gr